Σαράντα χρόνων έγινε το φιλμ «Αποκάλυψη τώρα» – έτσι δεν είναι;
Αμ δε που είναι! – έτσι τουλάχιστον λέει ο Τζέραρντ Τζίλμπερτ της βρετανικής εφημερίδας Independent λογαριάζοντας ότι από τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών (1979) μέχρι σήμερα η διάσημη ταινία του Φράνσις Φορντ Κόπολα σαραντάρισε στην… παραγωγή, αφού το αρχικό υλικό υπέστη πολλές αλλαγές. (Η τρίτη και κατά τα φαινόμενα τελευταία βερσιόν –καθότι ο σκηνοθέτης είναι μεν πείσμων αλλά έχει πατήσει τα ογδόντα- είναι εμπλουτισμένη σε βία, φέρει τον χαρακτηρισμό «final cut» και προβλήθηκε πρόσφατα σε νεοϋορκέζικο φεστιβάλ.)
Το συνεχές νταραβέρι με το περιεχόμενο της ταινίας προβληματίζει τον αρθρογράφο: ο σκηνοθέτης ήξερε άραγε τι ήθελε να πει -τότε, στα γυρίσματα μέσα στη ζούγκλα των Φιλιππίνων- και, εφόσον ήξερε τι ήθελε να πει, ποιος και γιατί τον εμπόδισε. Αλλιώς γιατί έγιναν ξανά και ξανά τόσες προσθήκες.
Πάντως κρίνει το έργο «στο σύνολό του πρωτότυπο και επικό δείγμα φιλμ» και μελαγχολικά αποφαίνεται ότι «στην εποχή των Netflix και CGI μάλλον δεν θα το δούμε ξανά».
Ο επί της ουσίας προβληματισμός του Τζίλμπερτ αφορά το «είναι» του φιλμ. Είναι ουσιαστικά αντιπολεμικό ή απλώς ανήκει στη χολιγουντιανή κατηγορία «πολεμικές ταινίες» – και ακόμη χειρότερα: μήπως είναι φιλμ που προπαγανδίζει τον πόλεμο, όπως λένε κάποιοι; Και οι Βιετναμέζοι; Πού είναι οι Βιετναμέζοι;
«Είναι εντελώς μονόπλευρη ματιά στην αμερικανική εμπειρία του Βιετνάμ» γράφει. «Η ταινία έφθασε να ορίσει την εικόνα μας για τον πόλεμο» στον οποίο «σκοτώθηκαν περισσότεροι από δύο εκατομμύρια Βιετναμέζοι και 58.000 Αμερικανοί». (Ο αναγνώστης θα μπορούσε να προσθέσει στον κατάλογο των ρητορικών ερωτημάτων: «Πού είναι ο Ψυχρός Πόλεμος; Οι Κινέζοι; Οι Σοβιετικοί; Οι Κουβανοί;»)
Ο αρθρογράφος θυμίζει την ενόχληση που είχε προκαλέσει στις Κάννες μία αποστροφή του λόγου του Κόπολα στη συνέντευξη Τύπου: «Η ταινία μου δεν αφορά το Βιετνάμ, είναι το Βιετνάμ». Θυμίζει επίσης το λίγο-πολύ γνωστό ιστορικό των κακοτυχιών που έπληξαν την παραγωγή στα γυρίσματα, την καταστροφή του εξοπλισμού και του σκηνικού από τροπικό τυφώνα, τις εκκεντρικότητες του υπέρβαρου Μάρλον Μπράντο, τη νευρική κατάρρευση του σκηνοθέτη.
Ο Τζίλμπερτ θυμάται και τη δική του εμπειρία, όταν είδε πρώτη φορά το φιλμ στα φοιτητικά του χρόνια αλλά και την επόμενη φορά, ύστερα από πολλά χρόνια, όταν την παρακολούθησε από ένα DVD – εκείνη ήταν η εκδοχή redux του 2001, στο οποίο ο Coppola είχε προσθέσει ορισμένες κομμένες σκηνές. Θεωρεί πάντως ότι η εισαγωγική σκηνή με τα ελικόπτερα πάντα «προκαλεί δέος ενώ ακούγεται ο Τζιμ Μόρισον να τραγουδάει το τραγούδι ‘The End’».
Η πιο γνωστή σκηνή της ταινίας είναι κατά τον Τζίλμπερτ εκείνη με την ατάκα του συνταγματάρχη του αμερικανικού στρατού τον οποίο υποδύεται ο Ρόμπερτ Ντιβάλ: «Αγαπώ τη μυρωδιά του ναπάλμ το πρωί!» – ο αμερικανός αξιωματικός εκστόμισε αυτήν την πομπώδη φράση μαζί με τη διαταγή να καεί ένα βιετναμέζικο χωριό και το μοντάζ την αποθέωσε βάζοντας μουσική υπόκρουση την «Επέλαση των Βαλκυριών» του Βάγκνερ.
Ο Τζίλμπερτ στέκεται και στο πολιτικό προφίλ του σεναριογράφου Τζον Μίλιους, του «σούπερ αντιδραστικού που έδωσε στον κόσμο τον Dirty Harry». (Dirty Harry ονομάστηκαν μερικές ταινίες αστυνομικής δράσης, νωρίς στη δεκαετία του ’70, με πρωταγωνιστή έναν σκληρό έως αιμοβόρο αστυνομικό τον οποίο έπαιξε πειστικά –και πιθανώς με πάθος– ο εξαιρετικός ηθοποιός αλλά και φανατικός Ρεπουμπλικανός Κλιντ Ιστγουντ.)
Αναφορικά με την αντιπολεμική χροιά μιας πολεμικής ταινίας, ο Τζίλμπερτ παρατηρεί ευφυώς ότι η παραπάνω σκηνή της «Αποκάλυψης» χρησιμοποιήθηκε στον Πόλεμο του Ιράκ για να «ντοπάρει» τους πεζοναύτες πριν από τη μάχη της Φαλούτζα το 2004. «Τότε η ζωή μιμήθηκε την τέχνη» γράφει. Κατόπιν ο σκηνοθέτης Σαμ Μέντες, στην ταινία του «Jarhead», ήταν ο καλλιτέχνης ο οποίος «μιμήθηκε τη ζωή που μιμήθηκε την τέχνη».
Κλείνοντας το σημείωμά του, ο αρθρογράφος επικεντρώνεται στο πρόσωπο του σκηνοθέτη αλλά υπονοώντας το έργο του μάλλον: «Μετά τα γυρίσματα στις Φιλιππίνες ο Κόπολα δεν ήταν ο ίδιος»…
(Το πλήρες κείμενο της βρετανικής εφημερίδας εδώ.)