Το πρωί της Τρίτης 7 Ιουνίου, στα 49 του χρόνια, ο Νίκος Τριανταφυλλίδης έφυγε από αυτή τη ζωή που αγαπούσε να μισεί | Gagarin
Επικαιρότητα

Αποχαιρετισμός στον ατίθασο Νίκο Τριανταφυλλίδη

Ηταν μόλις 49 ετών, μορφή εμβληματική του ελληνικού κινηματογράφου αλλά και της μουσικής σκηνής χάρη στο Gagarin που ίδρυσε. Ο θάνατός του το απόγευμα της Δευτέρας 6 Ιουνίου προκάλεσε κύματα συγκίνησης σε ένα μεγάλο, πολυσυλλεκτικό κοινό
Ματούλα Κουστένη

Είχε δικούς του κανόνες, φιλοσοφία που δεν πρόδιδε, φίλους καρδιακούς και αγάπη που μοίραζε ανάμεσα σε δύο τέχνες: τον κινηματογράφο και την μουσική.  Βουτούσε στο ροκ πάντα με την ίδια λαχτάρα, έδινε ζωή στην ποίηση, είχε πάντοτε σε περίοπτη θέση τον Νικ Κέιβ, τον Ελβις Κοστέλο και τον Σινάτρα, δάσκαλό του τον Νίκο Νικολαΐδη.

Κάπνιζε αρειμανίως, υπερασπιζόταν το καλτ και την Φωκίωνος Νέγρη, παθιαζόταν με τον ΠΑΟΚ και λαχταρούσε τη στιγμή που θα ολοκλήρωνε το ντοκιμαντέρ για τα 90χρονα της ομάδας του. Και τα τελευταία χρόνια είχε δώσει το όνομα Λώρα στην απόλυτη ευτυχία: την πιτσιρίκα κόρη του.

Πολλά δεν πρόλαβε να κάνει από αυτά που είχε στο ατίθασο μυαλό του ο σκηνοθέτης, παραγωγός ταινιών και συναυλιών Νίκος Τριανταφυλλίδης, γιατί το απόγευμα της Δευτέρας 6 Ιουνίου, στα 49 του χρόνια, έφυγε από αυτή τη ζωή που αγαπούσε να μισεί.

Τον έβλεπες να τριγυρνά στο χώρο που δημιούργησε το Gagarin της Λιοσίων, να μεθά με την μουσική σαν πρωτάρης, να ζει στα άκρα σαν τους παιδικούς του ήρωες, να στήνει στα καμαρίνια ατελείωτες παθιασμένες συζητήσεις, να αυτολογοκρίνεται με μια αταίριαστη για την εποχή σεμνότητα, να αναζητά την ανιδιοτέλεια, να αποθεώνει τα αγαπημένα του «Στέκια» (το «AuRevoir», η «Παράγκα του Σίμου», το «Φιλολογικό Καφενείο», το Μπαρ Κονσομανσιόν,  η Τρούμπα), όπως έκανε μέσα από την ομώνυμη σειρά ντοκιμαντέρ (ΝΕΡΙΤ) όπου  μέσα από ουσιαστικές αναφορές στον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία, τα εικαστικά, τη μουσική, κατέγραψε με την κάμερά του τη μνήμη του αστικού τοπίου και την τέχνη της καθημερινής ζωής.

Απέναντί του σε αυτά τα 49 χρόνια είχε τους ίδιους «εχθρούς»: το στρες, την «κατάρα» του ροκ εν ρολ, αλλά και του Ντοστογιέφσκι που αγαπούσε, τις αγωνίες μιας δουλειάς που ποτέ δεν κοίταξε με την ματιά του στυγνού επαγγελματία, τις αποτυχίες ενός ονειροπόλου, το μεγάλο σιωπηλό αγώνα των τελευταίων εννέα μηνών με το φάντασμα του καρκίνου.

Γιος του Χάρρυ Κλυνν (Βασίλη Τριανταφυλλίδη) και της χορεύτριας Χαρίκλειας Μακρή ο Νίκος γεννήθηκε στο Σικάγο στις 9 Σεπτεμβρίου 1966 και το 1971 εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα. Σπούδασε κοινωνιολογία και επικοινωνία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Αθηνών και το διάστημα 1990-1992 συνέχισε τις σπουδές του στην Διεθνή Σχολή Κινηματογράφου του Λονδίνου. Στην ίδια πόλη (στα πλαίσια της πρακτικής του) δοκίμασε να ετοιμάσει το πρώτο μικρού μήκους ντοκιμαντέρ του με τίτλο «Momus: Amongst Women Only».

