Ηταν σωστό που η Τσέλσι απέλυσε τον Τόμας Τούχελ τον περασμένο Σεπτέμβριο; Αν, όπως λένε, ένας προπονητής αξίζει όσο τα τελευταία του αποτελέσματα, ναι, ήταν.
Ηταν σωστό που η Τσέλσι απέλυσε τον Γκρέιαμ Πότερ το περασμένο Σαββατοκύριακο; Αν σκεφτεί κανείς πως οι «Μπλε», που δαπάνησαν πάνω από 600 εκατ. ευρώ για μεταγραφές, έχουν κατρακυλήσει στην 11η θέση της Πρέμιερ Λιγκ, ναι, ήταν και… παραήταν.
Αλλά μοιάζει διασκεδαστικά παράλογο να έχεις διώξει έναν προπονητή που το 2021 σε οδήγησε στην κατάκτηση του Τσάμπιονς Λιγκ, έναν άλλον που πριν από 7 μήνες σου κόστισε 24 εκατ. ευρώ (για να «σπάσει» το συμβόλαιο που τον δέσμευε), για να επιστρέψεις σε μια αποτυχημένη επιλογή.
Ο Φρανκ Λάμπαρντ έπιασε δουλειά στο Κόμπχαμ, το αθλητικό κέντρο της Τσέλσι, το απόγευμα της Πέμπτης. Αύριο (Σάββατο) θα κοουτσάρει την ομάδα στον εκτός έδρας αγώνα της εναντίον της Γουλβς. Θρύλος του κλαμπ, στο οποίο αγωνίστηκε επί 13 χρόνια, αρχηγός του όταν στέφθηκε για πρώτη φορά πρωταθλητής Ευρώπης (2012), κορυφαίος του σκόρερ όλων των εποχών, αλλά στην προηγούμενη θητεία του ως προπονητής του δεν κατάφερε τίποτα περισσότερο από το να δώσει ευκαιρίες σε νέα παιδιά: στον Ρις Τζέιμς, τον Μέισον Μάουντ, τον Τάμι Εϊμπραχαμ, τον Φικάγιο Τομόρι… Ο Ρόμαν Αμπράμοβιτς τον είχε απολύσει το 2020, έπειτα από ενάμισι χρόνο στη δουλειά, όταν είδε την Τσέλσι να έχει πέσει στην 9η θέση της βαθμολογίας.
Ο «Φράνκι», ο οποίος στις 23 του περασμένου Ιανουαρίου απολύθηκε από την Εβερτον (που τώρα παλεύει για να αποφύγει τον υποβιβασμό), προορίζεται για μεταβατικός προπονητής. Το σχέδιο είναι, μετά το καλοκαίρι να αναλάβει κάποιος άλλος, ως μόνιμος πλέον. Εκτός αν…
Εκτός αν το ίδιο θαύμα μπορεί να επαναληφθεί από την ίδια ομάδα. Το πρώτο της Τσάμπιονς Λιγκ, πριν από 11 χρόνια, η Τσέλσι το είχε κατακτήσει με έναν άλλον πρώην παίκτη της να την καθοδηγεί ως υπηρεσιακός προπονητής. Ηταν ο Ρομπέρτο ντι Ματέο, ο οποίος τη σεζόν 2011-2012 εργαζόταν ως βοηθός του Αντρέ Βίλας-Μπόας. Οταν ο πορτογάλος τεχνικός απολύθηκε, δυόμισι μήνες πριν από τον μεγάλο ευρωπαϊκό τελικό, ο ιταλοελβετός πήρε (προσωρινά) τη θέση του, για να γράψει μια από τις πολλές υπέροχες ιστορίες που έχει να διηγηθεί το ποδόσφαιρο. Εκτός από την Κούπα, ο Ντι Ματέο είχε φέρει στο Στάμφορντ Μπριτζ εκείνη τη χρονιά και το Κύπελλο Αγγλίας.
Ο νέος ιδιοκτήτης της Τσέλσι, Τοντ Μπόελι, μπορεί να μη γνωρίζει καν αυτή τη «λεπτομέρεια». Διάλεξε τον Λάμπαρντ για να κερδίσει χρόνο μέχρι να δει τι θα κάνει, γνωρίζοντας πόσο τον αγαπούν οι οπαδοί της ομάδας. Είναι πολύ πιθανό αυτή τη στιγμή να ήταν η μόνη του λύση. Σε κάθε περίπτωση, η πρόκριση της Τσέλσι στο προσεχές Τσάμπιονς Λιγκ φαντάζει ακατόρθωτη.
