Ο Τσαβιέρ Ερνάντεθ ι Κρέους, περισσότερο γνωστός ως «Τσάβι», αποχωρεί από τη δράση σε βαθιά ποδοσφαιρικά γεράματα (τον Ιανουάριο έκλεισε τα 39). Η είδηση πέρασε «στα ψιλά», επειδή ο πρώην αρχηγός της Μπαρτσελόνα απουσιάζει από την κεντρική ποδοσφαιρική σκηνή εδώ και τέσσερα χρόνια. Το 2015 έφυγε από τη Βαρκελώνη και επέλεξε την εξορία του Κατάρ για να κλείσει, στην Αλ Σαντ, τη μυθική του καριέρα. Αλλά και για έναν, ακόμη, λόγο: ο πολύς κόσμος λατρεύει τους παίκτες που σκοράρουν, που ντριμπλάρουν, τους επιδειξίες των γηπέδων, εκείνους που πουλάνε οπαδιλίκι στις εξέδρες. Το απλό και ουσιαστικό, που είναι και το πιο δύσκολο, δεν έχει πολυπληθές φαν-κλαμπ.
Ο Τσάβι υπήρξε, ίσως, ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της φυλής των επιδραστικών ποδοσφαιριστών που είναι πολύτιμοι για τις ομάδες τους χωρίς να πολυ-φαίνονται. Ο «Διόσκουρός» του, Αντρές Ινιέστα, τον αποχαιρέτησε, αποκαλώντας τον «ιδανικό συμπαίκτη». Χαιρόταν κι εκείνος να παίζει για τους άλλους. Για την ομάδα. Κι αυτόν τον αλτρουϊσμό, που σπανίως συναντά κανείς σε παίκτες τέτοιου επιπέδου, ο Τσάβι τον καλλιέργησε από μικρός. Επαιζε ακόμη στους δρόμους και τις πλατείες της Τεράσα, της γενέτειράς του, όταν ανακάλυψε την ικανοποίηση που του προσέφερε μια καλή πάσα. Μεγαλώνοντας, ασπάστηκε πλήρως το δόγμα του Γιόχαν Κρόιφ, ότι «το ποδόσφαιρο πρέπει να παίζεται με το μυαλό».
Εγινε ο «εγκέφαλος» της πιο επιτυχημένης Μπαρτσελόνα και της πιο επιτυχημένης εθνικής ομάδας της Ισπανίας που γνώρισαν τα γήπεδα. Την εποχή που όλος ο κόσμος θαύμαζε το «tiki-taka» της Μπαρτσελόνα, ο Τσάβι ήταν το γκάζι και το φρένο της. Διάβαζε το παιχνίδι και έλεγχε τον ρυθμό της. Οι περισσότεροι πρόσεχαν τον… ζογκλέρ Μέσι -είναι λογικό-, όμως η δική του ποδοσφαιρική ευφυΐα ήταν αυτή που έκανε τους συμπαίκτες του να κινούνται τόσο αρμονικά πάνω στο χορτάρι. Προτού η μπάλα φτάσει στα πόδια του, μπορούσε να προβλέψει την επόμενη και τη μεθεπόμενη κίνηση, λες κι έπαιζε σκάκι. Με την «Μπάρτσα» σάρωσε τέσσερα Τσάμπιονς Λιγκ, οκτώ Πρωταθλήματα και τρία Κύπελλα Ισπανίας, έξι εγχώρια και δύο ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ και δύο Παγκόσμια Κύπελλα Συλλόγων.
Το 2010 στέφτηκε παγκόσμιος πρωταθλητής με την εθνική ομάδα της Ισπανίας. Το 2008 και το 2012, πρωταθλητής Ευρώπης. Αν και το σαφάρι των τροπαίων ολοκληρώθηκε γι’ αυτόν το 2015, παραμένει ο πιο πολυνίκης καταλανός ποδοσφαιριστής. Κι ένας από τους κορυφαίους στην Ευρώπη, στον αιώνα που διανύουμε. «Χρυσή Μπάλα» δεν κατέκτησε, ποτέ, όμως τρεις φορές (2009, 2010, 2011) κατέλαβε την τρίτη θέση στις σχετικές ψηφοφορίες, πίσω από τα «ιερά τέρατα» του καιρού μας: τον Μέσι και τον Ρονάλντο. Μεγάλη υπόθεση για έναν αντι-σταρ, που ουδέποτε επιχείρησε να κάνει «ντόρο» γύρω από το όνομά του.
