Στη μία από τις δύο σκηνές κολάζ της αριστουργηματικής ταινίας του Λόρενς Κάσνταν, «Η Μεγάλη Ανατριχίλα», οι πρωταγωνιστές εναλλάσσονται στο ίδιο πλάνο της κουζίνας του σπιτιού όπου περνούν το σαββατοκύριακο μετά την αυτοκτονία και την κηδεία ενός μέλους της παρέας τους. Με ελάχιστους, σποραδικούς διαλόγους, τα νωχελικά πλάνα της σκηνής εκτυλίσσονται κάτω από τους ήχους του «The Weight», ενός ύμνου της γενιάς του Γούντστοκ, των The Band, του συγκροτήματος του Ρόμπι Ρόμπερτσον.
Η μπάντα του καναδού τραγουδοποιού, που έφυγε από τη ζωή το βράδυ της Τετάρτης σε ηλικία 80 ετών, ορίζει ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο της βορειοαμερικανικής ροκ μουσικής, με ένα φολκ–κάντρι–ροκ ήχο που σπάνια αναπλάστηκε, αλλά επηρέασε όλη τη ροκ σκηνή – από τα ’70ς, ως την δημοφιλέστατη στις μέρες μας, μουσική Americana. Παράγωγο της αμερικανικής ψυχεδελικής ροκ της δεκαετίας του ’60, οι The Band απέκτησαν φήμη στις τάξεις της γενιάς της αμφισβήτησης και σεβασμό από μουσικούς όπως ο Ντέιβιντ Κρόσμπι και ο Μπομπ Ντίλαν (τον οποίο είχαν συνοδέψει σε ιστορική τουρνέ το 1969).
Γεννημένος στο Τορόντο τον Ιούλιο του 1943 από πατέρα εβραϊκής καταγωγής και μητέρα από την ινδιάνικη φυλή των Μοχόκ, ο Ρόμπερτσον άρχισε να ενδιαφέρεται για τη μουσική από παιδί, μεγαλώνοντας στον καταυλισμό των «Εξι Εθνών», στο Οντάριο του Καναδά. Αρχισε να παίζει κιθάρα στο γυμνάσιο, όπου γνωρίστηκε με τα υπόλοιπα μέλη του μελλοντικού συγκροτήματός του – Ρικ Ντάνκο, Γκαρθ Χάντσον (ο μόνος εν ζωή, πλέον), Ρίτσαρντ Μάνιουελ και Λίβον Χελμ.
Από το 1958 ως το 1963, το συγκρότημα ονομαζόταν The Hawks. Μετά από μια πρώτη τουρνέ τους με τον Μπομπ Ντίλαν το 1966, άλλαξαν το όνομά τους σε The Band. Κυκλοφόρησαν αρκετά άλμπουμ με μεγάλη εμπορική επιτυχία, ενώ κέρδισαν τον θαυμασμό τόσο των συναδέλφων τους μουσικών, όσο και των κριτικών της δεκαετίας του 1970. Διαλύθηκαν το 1977, με την αποχαιρετιστήρια τουρνέ τους –όπου τους συνοδεύουν όλα τα μεγάλα ονόματα της ροκ εκείνης της εποχής– να κινηματογραφείται από τον νεαρό Μάρτιν Σκορσέζε, και να κυκλοφορεί σε ταινία με τον τίτλο «The Last Waltz» την επόμενη χρονιά.
Ο Ρόμπερτσον ακολούθησε σόλο καριέρα με σειρά κυκλοφοριών που γνώρισαν μεγαλύτερη κριτική, παρά εμπορική αποδοχή στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Η σχέση αλληλοσεβασμού με τον Σκορσέζε είχε ως αποτέλεσμα τη μουσική, αλλά και την ερμηνευτική του αρωγή σε πολλές ταινίες του κορυφαίου αμερικανού σκηνοθέτη – από το «Οργισμένο Είδωλο» και τον «Βασιλιά της Κωμωδίας», ως το «Χρώμα του Χρήματος» και τις «Συμμορίες της Νέας Υόρκης».
Τα δύο πιο εμβληματικά άλμπουμ της σόλο καριέρας του ήταν το ομότιτλο «Robbie Robertson» (1987), το ονειρικό «Storyville» (1991), όπου βουτά βαθιά στη μουσική παράδοση της Νέας Ορλεάνης, και το «Music for the Native Americans» (1994), όπου οι επιρροές του αγγίζουν τις ινδιάνικες μουσικές ρίζες και τις ιστορικές παραδόσεις της καταγωγής του.
Ο καναδός συνθέτης και τραγουδιστής συνέχισε να συνεργάζεται στην παραγωγή και στις μουσικές επενδύσεις των ταινιών του Μάρτιν Σκορσέζε, τις τελευταίες τρεις δεκαετίες της ζωής του, συνεισφέροντας ήχους, μεταξύ άλλων, στις ταινίες «Καζίνο», Ο Πληροφοριοδότης», «Shutter Island», «Ο Λύκος της Γουόλ Στριτ» και «The Irishman». Η τελευταία του συνεργασία με τον ιταλοαμερικανό δημιουργό ήταν στην τελευταία ταινία του Σκορσέζε, «Killers Of The Flower Moon», ένα γουέστερν με ινδιάνικη γεύση, που προβλήθηκε στο φετινό Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών.
Η μουσική ιδιοφυΐα του Ρόμπερτσον έχει καταγραφεί στις δεκάδες συνεργασίες του με καλλιτέχνες τόσο συνομήλικούς του, όσο και πολύ νεότερους του. Εχει γράψει μουσική για ντοκιμαντέρ, για ταινίες κινουμένων σχεδίων («Shrek»), για ταινίες του Ολιβερ Στόουν («Any Given Sunday»), έχει συνεργαστεί σε τραγούδια των πρωτοπόρων του ροκ-εν-ρολ Τζέρι Λι Λιούις και Τσακ Μπέρι, των Neville Brothers, της καναδοπορτογαλέζας τραγουδίστριας Νέλι Φουρτάδο, των ροκ βετεράνων Ερικ Κλάπτον και Στιβ Γουίνγουντ – η λίστα είναι πραγματικά ατελείωτη.
Η καριέρα και τα ενδιαφέροντα του Ρόμπι Ρόμπερτσον αφήνουν μετά θάνατον μια τεράστια μουσική και καλλιτεχνική κληρονομιά. Δεν υπάρχει συνάδελφός του που να έχει στο ενεργητικό του τόσα πολλά και τόσο διαφορετικά μεταξύ τους πρότζεκτ. Στο πρόσωπο του, στις εμπνεύσεις του και στο σύνολο του έργου του, η λέξη «πολυπράγμων» χάνει το νόημά της.