Από την αρχή της σεζόν μέχρι σήμερα στην Πρέμιερ Λιγκ έχουν απολυθεί 12 προπονητές. Μια ντουζίνα. Το ρεκόρ ήταν 10. Αν αθροίσουμε και τις απολύσεις στην Πρέμιερσιπ, από τον περασμένο Ιούνιο, ο αριθμός ανεβαίνει στις 28. Σύμφωνα με τους Times, ο χρόνος «επιβίωσης» ενός προπονητή στο αγγλικό ποδόσφαιρο των ’60s ήταν, κατά μέσον όρο, τα πέντε έτη. Μετά το 2020 είναι ένα έτος και 19 μέρες. Εφέτος, 18 μήνες.
Οι μακροβιότεροι αυτή τη στιγμή στην Αγγλία είναι ο Γίργκεν Κλοπ (επτά χρόνια και 180 μέρες) και ο Πεπ Γκουαρντιόλα (έξι χρόνια και 277 μέρες). «Είμαι ο τελευταίος επιζών», σχολίασε με το χιούμορ που τον χαρακτηρίζει ο Γερμανός, τονίζοντας πως αν αυτή ήταν η πρώτη του σεζόν στη Λίβερπουλ θα είχε απολυθεί.
Οι Αγγλοι συνήθιζαν να γελούν με τους «θερμοκέφαλους» ποδοσφαιρικούς παράγοντες της Ισπανίας και της Ιταλίας, που φημίζονταν για την ανυπομονησία τους απέναντι στους προπονητές. Τώρα, παρατηρούν οι Times, είναι οι παράγοντες των αγγλικών συλλόγων αυτοί που μοιάζουν με κακομαθημένα πλουσιόπαιδα του ποδοσφαίρου: έχουν την οικονομική δυνατότητα να προσλαμβάνουν τους καλύτερους τεχνικούς στον Κόσμο, για να τους απολύσουν στην πρώτη αναποδιά.
Δυσκολεύονται να κατανοήσουν την αξία της σταθερότητας σε μια ομάδα. Πως για να φανεί η δουλειά ενός προπονητή θα πρέπει να περάσουν τουλάχιστον δύο χρόνια, σύμφωνα με την κυρίαρχη άποψη. Συχνά, μάλιστα, απολύουν τους προπονητές επειδή κάνουν… αυτό για το οποίο τους επέλεξαν. Ο Κάρλο Αντσελότι, προπονητής της Ρεάλ Μαδρίτης σήμερα, είχε πει κάποτε: «Με προσλαμβάνουν επειδή είμαι χαμηλών τόνων και έπειτα με διώχνουν γιατί… παραείμαι ήρεμος».
Πώς έφτασε αυτή η «τρέλα» και στο Νησί; Φταίνε τα νέα οικονομικά δεδομένα που υπάρχουν στο αγγλικό ποδόσφαιρο, απαντούν οι ειδικοί. Είναι τεράστια τα ποσά που χάνουν οι σύλλογοι αν υποβιβαστούν – και εφέτος έχουν εμπλακεί στη μάχη για τη σωτηρία εννέα ομάδες. Το ίδιο αυξημένος είναι ο ανταγωνισμός και στην κορυφή της βαθμολογίας, όπου η αποτυχία μιας ομάδας που συμμετέχει «μονίμως» στο Τσάμπιονς Λιγκ να κερδίσει τη θέση της στη διοργάνωση ισοδυναμεί με οικονομική καταστροφή. Πάνω απ’ όλα, η νοοτροπία των αγγλικών συλλόγων έχει αλλάξει επειδή οι περισσότεροι πλέον δεν είναι… αγγλικοί. Και γιατί οι ξένοι ιδιοκτήτες τους είναι, κατά βάση, επιχειρηματίες. Οταν δεν «πιάνουν» τους στόχους, θεωρούν φυσικό να διώξουν τον μάνατζερ.
Θα υπάρξει και συνέχεια, προβλέπουν τα βρετανικά media. Ο Ντέιβιντ Μόγιες της Γουέστ Χαμ φαίνεται να είναι ο πιο αδύναμος κρίκος. Το γνωρίζει και έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα. Οπως, άλλωστε, οι περισσότεροι συνάδελφοί του σε όλον τον Κόσμο. Διότι για έναν προπονητή μόνο τρεις βεβαιότητες υπάρχουν: ο θάνατος, η Εφορία και η απόλυση.