Συχνά αισθανόσουν πως δεν μπορούσε σε ό,τι έκανε να διαχωρίσει την αγάπη του για τον κινηματογράφο από αυτήν για την μουσική. Φρόντιζε πάντα με κάποιο μαγικό τρόπο να τα δένει. Εξ‘ ου και τα σάουντρακ των ταινιών του ήταν ψαγμένα κι έργα τέχνης από μόνα τους. Στην πτυχιακή του ταινία «Dogs Licking My Heart» («Τα σκυλιά γλείφουν την καρδιά μου») ζήτησε για πρωταγωνιστές τον Παναγιώτη Θανασούλη και τον τζαζίστα-συνιδρυτή των Tuxedomoon Μπλέιν Ρέινινγκερ και κέρδισε το Πρώτο Βραβείο Μυθοπλασίας στο 7ο Φεστιβάλ Ελληνικών Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας το 1993.

Ηταν την ίδια χρονιά που σκηνοθέτησε το εμβληματικό ασπρόμαυρο βιντεοκλίπ του κομματιού «Δε χωράς πουθενά» με το οποίο οι Τρύπες σάρωναν εκείνο το διάστημα. Το 1995 μας παρουσίασε την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία. Είχε τίτλο «Ράδιο Μόσχα» (με τους Σβετλάνα Πανκράτοβα, Χάρρυ Κλυνν, Μπλέιν Ρέινινγκερ, Kώστα Γκουσγκούνη, Απόστολο Σουγκλάκο, Ντίνο Ηλιόπουλο) και ζούμαρε στην ιστορία μιας μία Ρωσίδας χορεύτριας που εργάζεται σε ελληνικό μπαρ και την οποία διεκδικούν αφεντικό και θαμώνες.

Ενα χρόνο μετά γύρισε για λογαριασμό της ΕΤ2 την τηλεταινία «Το Παλτό», μια ελεύθερη διασκευή του ομώνυμου διηγήματος του Νικολάι Γκόγκολ με τους Ντίνο Ηλιόπουλο και Βασίλη Διαμαντόπουλο στους ρόλους του πελάτη και του ράφτη αντίστοιχα. Το 1998 –πάλι για την ΕΤ2- παρουσιάζει το φροντισμένο ντοκιμαντέρ με τίτλο «No Tears» που αφορούσε το συγκρότημα Tuxedomoon και τα γυρίσματα έγιναν με αφορμή την επετειακή συναυλία του συγκροτήματος στο Θέατρο του Λυκαβηττού.

Παράλληλα ο Νίκος Τριανταφυλλίδης συνεργάστηκε με τον συγγραφέα Χρήστο Χωμενίδη για το σενάριο της ταινίας «Μαύρο Γάλα» όπου –μεταξύ άλλων-πρωταγωνιστούσαν οι Μιχαήλ Μαρμαρινός, Ιεροκλής Μιχαηλίδης,  Μαρίσα Τριανταφυλλίδου, Ρένος Χαραλαμπίδης, Μυρτώ Αλικάκη και οι συνήθεις ύποπτοι Μπλέιν Ρέινινγκερ και Κώστας Γκουσγκούνης. Η ταινία πρωτοπροβλήθηκε στο 40ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης αλλά δεν απέσπασε καμία διάκριση.

Ομως, ο Νίκος την ίδια χρονιά είχε βάλει μπρος το νέο του project: ήθελε να καλέσει στην Αθήνα για συναυλίες τον θρυλικό τραγουδιστή της μαύρης μουσικής Σκρίμιν Τζέι Χόκινς. Και πράγματι ο δύο βραδιές ήταν εξαιρετικά επιτυχημένες. Ωστόσο, ο  διάσημος μουσικός πέθανε αναπάντεχα από ανεύρυσμα δύο μήνες μετά και το ντοκιμαντέρ που είχε ξεκινήσει ο Νίκος Τριανταφυλλίδης (και το οποίο κατέγραφε την επίσκεψη του  στην Αθήνα), απέκτησε ιστορική σημασία αλλά έμεινε και ημιτελές. Εστω κι έτσι , προβλήθηκε σε διάφορες αίθουσες ανά τον κόσμο, απέσπασε το Πρώτο Βραβείο στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης και το Δεύτερο Κρατικό Βραβείο Ταινίας Τεκμηρίωσης στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στα πλαίσια των Κινηματογραφικών Βραβείων Ποιότητας του ΥΠΠΟ.

Το 2002 ίδρυσε την εταιρία παραγωγής Astra και εγκαινίασε το Gagarin, τον χώρο στην Λιοσίων που στέγαζε τα μουσικά του όνειρα. Με την ταινία «Οι Αισθηματίες» (Ιούνιος του 2014) ουσιαστικά αποχαιρέτησε τον κινηματογράφο. Οπως χαρακτηριστικά έλεγε τότε η πρωταγωνίστρια της ταινίας «Το πρώτο πράγμα που έκανε ο Θεός ήταν η αγάπη». Κι ο Νίκος που δεν πίστευε σε κανένα Θεό, σε ό,τι έφτιαχνε την αγάπη έβαζε πρώτη…