Ο Γιώργος Σπηλιόπουλος είναι ένας άνθρωπος χαμηλών τόνων, αποφεύγει τη δημοσιότητα και θεωρείται από τους συνεργάτες του ως εργασιομανής. Στην Barilla Hellas AΕ εργάζεται από τον Φεβρουάριο του 2002 και διευθύνων σύμβουλος ανέλαβε το 2004. Με σπουδές χημικού μηχανικού και διδακτορικό δίπλωμα, βρέθηκε στον ιταλικό όμιλο έχοντας προηγουμένως εργαστεί για 14 χρόνια στην Procter & Gable. Από το 2010 που κατόρθωσε να κάνει την Αθήνα το διοικητικό κέντρο του ομίλου για την Ανατολική Ευρώπη – στο δεύτερο έτος της ελληνικής ύφεσης – διευθύνει συνολικά 19 χώρες. Τυπικά μόνο είναι αντιπρόεδρος Ανατολικής Ευρώπης. Από τις αρχές του 2018 τα πράγματα αλλάζουν και πλέον θα είναι ο μάνατζερ 30 χωρών – της Ρωσίας συμπεριλαμβανομένης.
Οι ιταλοί ιδιοκτήτες του μεγαλύτερου ομίλου ζυμαρικών παγκοσμίως διαπίστωσαν στο διάστημα των τελευταίων επτά χρόνων ότι οι αριθμοί που «έφερε» ο κ. Σπηλιόπουλος στον όμιλο ήταν εξαιρετικοί και αποφάσισαν να του δώσουν και άλλες 11 αγορές. Με προεξάρχουσα μάλιστα τη ρωσική, που είναι τεράστια αγορά, όπου η παραγωγική και εμπορική δραστηριότητα του ιταλικού ομίλου δεν βγαίνει ως τώρα έξω από τα όρια ορισμένων μεγάλων πόλεων, είναι προφανές ότι οι προοπτικές είναι ευοίωνες. Ο έλληνας μάνατζερ της Barilla Hellas ΑΕ, δρομέας μεγάλων αποστάσεων που δεν παραλείπει να συμμετέχει και στον ετήσιο Μαραθώνιο της Αθήνας, γνωρίζει ότι για να οικοδομήσει σχέσεις – εκτός των άλλων – απαιτείται χρόνος. Τα πρώτα οκτώ χρόνια της παρουσίας του στον όμιλο, του «έφεραν» την διοίκηση της Ανατολικής Ευρώπης και τα επόμενα επτά – τα δύσκολα χρόνια της κρίσης – πρόσθεσαν στο «χαρτοφυλάκιο» του τις αγορές της Ρωσικής Κοινοπολιτείας αλλά και των χωρών της Βαλτικής.
Ειρήσθω εν παρόδω, ο κ. Σπηλιόπουλος δεν είναι η εξαίρεση του έλληνα μάνατζερ που εργάζεται σε πολυεθνικό όμιλο. Αντιθέτως, αποτελεί τον κανόνα. Η οικονομική κρίση, εκτός από τις καταστροφές που προκάλεσε στην ελληνική οικονομία, είχε και ένα θετικό αποτέλεσμα: ανέδειξε τα ταλέντα των ελλήνων μάνατζερ, οι οποίοι πλέον έχουν όλο και μεγαλύτερο λόγο στην ίδια την διοίκηση των πολυεθνικών ομίλων. Κυρίως αυτών που δραστηριοποιούνται στην αγορά των καταναλωτικών προϊόντων.
Το «αφεντικό» της ελληνικής Barilla – μέλος του Γενικού Συμβουλίου του ΣΕΒ – γνωρίζει ότι το στοίχημα που αναλαμβάνει από τον Ιανουάριο του 2018 είναι δύσκολο, αλλά είναι σίγουρος για τα αποτελέσματα που θα φέρει. Η περίπτωση της Πολωνίας είναι ενδεικτική. Οταν ανέλαβε την πολωνική θυγατρική τα προϊόντα της Barilla είχαν αναιμική παρουσία εκεί. Τώρα πλέον οι ετήσιες ποσότητες που διακινούνται ανέρχονται σε μερικούς χιλιάδες τόνους και ο διπλασιασμός τους στα επόμενα λίγα χρόνια είναι περίπου αυτονόητος. Οι αγορές της Ανατολικής Ευρώπης δεν είναι εύκολες αγορές, οι περισσότερες είναι περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων και την παρουσία ενός προϊόντος πρέπει να τη «χτίσει» κανείς από το μηδέν. Στις 19 χώρες της Ανατολικής Ευρώπης που έχει στην ευθύνη της η Barilla Hellas οι πωλήσεις του ομίλου το 2016 ήταν 140 εκατ. ευρώ, ενώ το 2017 υπάρχει σημαντική αύξηση. Κι όταν ένας μάνατζερ έχει περάσει σχεδόν αλώβητος από τις «μυλόπετρες» της ελληνικής κρίσης, η αυτοπεποίθηση τού περισσεύει.