«Δεν είμαι δυνατός σαν τον Ρονάλντο, δεν μπορώ να ντριμπλάρω τέσσερις αντιπάλους μου ταυτοχρόνως, όπως ο Μέσι, δεν τρέχω τόσο γρήγορα, όσο ο Εμπαπέ. Επρεπε να χρησιμοποιήσω το μυαλό μου για να παίξω ποδόσφαιρο», εξηγούσε τον Μάρτιο του 2018 στο γαλλικό περιοδικό So Foot. Πέρασε τη ζωή του στα γήπεδα, αναζητώντας τους κενούς χώρους για να δώσει την -παροιμιώδη- πάσα του. Γύριζε, διαρκώς, το κεφάλι του προς όλες τις κατευθύνσεις (οι συμπαίκτες του, του κόλλησαν το παρατσούκλι… «η κόρη του Εξορκιστή», επειδή το κεφάλι της μπορούσε να κάνει περιστροφή 360 μοιρών).
Στο τέλος, ο έλεγχος του χώρου, του έγινε εμμονή. «Οταν μπαίνω σε μια αίθουσα, αναλύω το πώς είναι τοποθετημένα τα τραπέζια και οι καρέκλες. Υστερα κάθομαι σε ένα σημείο από το οποίο θα μπορώ να βλέπω τα πάντα. Δεν μου αρέσουν οι εκπλήξεις, θέλω ανά πάσαν στιγμή να γνωρίζω τι θα συμβεί», είχε εξομολογηθεί στον Guardian.
Δηλώνει μαθητής της «σχολής» του Κρόιφ. Πιστεύει ότι το ποδόσφαιρο είναι χώρος και χρόνος, και πως όλα είναι ζήτημα IQ. Η σκέψη -λέει- θα είναι πάντα πιο γρήγορη από τα πόδια. Απογοητεύεται, που τα τελευταία χρόνια οι προπονητές ρίχνουν το βάρος στη φυσική κατάσταση των παικτών. Που προπονούν τα πόδια τους, αλλά καθόλου το μυαλό τους. Οταν θα γίνει τεχνικός ο ίδιος -αυτό θα είναι το επόμενο βήμα του-, θα επενδύσει στην αντίληψη των παικτών του. Γιατί «δεν μπορείς να παίξεις καλή μπάλα, εάν δεν κατανοείς τι συμβαίνει στον αγωνιστικό χώρο. Τι κάνεις εσύ, και τι κάνουν οι άλλοι». Η έννοια της ομάδας υπήρχε στο μυαλό του προτού, καν, πάει σχολείο. Οταν ήταν πέντε ετών, ο πατέρας του τον ρώτησε: «Γιατί δεν παίζεις στην επίθεση; Είσαι πολύ καλός, θα βάλεις γκολ». Κι εκείνος του απάντησε: «Μα, ρε μπαμπά, αν πάω κι εγώ μπροστά, ποιος θα μείνει στην άμυνα για να βοηθάει τον τερματοφύλακα;»!
Τα γήπεδα θα τον θυμούνται για τις -βγαλμένες από υπολογιστή- πάσες του, αλλά και για τον χαρακτήρα του. Κανείς δεν έχει κάτι αρνητικό να του προσάψει. Μια στιγμή που να βγήκε εκτός εαυτού. Οταν ήταν πιτσιρικάς, παρακολουθούσε κάθε Δευτέρα ένα ημίωρο τηλεοπτικό πρόγραμμα με τα καλύτερα γκολ της Premier League. Λάτρευε το αγγλικό ποδόσφαιρο. Γιατί, όπως έχει εξηγήσει, «στην Αγγλία ποτέ δεν εξαπατάς. Είσαι ευγενής, ακόμη και στην ήττα».
Αυτό το κόσμημα των γηπέδων δεν προσπάθησε, ποτέ, να τραβήξει την προσοχή, παρά μόνο για ό,τι εντυπωσιακό κατάφερνε να κάνει με την μπάλα. Δεν είχε φανατικούς φίλους, ούτε ορκισμένους εχθρούς. Ηταν σεμνός και ταπεινός, αθόρυβος ακόμη και στο «αντίο» του. Το τελευταίο χειροκρότημα που στέρησε από τον εαυτό του, το άξιζε όσο λίγοι.