Πριν από το Clásico, το περασμένο Σάββατο, ο Τζουζέπ Μαρία Μπαρτομέου διαβεβαίωνε μέσω του καταλανικού τηλεοπτικού σταθμού TV3 πως δεν σκόπευε να εγκαταλείψει το πόστο του. Το ίδιο και τη Δευτέρα, στο διοικητικό συμβούλιο της Μπαρτσελόνα που συγκλήθηκε εκτάκτως μετά την ήττα από τη Ρεάλ Μαδρίτης. Ο 40ος -και κατά πολλούς πιο αποτυχημένος- πρόεδρος στα 121 χρόνια του συλλόγου προσπάθησε να γαντζωθεί στην καρέκλα του με πολλούς τρόπους.
Κάλεσε την αστυνομία να διερευνήσει αν οι 20.687 υπογραφές μελών που ζητούσαν την καθαίρεσή του ήταν γνήσιες. Δεν βρέθηκε ούτε μια πλαστή. Παρακάλεσε την τοπική κυβέρνηση της Καταλονίας να «παγώσει» την πρόταση μομφής. Κανείς δεν ήταν πρόθυμος να τον βοηθήσει. Μέτρησε φίλους και εχθρούς. Ακόμη και στενοί του συνεργάτες τον αποκήρυξαν. Ετσι, την Τρίτη παραιτήθηκε.
Κατήγγειλε ότι δέχθηκε απειλές. Υστερα υποστήριξε πως δεν ήθελε να βάλει σε κίνδυνο την υγεία των ψηφοφόρων εν μέσω πανδημίας, καθώς πάνω από 40.000 μέλη είναι άνω των 60 ετών. Στην πραγματικότητα, έφυγε γιατί θα γινόταν ο πρώτος πρόεδρος στην ιστορία του συλλόγου που θα έχανε τη θέση του με την ταπεινωτική διαδικασία του δημοψηφίσματος. Κι άφησε πίσω του σκάνδαλα, «μαύρες τρύπες», αγωνιστική και ηθική παρακμή.
Ο 57χρονος καταλανός επιχειρηματίας άρχισε τη θητεία του με ένα «τρεμπλ» (2015), χάρη στην «αγία τριάδα» (Μέσι – Σουάρες – Νεϊμάρ) που ήταν έργο του προκατόχου του, Σάντρο Ροσέλ, όμως έκτοτε η Μπαρτσελόνα δεν ξαναπλησίασε, καν, το τρόπαιο του Τσάμπιονς Λιγκ. Εξι χρόνια αργότερα, ο «θυρωρός» (όπως τον αποκαλούν οι εχθροί του)… κατάφερε να γίνει ένα από τα πιο μισητά πρόσωπα στη Βαρκελώνη. Επί των ημερών του η «Μπάρτσα» έχασε τη φυσιογνωμία της -αυτή που την έκανε να ξεχωρίζει από όλους τους άλλους συλλόγους- και προσπάθησε να μιμηθεί τη Ρεάλ Μαδρίτης. Απαρνήθηκε τις αρχές της, πορεύτηκε με πυξίδα το χρήμα, κι έγινε το club με τα μεγαλύτερα έσοδα στον Κόσμο (σχεδόν ένα δισεκατομμύριο ευρώ ετησίως). Αλλά αυτή ήταν και η μόνη επιτυχία του Μπαρτομέου.
