Λαμπερή, όμορφη και γεννημένη στη Βρετανία, η Ασμα αλ Ασαντ θα μπορούσε να ζήσει μια πλουσιοπάροχη ζωή στην Αγγλία, με φίλους, οικογένεια και καλή καριέρα, αν δεν είχε πουλήσει την ψυχή της στον διάβολο. Πλέον είναι μια διεθνής παρίας, σύζυγος ενός αιμοσταγή δικτάτορα που ευθύνεται για εκατομμύρια θανάτους, και πιθανώς θα ζήσει μαζί με τα τρία παιδιά της το υπόλοιπο της ζωής της εξόριστη στη Ρωσία του Πούτιν.
Διαθέτει βρετανικό διαβατήριο και, όπως επισημαίνει η Telegraph, θεωρητικά θα μπορούσε να επιστρέψει στο Λονδίνο. Αλλά ακόμη κι αν η κυβέρνηση της επιτρέψει να το κάνει, θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει τον σύζυγό της, ο οποίος θα συλληφθεί μόλις πατήσει το πόδι του στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ομως κι έτσι, θα βρισκόταν αντιμέτωπη με ένα κύμα περιφρόνησης, λόγω του δεσμού της με τον αιμοσταγή πρώην δικτάτορα της Συρίας.
Η Ασμα δεν αποκλείεται να συλληφθεί και η ίδια αν πατήσει βρετανικό έδαφος, δεδομένου ότι η βρετανική αστυνομία ξεκίνησε το 2021 προκαταρκτική έρευνα για καταγγελίες ότι υποκίνησε και βοήθησε εγκλήματα πολέμου που διαπράχθηκαν από τις δυνάμεις του καθεστώτος του συζύγου της, κατά τη διάρκεια του παρατεταμένου εμφυλίου πολέμου στη Συρία.
Αυτό είναι το τίμημα που πληρώνει για τη φαουστιανή συμφωνία που έκανε όταν παντρεύτηκε τον Μπασάρ αλ-Ασαντ το 2000, γυρίζοντας την πλάτη της στην προνομιακή, φιλελεύθερη δυτική ανατροφή της – και μετατρεπόμενη σταδιακά από τη συριακή εκδοχή της πριγκίπισσας Νταϊάνα, στην Μαρία Αντουανέτα της αιματοβαμμένης χώρας.
Η πρώην Πρώτη Κυρία δεν μπορεί να επικαλεστεί μια στερημένη παιδική ηλικία, καθώς μεγάλωσε σε ένα ευρύχωρο σπίτι χτισμένο τη δεκαετία του 1930, σε έναν ήσυχο μεσοαστικό δρόμο του προαστίου Ακτον του δυτικού Λονδίνου. Είναι κόρη του αναγνωρισμένου καρδιολόγου Φαουάζ Αχρας και της πρώην σύριας διπλωμάτισσας, Σαχάρ – και οι δύο σουνίτες μουσουλμάνοι από την Χομς, μέλη της ίδιας θρησκευτικής αίρεσης με τον Ασαντ.
Η Ασμα ήταν μαθήτρια σε ένα τοπικό δημοτικό σχολείο της Αγγλικανικής Εκκλησίας, όπου οι συμμαθήτριές της την αποκαλούσαν «Εμα», ακολούθως φοίτησε στο ιδιωτικό γυμνάσιο θηλέων, Κουίνς Κόλετζ, στο λονδρέζικο προάστιο Μέριλμποουν, και μετά στο Κινγκς Κόλετζ του Λονδίνου, όπου πήρε πτυχίο προγραμματίστριας υπολογιστών.
Μια λαμπρή καριέρα ανοιγόταν μπροστά της. Εντάχθηκε στο δυναμικό της Deutsche Bank και αργότερα σε αυτό της επενδυτικής τράπεζας J.P.Morgan, για την οποία εργάστηκε στο Λονδίνο, το Παρίσι και τη Νέα Υόρκη, ως εμπειρογνώμονας σε συγχωνεύσεις και εξαγορές για τρία χρόνια. Το 1992, ο Μπασάρ κατέφθασε στο Λονδίνο για να σπουδάσει οφθαλμολογία στο νοσοκομείο Western Eye του Μέριλμποουν.
