Τους μήνες που προηγήθηκαν της δολοφονίας του Μπόρις Νεμτσόφ το 2015, ο ηγέτης της ρωσικής αντιπολίτευσης βρισκόταν υπό στενή παρακολούθηση από την ίδια ομάδα δολοφόνων των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών (FSB), που παρακολουθούσε τους ρώσους αντιφρονούντες Βλαντίμιρ Καρά-Μουρζά, Ντμίτρι Μπίκοφ και Αλεξέι Ναβάλνι, πριν από τις δολοφονικές απόπειρες εναντίον τους με δηλητήριο.
Ο Μπόρις Νεμτσόφ, αντιπρόεδρος της κυβέρνησης του Μπόρις Γέλτσιν, θεωρείτο πιθανός διάδοχός του, πριν από τον αιφνιδιαστικό διορισμό του Βλαντίμιρ Πούτιν στην προεδρία τον Δεκέμβριο του 1999, για να εξελιχθεί σε σφοδρό επικριτή του ρώσου προέδρου και του καθεστώτος του, καταγγέλλοντάς τους για διαφθορά.
Ο Νεμτσόφ ζητούσε την επιβολή διεθνών κυρώσεων κατά της ρωσικής ηγεσίας, είχε αντιταχθεί στον πόλεμο στο Ντονμπάς και στην προσάρτηση της Κριμαίας και είχε ζητήσει ανεξάρτητη έρευνα για την κατάρριψη του αεροσκάφους της Malaysian Airlines στην ελεγχόμενη από τις δυνάμεις των φιλορώσων αυτονονομιστών ανατολική Ουκρανία.
Η έρευνα των Bellingcat (ολλανδική ερευνητική ομάδα δημοσιογράφων), The Insider και BBC βασίσθηκε σε αρχείο κρατήσεων θέσεων σε τρένα και αεροπλάνα, που κρατούσαν οι ρωσικές μυστικές υπηρεσίες, το οποίο καταγράφει τις κινήσεις των προσώπων που παρακολουθούνται από την FSB και τις κινήσεις των μυστικών πρακτόρων που τους παρακολουθούν.
Τα αποτελέσματα της έρευνας έδειξαν ότι, επί 10 μήνες πριν από τη δολοφονία του, ο Νεμτσόφ παρακολουθείτο στις μετακινήσεις του από το Δεύτερο Γραφείο της FSB, της διαδόχου της σοβιετικής KGB.
Οι πράκτορες σταμάτησαν να τον παρακολουθούν μόλις λίγες ημέρες πριν από τη δολοφονία του με σφαίρες, στη σκιά του Κρεμλίνου, στις 27 Φεβρουαρίου 2015.
Οι αρχές φρόντισαν να «φορτώσουν» τότε τη δολοφονία σε τσετσένο πρώην πράκτορα του περιβάλλοντος του Ραμζάν Καντίροφ, του ισχυρού άνδρα της Τσετσενίας, τον Ζαούρ Νταντάγεφ, ο οποίος καταδικάσθηκε από στρατοδικείο για τη δολοφονία του Μπόρις Νεμτσόφ, για να δηλώσει ότι η ομολογία του αποσπάσθηκε με τη χρήση βίας. Οργανώσεις υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχαν καταγγείλει τότε ότι ο Τσετσένος είχε ομολογήσει τη δολοφονία υπό το κράτος βασανιστηρίων.
Πάντως, ούτε κατά την επίσημη έρευνα ούτε κατά τη δίκη διαπιστώθηκε το κίνητρο της δολοφονίας, ούτε βρέθηκε το πρόσωπο που διέταξε την εξόντωση του ρώσου αντιφρονούντος.
Η έρευνα έδειξε ότι, μήνες πριν την δολοφονία, το απόσπασμα του FSB παρακολουθούσε τον Μπόρις Νεμτσόφ σε όλες τις μετακινήσεις του στη Ρωσία και συγκεκριμένα κατά το διάστημα ανάμεσα στον Μάιο 2014 και τον Φεβρουάριο 2015.
Η παρακολούθηση γινόταν κατά το πρότυπο της παρακολούθησης άλλων προσωπικοτήτων της ρωσικής αντιπολίτευσης πριν πέσουν θύματα δηλητηρίασης: η ομάδα έφθανε λίγες ώρες ή την προηγουμένη της άφιξης του στόχου τους και αναχωρούσε λίγο πριν ή λίγο μετά την αναχώρησή του.
Κατά τη διάρκεια του τελευταίου ταξιδιού του Νεμτσόφ στην πόλη Γιαροσλάβ, όπου ήταν μέλος του δημοτικού συμβουλίου, οι πράκτορες των ρωσικών μυστικών υπηρεσιών δεν τον είχαν παρακολουθήσει, σύμφωνα με την έρευνα. Λίγες ημέρες αργότερα, δολοφονήθηκε στο κέντρο της Μόσχας.