Στη διάρκεια της προεδρίας του η Μπαρτσελόνα άλλαξε πέντε αθλητικούς – τεχνικούς διευθυντές, κι άλλους τόσους προπονητές. Απέλυσε προπονητή της (τον Ερνέστο Βαλβέρδε) καταμεσής της σεζόν (για πρώτη φορά μετά το 2003), και ενώ βρισκόταν στην κορυφή του
βαθμολογικού πίνακα της Λίγκας. Δαπάνησε πάνω από ένα δισεκατομμύριο ευρώ σε μεταγραφές, που στην πλειονότητά τους ήταν αποτυχημένες. Εκτίναξε τις αποδοχές των ποδοσφαιριστών της στο 70% του προϋπολογισμού του συλλόγου. Γέμισε το οργανόγραμμά της με «λακέδες» του Μπαρτομέου, που δεν τολμούσαν να του φέρουν αντίρρηση, και απομάκρυνε από διάφορα καίρια πόστα προσωπικότητες – παλιές δόξες του συλλόγου. Υποβάθμισε τις περίφημες ακαδημίες της. Συμπεριφέρθηκε απαίσια σε «παιδιά της» που άξιζαν τον σεβασμό, όπως ο Λουίς Σουάρες. Το «Barçagate» (η μεθοδευμένη κατασυκοφάντηση όσων διαφωνούσαν με τον πρόεδρο) ήταν η μια κορυφή του παγόβουνου. Η άλλη, το «ξενέρωμα» του Μέσι.
Ο διάδοχος του Μπαρτομέου θα έχει ένα βουνό να ανέβει. Να στελεχώσει τον σύλλογο από την αρχή. Να φτιάξει μια καινούργια ομάδα, βασισμένη σε ένα σταθερό πλάνο με ποδοσφαιρική λογική. Να αναγεννήσει τη «Μασία». Να ολοκληρώσει το «Espai Barça», ένα τεράστιο κατασκευαστικό έργο που περιλαμβάνει την πλήρη ανακαίνιση του «Καμπ Νου», το οποίο έχει μείνει στη μέση. Αλλά, με τι λεφτά; Σύμφωνα με τους Financial Times, τα έξοδα του club έχουν ξεπεράσει τα έσοδα. Η ζημία από την προηγούμενη οικονομική χρήση ανέρχεται σε 100 εκατ. ευρώ, ενώ το χρέος έχει διπλασιαστεί, στα 488 εκατ. ευρώ. Σαν να μην έφτανε η κακοδιαχείριση των τελευταίων ετών, ήρθε και η πανδημία να μειώσει τα εμπορικά έσοδα κατά 9%, τις εισπράξεις από τους εντός έδρας αγώνες κατά 24%, και τα έσοδα από τα τηλεοπτικά δικαιώματα κατά 17%.
Επίσης, ο νέος πρόεδρος θα χρειαστεί να πείσει τον Μέσι να κλείσει την καριέρα του στη Βαρκελώνη. Ο αργεντινός σούπερ-σταρ δεν έμεινε το καλοκαίρι στην Μπαρτσελόνα επειδή το αποφάσισε, αλλά γιατί δεν τον άφησαν να φύγει. Από τον Ιανουάριο του 2021, όμως, θα είναι ελεύθερος να διαπραγματευθεί τη μεταγραφή του, από την οποία οι Καταλανοί δεν θα εισπράξουν ούτε σεντ.
Παρά τα τεράστια προβλήματα που ζητούν λύσεις από την επόμενη διοίκηση, οι υποψήφιοι πρόεδροι στις προσεχείς εκλογές (θα πραγματοποιηθούν σε 40 έως 90 μέρες) είναι, ήδη, πέντε -σύμφωνα με τη Mundo Deportivo- και μπορεί να γίνουν περισσότεροι. Οι Βίκτορ Φοντ, Τόνι Φρέισα, Τζόρντι Φαρέ και Αγκούστι Μπενεντίτο, προετοιμάζονται από καιρό γι’ αυτή τη στιγμή. Εχουν διεκδικήσει και στο παρελθόν (ανεπιτυχώς) την προεδρία. Ο Λουίς Φερνάντες Αλά, επιχειρηματίας, θα ασχοληθεί για πρώτη φορά με τα κοινά της Μπαρτσελόνα.