Οι δυο τους γνωρίζονταν ήδη από την εποχή που η οικογένειά της ταξίδευε στη Συρία όταν εκείνη ήταν ακόμα κορίτσι, αλλά ήρθαν κοντά τη χρονιά που ο Μπασάρ –10 χρόνια μεγαλύτερος της– πέρασε στο Λονδίνο. Εκείνη την εποχή κανείς απ’ τους δυο τους δεν θεωρούσε ότι ο νεαρός φοιτητής ιατρικής θα διαδεχόταν τον πατέρα του, Χαφέζ Ασαντ, στην προεδρία, καθώς ο Μπασέλ, μεγαλύτερος αδελφός του Μπασάρ, προοριζόταν για αυτό τον ρόλο.
Αλλά μια ομιχλώδη ημέρα του 1994, ο Μπασέλ συνέτριψε τη Μερσεντές που οδηγούσε προς το αεροδρόμιο της Δαμασκού και έχασε τη ζωή του. Ακολούθως, ο Μπασάρ εκλήθη πίσω στη Συρία ως διάδοχος του πατέρα του και «εξελέγη» δεόντως ως πρόεδρος της Συρίας τον Ιούνιο του 2000, μετά τον θάνατο του πατέρα του.
Παντρεύτηκε την Ασμα μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας έξι μήνες αργότερα, την τελευταία ημέρα του έτους, παρότι δεν αποτελούσε τη δημοφιλέστερη επιλογή στους κόλπους της οικογένειας Ασαντ, που είναι Αλαουίτες μουσουλμάνοι – καθώς δεν ήταν μόνο σουνίτισσα, αλλά και μια φιλελεύθερη, ανεξάρτητη γυναίκα, μεγαλωμένη στη Δύση.
Για τρεις μήνες, η Ασμα ταξίδεψε ινκόγκνιτο σε μια χώρα που μετά βίας γνώριζε, μαθαίνοντας για τον πολιτισμό, τις παραδόσεις και τα προβλήματά της. Σύντομα ασπάστηκε την προοδευτική ιδεολογία, ενώ με τον σύζυγό της επέλεξαν αρχικά να ζήσουν σε ένα διαμέρισμα της Δαμασκού, αντί για το προεδρικό παλάτι. Εστειλαν τα τρία παιδιά τους, Χαφέζ, Ζεΐν και Καρίμ, σε ένα κοντινό μοντεσοριανό σχολείο και έκαναν βόλτες σε κοσμικά στέκια της Δαμασκού.
Η οικογένεια του Ασαντ έβλεπε με καχυποψία την αυξανόμενη δημοτικότητά της, αλλά τη θεωρούσε χρήσιμη στο πλευρό του νέου προέδρου. Ο Μπασάρ επιδίωκε να βελτιώσει τη διεθνή εικόνα της Συρίας μετά τη βάναυση δικτατορία του πατέρα του και η νεαρή, μορφωμένη, λαμπερή σύζυγός του –στον αντίποδα της τυπικής συζύγου ενός άραβα ηγέτη με το καλυμμένο πρόσωπο – ήταν η ιδανική αρωγός στις προσπάθειές του.
Το Πρώτο Ζεύγος της Συρίας έγινε δεκτό από τον τότε γάλλο πρόεδρο, Ζακ Σιράκ, στα ανάκτορα των Ηλυσίων το 2001, από τη Βασίλισσα Ελισάβετ στα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ το 2002, και από τον Βασιλιά και τη Βασίλισσα της Ισπανίας το 2004. Γοήτευσαν τους διεθνείς ηγέτες την κηδεία του πάπα Ιωάννη-Παύλου Β’ το 2005, και γνωρίστηκαν με διεθνείς αστέρες όπως ο Στινγκ, ο Μπραντ Πιτ και η Αντζελίνα Τζολί στη Δαμασκό.
