Επειτα από μήνες διαπραγματεύσεων, η Bayer και η Monsanto ανακοίνωσαν την Τετάρτη την εξαγορά της δεύτερης από την πρώτη, με τη (γερμανική) Bayer να καταβάλλει για την αμερικανική εταιρεία 66 δισεκατομμύρια δολάρια ή 128 δολάρια ανά μετοχή.
Η συμφωνία, που είναι ήδη η μεγαλύτερη που έχει ανακοινωθεί φέτος, αναμένεται να έχει σημαντική επίπτωση στην αγροτική οικονομία και στην παραγωγή τροφίμων.
Οι μετοχές της Monsanto αποτιμήθηκαν στα 56 δισ. δολάρια με το τελικό ποσό να ανέρχεται στα 66 δισ. δολάρια, μαζί με το χρέος της Monsanto. Ενα ποσό 2 δισ. δολαρίων θα καταβληθεί στη Monsanto σε περίπτωση που δεν ολοκληρωθεί η συμφωνία (break-away fee).
Η εξαγορά θα γίνει με μετρητά ενώ υπολογίζεται ότι στην τριετία από την ολοκλήρωση της θα δημιουργήσει συνέργειες ύψους 1,5 δισ. δολαρίων. Η νέα εταιρεία θα έχει έσοδα μοιρασμένα σχεδόν ισόποσα από τον φαρμακευτικό και τον αγροτικό κλάδο.
Κεντρικό ρόλο στην επίτευξη της συμφωνίας είχε ο διευθύνων σύμβουλος της Bayer Βέρνερ Μπάουμαν ο οποίος, μόλις δύο εβδομάδες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του τον περασμένο Απρίλιο, άρχισε τις επαφές για το κλείσιμο του deal.
Ο Μπάουμαν χρειάστηκε να διαθέσει πολύ χρόνο για να πείσει τους δύσπιστους επενδυτές για την αξία της συμφωνίας, σημειώνει η Wall Street Journal. Προσθέτει ότι ζητούσαν η εταιρεία να αναπτύξει περισσότερο τον φαρμακευτικό κλάδο, στον οποίο είχε επενδύσει με την εξαγορά το 2014 της αμερικανικής Merck (παράγει κυρίως φάρμακα που δεν συνταγογραφούνται).
Η συμφωνία χρειάστηκε αρκετούς μήνες για να ολοκληρωθεί καθώς διαδοχικές προσφορές της Bayer απορρίπτονταν από την Monsanto. Από τα 122 δολάρια ανά μετοχή, η Bayer αναβάθμισε την προσφορά της σε 125 και έπειτα στα 127,50 δολάρια. Ακόμα και έτσι οι αναλυτές αμφέβαλαν για την δυνατότητα ολοκλήρωσης της συμφωνίας γιατί το τίμημα φαινόταν πολύ χαμηλό. Ολο αυτό το διάστημα των διαπραγματεύσεων η μετοχή της Monsanto κινούνταν μεταξύ 100 και 110 δολαρίων.
Οι Financial Times επισημαίνουν ότι οι δύο εταιρείες δεν έχουν πολύ μεγάλη επικάλυψη στη γκάμα των προϊόντων που παράγουν ή στους πελάτες. Ωστόσο, αυτό μπορεί να μην αποτρέψει τις αρχές κατά του ανταγωνισμού από το να μπλοκάρουν ή να καθυστερήσουν τη συγχώνευση.
Γάμος γιγάντων με πολλές επιφυλάξεις
Σημαντικότερο, ωστόσο, είναι το τι ακριβώς παράγουν οι δύο εταιρείες και οι συνέργειες που θα δημιουργηθούν από τη συγχώνευση. Η νέα εταιρεία θα ελέγχει πάνω από το 25% της αγοράς των σπόρων και των εντομοκτόνων.
Η Monsanto είναι από τις μεγαλύτερες εταιρείες στην παραγωγή γενετικά τροποποιημένων σπόρων για καλλιέργειες και μάλιστα με μια μάλλον επιθετική πολιτική υπέρ της χρήσης τους. Στην Ευρώπη έχει επικριθεί έντονα για τις πρακτικές που έρχονται εν μέσω της ανησυχίας των ευρωπαίων καταναλωτών για τις επιπτώσεις στην υγεία -και σε άλλες καλλιέργειες- από τη διάδοση των γενετικά τροποποιημένων τροφίμων. Στις ΗΠΑ η χρήση τους είναι μεγαλύτερη.
Εταιρείες σαν την Monsanto επιδιώκουν την επέκταση των πωλήσεών τους στην Αφρική ή τη Νότια Αμερική, μακριά από τον στενό έλεγχο των αμερικανικών ή ευρωπαϊκών αρχών. Αυτές είναι και οι περιοχές του πλανήτη που θα γνωρίσουν μεγαλύτερη πληθυσμιακή αύξηση τις επόμενες δεκαετίες, άρα θα έχουν πιεστικότερες ανάγκες για τρόφιμα.
Ακτιβιστές βλέπουν πίσω από το deal έναν «κολασμένο γάμο» τον οποίο η Bayer θα αξιοποιήσει για να κατακλύσει την ευρωπαϊκή αγορά με γενετικά τροποποιημένα προϊόντα. Σε κάθε περίπτωση, η Greenpeace έχει προειδοποιήσει ότι η εταιρεία θα ελέγχει όλη την αλυσίδα παραγωγής από το χωράφι ως το πιάτο.
Η αγροτική βιομηχανία βρίσκεται παράλληλα σε περίοδο αλλαγών ενώ εκκρεμούν και εγκρίσεις από τις εποπτικές αρχές. Πέρυσι η Dow και η DuPont συμφώνησαν για τη συγχώνευσή τους σε ένα deal 130 δισ. δολαρίων, διπλάσιο από αυτό της Bayer και της Monsanto, αλλά για την ώρα απομένει η έγκριση των εποπτικών αρχών. Αλλη μία -όχι ευκαταφρόνητου μεγέθους- εξαγορά είναι αυτή της Syngenta από την ChemChina για 44 δισ. δολάρια που ανακοινώθηκε μέσα στο 2016.
Με την ολοκλήρωση και των τριών deal -τα οποία για να έχουμε μια τάξη μεγέθους είναι από κοινού συγκρίσιμης αξίας με το ΑΕΠ της Ελλάδας- τρεις και μόνο εταιρείες θα κρατούν στα χέρια τους τα δύο τρίτα της παγκόσμιας αγοράς σπόρων και αγροτικών χημικών προϊόντων.