Φαβορί θεωρείται ο Φοντ. Ο 47χρονος επιχειρηματίας έχει παρουσιάσει το πρότζεκτ του, «Sí al futur», δηλαδή «Ναι στο μέλλον», υποσχόμενος οτι το δικό του διοικητικό συμβούλιο θα αποτελείται από ανθρώπους του αθλητισμού. Το μεγάλο του «ατού» είναι πως έχει αποσπάσει τη δέσμευση του Τσάβι οτι σε περίπτωση που κερδίσει τις εκλογές, ο θρυλικός παλαίμαχος παίκτης, που έχει μεγάλο έρεισμα στις τάξεις των οπαδών, θα αναλάβει προπονητής στην πρώτη ομάδα. Μόνον αυτός που θα έφερνε πίσω τον Πεπ Γκουαρντιόλα, θα μπορούσε να τον νικήσει. Κι ο Πεπ θα επέστρεφε για τον Λαπόρτα – για κανέναν άλλον.
Ο Τζουάν Λαπόρτα είναι, ίσως, ο πιο επιτυχημένος πρόεδρος στην ιστορία του συλλόγου. Επί των ημερών του (2003-2010) η Μπαρτσελόνα κατέκτησε 59 επίσημους τίτλους σε όλα της τα επαγγελματικά τμήματα (ποδόσφαιρο, μπάσκετ, χάντμπολ, χόκεϊ με πατίνια και χόκεϊ επί πάγου), μεταξύ των οποίων δυο Τσάμπιονς Λιγκ στο ποδόσφαιρο και μια Ευρωλίγκα στο μπάσκετ. Ο αριθμός των μελών της εκτοξεύθηκε το 2009 στα 170.000 (δεν ξεπεράστηκε ποτέ), η «Μασία» εμφάνισε θεαματική παραγωγή, και το brand name του club έγινε γνωστό στα πέρατα της Γης. Φίλος και προσωπικός δικηγόρος του Γιόχαν Κρόιφ, εκλέχτηκε πρόεδρος μόλις στα 41 του χρόνια, κι έφερε στο «Καμπ Νου» σπουδαίους παίκτες, όπως ο Ροναλντίνιο και ο Ετό. Μα, πάνω απ’ όλα, ήταν εκείνος που το 2008 εμπιστεύτηκε τον Γκουαρντιόλα για προπονητή της πρώτης ομάδας της Μπαρτσελόνα, με τα γνωστά αποτελέσματα.
Τον περασμένο Μάιο ο 58χρονος, σήμερα, παράγοντας, μιλώντας σε εκπομπή του TV3, εξομολογήθηκε ότι θα ήθελε να επιστρέψει στην ηγεσία της Μπαρτσελόνα και τόνισε πως το όνειρό του είναι να δει τον Πεπ να επιστρέφει στους «Μπλαουγκράνα». Ηταν υποψήφιος και το 2015, όμως τότε είχε ηττηθεί με μεγάλη διαφορά (54,5% – 33%) από τον Μπαρτομέου. Στα χρόνια που ακολούθησαν, πολλά από τα μέλη αντιλήφθηκαν ότι είχαν ψηφίσει τον λάθος άνθρωπο.
Μέχρι τις εκλογές τις αποφάσεις για το club θα λαμβάνει μια διαχειριστική διοίκηση με επικεφαλής τον Κάρλες Τουσκέτς, λέκτορα Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο της Βαρκελώνης. Σήμερα είναι τραπεζίτης, όμως την Μπαρτσελόνα τη γνωρίζει καλά. Υπήρξε ο πρώτος ταμίας της διοίκησης Νούνιεθ, μόλις στα 27 του χρόνια. Ο νεαρότερος μάνατζερ που έχει περάσει από τον σύλλογο. Το 1982 είχε παίξει σπουδαίο ρόλο στη μεταγραφή του Ντιέγκο Μαραντόνα. Τώρα θα είναι ένας εξ αυτών που θα κρίνουν αν ο Μπαρτομέου και η «παρέα» του πρέπει να λογοδοτήσουν στα αστικά δικαστήρια για το έλλειμμα που άφησαν πίσω τους.