Δυτικά έντυπα όπως η βρετανική Sun και το γαλλικό Paris Match της πρόσφεραν κολακευτικούς χαρακτηρισμούς, όπως «η σέξι Βρετανίδα που βγάζει τη Συρία από το πολιτικό ψύχος» και «ένα φωτεινό πρόσωπο σε μια σκιώδη χώρα», ενώ, λίγες ημέρες πριν ξεσπάσει η συριακή επανάσταση τον Μάρτιο του 2011, ένα άρθρο της Vogue με τίτλο «Ενα τριαντάφυλλο στην έρημο», την αποκαλούσε ως την «πιο φρέσκια και μαγνητική Πρώτη Κυρία» της εποχής.
Στην πραγματικότητα, η κοινωνική, πολιτική και οικονομική φιλελευθεροποίηση που υποτίθεται ότι εισήγαγε ο Μπασάρ ήταν μια ψευδαίσθηση, καλλιεργημένη από δυτικές εταιρείες δημοσίων σχέσεων. Ο ηγέτης της Συρίας είχε, για παράδειγμα, υποστηρίξει τη σουνιτική εξέγερση κατά των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής στο Ιράκ στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ενώ θεωρείται και ο υποκινητής της δολοφονίας του πρώην πρωθυπουργού του Λιβάνου, Ραφίκ Χαρίρι, το 2005.
Αλλά η εξέγερση του 2011 εξέθεσε την αποκαλούμενη «Ανοιξη της Δαμασκού» ως απάτη. Ξεκίνησε όταν οι τοπικές δυνάμεις ασφαλείας ξυλοκόπησαν και βασάνισαν δεκαπέντε αγόρια στην πόλη Ντεράα, επειδή ζωγράφιζαν γκράφιτι κατά του καθεστώτος σε έναν τοίχο – και στη συνέχεια κατέστειλαν βίαια μια διαμαρτυρία που ακολούθησε στους δρόμους της πόλης. Οι διαμαρτυρίες εξαπλώθηκαν, το καθεστώς επιχείρησε να τις συντρίψει και η χώρα βυθίστηκε στον εμφύλιο πόλεμο.
Τα επόμενα 13 χρόνια, σχεδόν 600.000 Σύροι σκοτώθηκαν και έξι εκατομμύρια αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη χώρα. Ο Ασαντ φυλάκισε και βασάνισε δεκάδες χιλιάδες πολίτες, ενώ χρησιμοποίησε χημικά όπλα, πυραύλους Σκουντ και θανατηφόρες βόμβες εναντίον των συμπολιτών του. Το καθεστώς σκόπιμα στόχευε νοσοκομεία, τζαμιά, αρτοποιεία και άλλα μέρη όπου συγκεντρώνονταν απλοί πολίτες, καθώς αμέτρητες πόλεις και χωριά μετατρέπονταν σε ερείπια.
Η Ασμα παρέμεινε σιωπηλή, αποφεύγοντας τα μέσα ενημέρωσης, τις συνεντεύξεις και τις ομιλίες. Κάποιοι θεωρούσαν ότι βρισκόταν σε φάση άρνησης, εξαπατημένη από τους επανειλημμένους ισχυρισμούς του καθεστώτος ότι οι αντάρτες ήταν τρομοκράτες-τζιχαντιστές, υποκινούμενοι από ξένες δυνάμεις. Κάποιο άλλοι, έκριναν ότι ίσως ήταν ντε φάκτο αιχμάλωτη του καθεστώτος του συζύγου της – αναγκασμένη σε σιωπή και απαγόρευση φυγής από τη χώρα μαζί με τα τρία παιδιά της.
Οι εκτιμήσεις αυτές διαψεύσθηκαν δέκα μήνες μετά την έναρξη των συγκρούσεων, όταν εμφανίστηκε στο πλευρό του συζύγου της σε μια συγκέντρωση στη Δαμασκό, εκδηλώνοντας σιωπηρά την υποστήριξή της. Δύο μήνες αργότερα, ακτιβιστές της αντιπολίτευσης υπέκλεψαν email των Ασαντ, σύμφωνα με τα οποία την ώρα που η χώρα καιγόταν, η Ασμα αγόραζε κρυφά ακριβούς πίνακες ζωγραφικής, έπιπλα, κοσμήματα και υποδήματα από μεσάζοντες σε Λονδίνο και Παρίσι.
