Τον απολογισμό της διετίας του Τζο Μπάιντεν στον Λευκό Οίκο έκανε η Corriere della Sera, και τον βρήκε πολύ θετικό: ο Δημοκρατικός πρόεδρος των ΗΠΑ στο Ουκρανικό τα πήγε θαυμάσια, αφού «η βοήθεια προς την Ουκρανία επανένωσε το ΝΑΤΟ», στους αντικορονοϊκούς εμβολιασμούς πρωτοστάτησε, την κλιματική αλλαγή την καταπολέμησε, τον πληθωρισμό «τον ελέγχει», ενώ έκανε μόνο μερικά λάθη, ένα σοβαρό και ένα ήσσονος σημασίας, όπως ήταν «η αποχώρηση των ΗΠΑ από το Αφγανιστάν» και «ο χειρισμός των άκρως απορρήτων εγγράφων». Κατόπιν αυτών, «οι πιθανότητες επανεκλογής του παραμένουν καλές».
Γιατρός των θεσμών
Πριν από δύο χρόνια, στις 20 Ιανουαρίου 2021, ο Τζο Μπάιντεν μπήκε στον Λευκό Οίκο «σαν γιατρός που εκλήθη να επουλώσει τις πληγές που άφησε η επίθεση στο Κογκρέσο λίγες ημέρες νωρίτερα» γράφουν οι Ιταλοί. Το «εξαιρετικά φιλόδοξο» πρόγραμμά του περιελάμβανε δημόσιες επενδύσεις, αναζωογόνηση των προηγμένων βιομηχανιών, επέκταση των κοινωνικών δαπανών. Αυτές ήταν «μεταρρυθμίσεις που όμοιές τους δεν έχουν παρατηρηθεί εδώ και δεκαετίες στις ΗΠΑ». Και έδωσε στον θεσμό του προέδρου κύρος έπειτα από την τετραετία του Τραμπ, μάλιστα «χωρίς να έχει το πλεονέκτημα της πλειοψηφίας στο Κογκρέσο» και με την πολιτική πόλωση βαθιά, τόσο στην κοινωνία όσο και στους θεσμούς.
Πακτωλός δολαρίων
Η οικονομία ήταν ένα προνομιακό πεδίο άσκησης πολιτικής όταν έγινε πρόεδρος ο Μπάιντεν, αλλά κατέληξε εφιάλτης. Ο πληθωρισμός δεν στοίχισε στους Δημοκρατικούς στις Μεσοπρόθεσμες ή Ενδιάμεσες Εκλογές, και τώρα οι τιμές φαίνονται να είναι πάλι υπό έλεγχο. Η τιθάσσευση του πληθωρισμού «θα είναι θετικός παράγοντας και για την υπόθεση των προεδρικών εκλογών του 2024», κρίνει η Corriere. Το ύψους 1,9 τρισ. δολαρίων πακέτο βοήθειας του Μπάιντεν σε οικογένειες και επιχειρήσεις, σχεδιασμένο για την αντιμετώπιση της ύφεσης που προκάλεσε η πανδημία του κορονοϊού, επί έναν χρόνο κράτησε ζωντανή την κοινωνία. «Μείωσε στο μισό την παιδική φτώχεια, αποδεικνύοντας ότι η μείωση της ανισότητας είναι δυνατή, αν και πανάκριβη».
Ενα στα τρία
Το επενδυτικό πρόγραμμα του Μπάιντεν βασίστηκε στον τριών επιπέδων εκσυγχρονισμό: στις υποδομές, στη στήριξη της τεχνολογικής βιομηχανίας με επαναφορά στις ΗΠΑ παραγωγικών μονάδων από την Κίνα (τσιπ) και στην ενεργειακή αλλαγή (πράσινη ανάπτυξη). Στις υποδομές τα πήγε καλά, πέρασε το νομοσχέδιο, όμως στα άλλα δύο «σκόνταψε στην αντιπολίτευση των Ρεπουμπλικανών αλλά και ορισμένων Δημοκρατικών βουλευτών εκλεγμένων σε συντηρητικές Πολιτείες.
Covid, οικολογία, Αριστρεά
«Η στρατηγική κατά του κορονοϊού, η οποία τους πρώτους μήνες της προεδρίας του είχε δώσει στον Μπάιντεν μεγάλη δημοτικότητα χάρη στην εξαιρετική οργάνωση της εκστρατείας εμβολιασμού, σκόνταψε στην εμφάνιση των παραλλαγών και στην ανάκαμψη, ακριβώς τη στιγμή που ο Μπάιντεν κήρυξε απερίσκεπτα κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Ομως, δεν το έβαλε κάτω. Και στο τέλος πέτυχε την έναρξη βιομηχανικής πολιτικής προς τόνωση των προηγμένων τεχνολογιών, που είναι σημείο καμπής για τις ΗΠΑ απέναντι στην Κίνα, όπως επίσης την έγκριση της λάιτ αλλά ουσιαστικής εκδοχής του περιβαλλοντικού σχεδίου της αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών».