Πράγματι η Barilla Hellas AE διατηρεί την πρώτη θέση στην ελληνική αγορά των ζυμαρικών, έχοντας μερίδιο 42% και σχεδόν σταθερές πωλήσεις, περί τα 72 εκατ. ευρώ ετησίως – οι αυξομειώσεις των πωλήσεων δεν είναι περισσότερες από λίγες εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ κάθε χρόνο – και τα ετήσια κέρδη της κυμαίνονται στα 6 εκατ. ευρώ. Το 25% των ετήσιων πωλήσεων προέρχεται από την εξαγωγική δραστηριότητα σε δεκάδες χώρες. Ο ίδιος ο Γιώργος Σπηλιόπουλος είναι πρόεδρος του Πανελληνίου Συνδέσμου Βιομηχανιών Ζυμαρικών.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο όμιλος από το 2000 και εντεύθεν έχει επενδύσει στην Ελλάδα περισσότερα από 70 εκατ. ευρώ – κάθε τριετία επενδύει 5 εκατ. ευρώ ενώ ο τραπεζικός του δανεισμός είναι μηδενικός. Στα δύσκολα χρόνια δεν έκανε ούτε μειώσεις μισθών, ούτε απολύσεις, ενώ εφέτος αύξησε κατά 15 τους εργαζομένους της φτάνοντας σήμερα τους 200.
Το εργοστάσιο του στη Θήβα παράγει 110 εκατομμύρια πακέτα ζυμαρικών τον χρόνο. Η Barilla Hellas απορροφά 70.000 τόνους σιτάρι τον χρόνο εκ των οποίων το 25% κατά μέσο όρο είναι από συμβολαιακή καλλιέργεια. Το 2018 αναμένεται να απορροφήσει 73.000 τόνους – αύξηση 4,3%!
Οταν εκδηλώθηκε η κρίση, το 2010, ο κλάδος των ζυμαρικών ήδη «υπέφερε» αφού τα προιόντα «ιδιωτικής ετικέτας» – αυτά δηλαδή που παράγονταν για λογαρισμό των σούπερ μάρκετ – κατείχαν μερίδιο περί το 33%. Οι μεγάλες εταιρείες του κλάδου κατόρθωσαν αυτό το μερίδιο προϊόντων «ιδιωτικής ετικέτας» να το περιορίσουν σε επίπεδα χαμηλότερα του 25% και να σταθεροποιηθεί εκεί, κινούμενο αντίστροφα απ΄ ό,τι σε άλλους κλάδους καταναλωτικών προϊόντων, στους οποίους έχει σημειώσει εντυπωσιακή αύξηση. Στη διάρκεια του 2017 η αγορά των ζυμαρικών φαίνεται να σταθεροποιήθηκε – οι απώλειες εφέτος είναι αμελητέες. Τα τελευταία πέντε χρόνια παραμένει σταθερή, ενώ στις αρχές της κρίσης, από το 2008, είχε συρρικνωθεί κατά περίπου 5%.
Το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι η κατά κεφαλήν κατανάλωση ζυμαρικών στην Ελλάδα είναι η τρίτη παγκοσμίως, μετά από την Ιταλία και τη Βενεζουέλα – ανέρχεται στα 11 με 12 κιλά κατά άτομο. Η ετήσια κατανάλωση είναι περί τους 120.000 τόνους. Ισως αυτός να είναι και ένας από τους λόγους που η οικογένεια Barilla εξαγόρασε το 1991 δίνοντας αρκετά χρήματα την τότε ΜΙΣΚΟ – την μεγαλύτερη και παλαιότερη βιομηχανία ζυμαρικών της ελληνικής αγοράς. Μπορεί ο γνωστός μοναχός Ακάκιος να πρωταγωνιστούσε στις διαφημίσεις από το 1950 και εντεύθεν, αλλά η ΜΙΣΚΟ υπήρχε από πολύ πριν, από το 1925!
Διαβάστε ακόμη:
Από τη «Μισκό» και τον Ακάκιο στη ΜΙΣΚΟ της νέας εποχής→