Σε ένα email, έγραφε στον σύζυγό της: «Αν σταθούμε δυνατοί μαζί, θα τα ξεπεράσουμε όλα μαζί. Σ’ αγαπώ». Εμφανιζόταν γοητευμένη από την εξουσία και την πολυτέλεια – η οποία αποκαλύφθηκε όταν το πολυτελές παλάτι του Ασαντ στη Δαμασκό λεηλατήθηκε από πανηγυρίζοντες πολίτες της Συρίας την περασμένη εβδομάδα.
Η ίδια δέσμη ηλεκτρονικής αλληλογραφίας αποκάλυψε ότι ο πατέρας της Ασμα συμβούλευε τον γαμπρό του πώς να χειραγωγεί τα δυτικά μέσα ενημέρωσης στη διάρκεια των επιχειρήσεων καταστολής. Μαζικές διαδηλώσεις άρχισαν να οργανώνονται έξω από το σπίτι του καρδιολόγου στο Ακτον, με ακτιβιστές να πετούν μπογιές, γκρεμίζοντας τον τοίχο του κήπου και καταστρέφοντας τα παράθυρά του.
Με την πάροδο των ετών και την κλιμάκωση των συγκρούσεων, η Ασμα στήριζε όλο και πιο ενεργά το καθεστώς του συζύγου της. Δημοσίευε φωτογραφίες της με οικογένειες σύρων στρατιωτών στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, έδινε συνεντεύξεις μόνο σε ρωσικά μέσα ενημέρωσης και ισχυριζόταν ότι της είχε προσφερθεί άσυλο στο εξωτερικό, το οποίο είχε απορρίψει κατηγορηματικά. Με αυτές τις κινήσεις εδραίωνε τη δύναμή της εντός του καθεστώτος.
Καθώς το προσωπείο της κατέρρεε, η Ευρωπαϊκή Ενωση της επέβαλε ταξιδιωτική απαγόρευση και πάγωσε τα περιουσιακά της στοιχεία. Το 2020 οι ΗΠΑ της επέβαλαν κυρώσεις λόγω «συσσώρευσης παράνομων κερδών σε βάρος του συριακού λαού», ενώ κατήγγειλαν και τις «επονομαζόμενες φιλανθρωπίες» της ως «μέσο εδραίωσης της οικονομικής και πολιτικής της εξουσίας».
Το 2018 διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού. Τον επόμενο χρόνο ανακοίνωσε ότι είχε θεραπευτεί, αλλά τον περασμένο Μάιο διαγνώστηκε με οξεία μυελογενή λευχαιμία – μια επιθετική μορφή καρκίνου του μυελού των οστών και του αίματος. Ακολούθησε η ανατροπή του 54ετούς καθεστώτος Ασαντ από έναν συνασπισμό ανταρτών υπό την ηγεσία των ισλαμιστών, και έτσι η ζωή που επέλεξε η Ασμα κατέρρευσε σε λιγότερο από μιάμιση εβδομάδα.
Ουδείς γνωρίζει τις προθέσεις της μετά την εξορία της στη Μόσχα. Η βρετανική κυβέρνηση αρνείται να σχολιάσει δημοσίως τη στάση της σε περίπτωση που η Ασμα επιλέξει να επιστρέψει. Το πατρικό της σπίτι στο Ακτον είναι άδειο και οι γείτονες λένε ότι οι γονείς της πηγαινοέρχονταν στη Συρία κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η μητέρα της παραμένει εξαφανισμένη από την εποχή της πανδημίας, ενώ ο πατέρας της έφυγε από το σπίτι μετά την ανατροπή του καθεστώτος στη Συρία.
Σύμφωνα με την Telegraph, ούτε οι εξαφανισμένοι γονείς της, ούτε η ίδια η Ασμα είναι πλέον ευπρόσδεκτοι στο Λονδίνο. Πολλοί σύροι πρόσφυγες ζουν στη γειτονιά της, και η οικογένεια λέγεται ότι είχε τεταμένες σχέσεις με τους γείτονές της –οι οποίοι έχουν συγγενείς που έχουν βασανιστεί και θανατωθεί στη χώρα– ακόμη και πριν χάσουν την προστασία των ισχυρών συγγενών τους στη Δαμασκό.
Ακολουθήστε το Protagon στο Google News