Τα υπόλοιπα πρότζεκτ, η μείωση του κόστους των συνταγογραφούμενων φαρμάκων, οι παρεμβάσεις κατά της οπλοκατοχής, νόμοι περί δικαιωμάτων κ.ά., «μπλοκάρονται από τη Ρεπουμπλικανική αντιπολίτευση και από τις αμφιβολίες ορισμένων Δημοκρατικών βουλευτών». Ακόμη, ο Μπάιντεν προσπάθησε να ενεργήσει μονομερώς σε ορισμένα ζητήματα αγαπητά στους νέους, δίνοντας χάρη σε χιλιάδες χρήστες μαριχουάνας και ακυρώνοντας εν μέρει το φοιτητικό χρέος. «Αλλά μετά την προσφυγή των Ρεπουμπλικανών, το Ανώτατο Δικαστήριο θα κρίνει τη συνταγματικότητα αυτής της τελευταίας παρέμβασης τον Φεβρουάριο».
Αφγανιστάν και Ουκρανία
Η αποχώρηση από το Αφγανιστάν, το καλοκαίρι του 2021, ήταν, κατά την Corriere, η χειρότερη στιγμή του Μπάιντεν. «Οι ανεξίτηλες εικόνες της αστραπιαίας κατάκτησης της Καμπούλ από τους Ταλιμπάν και η απόγνωση των Αφγανών οδήγησαν κάποια στιγμή στην πτώση της δημοφιλίας του προέδρου έως και κάτω από το 50%. Ακόμη και εκείνοι που πίστευαν ότι η αποχώρηση από το Αφγανιστάν ήταν σωστή απόφαση, θεώρησαν την επιχείρηση καταστροφική».
Ομως ο Μπάιντεν, που εξακολουθεί να είναι έξαλλος με την αποτυχία των μυστικών υπηρεσιών να προβλέψουν τις συνέπειες της απόσυρσης, δεν είπε ποτέ ότι μετάνιωσε για αυτή την επιχείρηση. Αντιθέτως, η Ουκρανία υπήρξε σε κάθε επίπεδο (από τις μυστικές υπηρεσίες μέχρι τη στρατιωτική και ανθρωπιστική βοήθεια και τις κυρώσεις κατά της Ρωσίας) η απόδειξη της ηγεσίας που είχε υποσχεθεί ο Μπάιντεν όταν, ως εκλεγμένος πρόεδρος, ανακοίνωνε: «Η Αμερική επέστρεψε». Η στρατηγική στο Ουκρανικό ενίσχυσε το ΝΑΤΟ και την επέκτασή του, ακόμα και αν δεν βλέπουμε ακόμα στον ορίζοντα το τέλος αυτού του πολέμου.
Οι εκλογικές μάχες
Οι Δημοκρατικοί είχαν προετοιμαστεί να πληρώσουν τον «πληθωρισμό Μπάιντεν» στις Μεσοπρόθεσμες Εκλογές με ηχηρή ήττα. Ωστόσο, δεν υπήρξε κατάρρευση: η κατάργηση του δικαιώματος στην άμβλωση, που εγκρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο με την υποστήριξη της Δεξιάς, πιθανότατα τρόμαξε πολλούς Αμερικανούς. Προτού σκοντάψει στο θέμα των άκρως απορρήτων εγγράφων που βρέθηκαν στις κατοικίες του, ο Μπάιντεν ανέκαμψε στις δημοσκοπήσεις και είχε τον αέρα στα πανιά του χάρη και στην επιστροφή της τιμής της βενζίνης στα προ κρίσης επίπεδα.
Στις αρχές του 2023 όλα φαίνονται να πηγαίνουν καλά για τον Μπάιντεν. Οι Ρεπουμπλικανοί διχάζονται για την υποψηφιότητα του Τραμπ στις προεδρικές του 2024, ενώ οι Δημοκρατικοί αποδέχονται τη φαινομενικά «αναπόφευκτη επανεκλογή του Μπάιντεν», ο οποίος έκλεισε τα 80 έτη ζωής τον περασμένο Νοέμβριο. Η υπόθεση των μυστικών εγγράφων θα ξεφουσκώσει εφόσον η οικονομία κρατήσει και σημειώσει και καλύτερες επιδόσεις. Ετσι, ο Μπάιντεν διαθέτει ήδη «καλές πιθανότητες επανεκλογής», με αστάθμητους παράγοντες, βέβαια, τον πόλεμο στην Ουκρανία και την ύφεση στις ΗΠΑ.
Η περίπτωση του «μπαμ»
Το δημόσιο χρέος των ΗΠΑ, πάντως, είναι πληγή υπαρκτή, την οποία ξύνουν για μικροπολιτικούς λόγους οι Ρεπουμπλικανοί, ιδίως η πτέρυγα των «τραμπιστών», στοχεύοντας στην πτώση της κυβέρνησης. «Τυχόν χρεοκοπία του πιο ισχυρού κράτους της Γης θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την οικονομία των ΗΠΑ και τα χρηματιστήρια σε όλον τον κόσμο» καταλήγει η Corriere.