Την πόρτα της εξόδου των φυλακών πέρασε το μεσημέρι της Δευτέρας ο καταδικασθείς σε 12ετή κάθειρξη για δύο βιασμούς ανηλίκων, Δημήτρης Λιγνάδης, καθώς στην τελική του απόφαση το Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών έδωσε αναστέλλουσα δύναμη στην έφεση, αφήνοντας τον ελεύθερο με περιοριστικούς όρους και εγγύηση 30.000 ευρώ.
«Ενάμιση χρόνο παίζανε μόνοι τους μπάλα, τώρα δικαιούμαι να μιλάω κι εγώ» δήλωσε έξω από τις φυλακές Κορυδαλλού ο σκηνοθέτης, που μετά την καταδίκη του σε 12 χρόνια κάθειρξη για βιασμούς δύο ανηλίκων, του χορηγήθηκε αναστολή στην εκτέλεση της ποινής μέχρι το Εφετείο.
Μέχρι τη δίκη του σε δεύτερο βαθμό, ο Δημήτρης Λιγνάδης θα πρέπει να δίνει το «παρών» τρεις φορές το μήνα στο αστυνομικό τμήμα, ενώ του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη χώρα.
Η απόφαση για τη χορήγηση ανασταλτικού αποτελέσματος στην έφεση ελήφθη κατά πλειοψηφία. Η πρόεδρος, μία σύνεδρος και δύο ένορκοι (ένας άνδρας και μία γυναίκα) τάχθηκαν υπέρ του να αφεθεί ελεύθερος με περιοριστικούς όρους ο καταδικασθείς, ενώ η έτερη σύνεδρος και δύο γυναίκες ένορκοι εκτίμησαν ότι ο άλλοτε επικεφαλής του Εθνικού Θεάτρου θα πρέπει να εκτίσει την ποινή του μέχρι το Εφετείο.
Κλείνοντας, η πρόεδρος του δικαστηρίου ανακοίνωσε ότι διαβιβάζονται στην Εισαγγελία οι μηνύσεις που έχει υποβάλει ο Δημήτρης Λιγνάδης σε βάρος των καταγγελλόντων και άλλων μαρτύρων, τους οποίους κατηγορεί για ψευδή κατάθεση.
Επιπρόσθετα, η Εισαγγελία καλείται να διερευνήσει εάν έχει πλαστογραφηθεί η υπογραφή ενός εκ των καταγγελλόντων, σε εξουσιοδότηση που προσκομίστηκε στη δίκη από τον δικηγόρο του.
Στον Δημήτρη Λιγνάδη δεν επεστράφησαν τέλος το κινητό του τηλέφωνο και ο φορητός ηλεκτρονικός υπολογιστής που είχαν κατασχεθεί, ενώ αφαιρέθηκε ο χρόνος που παρέμεινε προφυλακισμένος από την ποινή που του επιβλήθηκε.
Η απόφαση προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων εντός και εκτός της δικαστικής αίθουσας. Αίσθηση προκάλεσε η δήλωση του εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ, Νάσου Ηλιόπουλου, και η σπουδή του να κατηγορήσει ευθέως τον ίδιο τον Πρωθυπουργό και την υπουργό Πολιτισμού για «κουκούλωμα» της υπόθεσης, κλείνοντας με τη λέξη «ντροπή».
Η δήλωση του Νάσου Ηλιόπουλου
«Από σήμερα ο άνθρωπος που καταδικάστηκε σε ποινή 12 ετών για τον βιασμό ανηλίκων, θα κυκλοφορεί ελεύθερος με απόφαση της Δικαιοσύνης. Όταν άρχισαν οι αποκαλύψεις, ο κ. Μητσοτάκης και η κα Μενδώνη επί είκοσι ημέρες προσπαθούσαν να “κουκουλώσουν” την υπόθεση δημιουργώντας μια ευνοϊκή περιρρέουσα ατμόσφαιρα για τον βιαστή και τότε καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου Δημήτρη Λιγνάδη, την ίδια ώρα που στοχοποιήθηκαν τα θύματα που είχαν το σθένος να μιλήσουν. Η ατμόσφαιρα αυτή αποτυπώθηκε και σήμερα στην απόφαση του δικαστηρίου. Το μόνο που μπορεί να πει κανείς είναι ντροπή».
Αμεση ήταν η απάντηση από τον κυβερνητικό εκπρόσωπο, Γιάννη Οικονόμου: «Μόνο ένα κόμμα -είπε- που έχει αποφασίσει να πορευτεί μέσα στο βούρκο και την αθλιότητα, θα επιχειρούσε να μετατρέψει σε αντικείμενο χυδαίας κομματικής εκμετάλλευσης μια δικαστική απόφαση, για υπόθεση βιασμού».
Ο εκπρόσωπος χαρακτήρισε «άθλια συκοφαντία» και «ορισμό της τοξικότητας, που συνιστά δολοφονία χαρακτήρων και υπονόμευση των θεσμών», την απόπειρα του κ. Ηλιόπουλου να «χρεώσει» την απόφαση του ΜΟΔ στον Πρωθυπουργό και την υπουργό Πολιτισμού και κάνοντας λόγο για «τραμπισμό αλά γκρέκα», κατέληξε λέγοντας ότι «η στάση αυτή είναι όνειδος για ελληνικό κοινοβουλευτικό κόμμα»,
Επί της ουσίας ωστόσο στον εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ, απάντησε ο συνήγορος του Δημήτρη Λιγνάδη, Αλέξης Κούγιας, υπενθυμίζοντάς του ότι η απόφαση του δικαστηρίου βασίζεται σε νόμο που ψήφισε το κόμμα του, όταν ήταν κυβέρνηση.
Αναλυτικά στη δήλωσή του ο Αλέξης Κούγιας αναφέρει:
Σήμερα, ο εκπρόσωπος τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και πολλοί βουλευτές και πρώην υπουργοί, ενώ η Πρόεδρος και οι Τακτικοί Δικαστές του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου των Αθηνών αποφάσισαν ότι ο κύριος Δημήτρης Λιγνάδης είναι αθώος όλων των πράξεων για τις οποίες κατηγορήθηκε και ενώ γνωρίζουν ότι τον κύριο Λιγνάδη καταδίκασαν, με πλειοψηφία μίας ψήφου, ένορκοι που και το νόμο δεν γνωρίζουν και το κυριότερο, ότι αυτοί παραπλανήθηκαν από αγράμματους νομικά και ασυνείδητους ηθικά, παρουσιαστές και παρουσιάστριες, lifestyle εκπομπών της τηλεόρασης, που το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι όχι η δημοσιογραφία, αλλά μόνο η τηλεθέαση μέσα από ένα ατελείωτο κουτσομπολιό, τόλμησαν, πάλι για ψηφοθηρικούς και μόνο λόγους, να αμφισβητήσουν τη σημερινή απόφαση της ανεξάρτητης ελληνικής Δικαιοσύνης, η οποία αποφάσισε, εφαρμόζοντας ένα νόμο και συγκεκριμένα το άρθρο 497 παράγραφος 8 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, τον οποίο μόνο το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε, δεν υπήρχε στον προηγούμενο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και το οποίο άρθρο διατάσσει τους Δικαστές και τα Δικαστήρια να αποφασίζουν υποχρεωτικά την αναστολή εκτελέσεως της ποινής όταν ο κατηγορούμενος που καταδικάστηκε:
1) έχει μόνιμη και γνωστή κατοικία στην Ελλάδα,
2) δεν είναι ύποπτος φυγής,
3) δεν έχει προετοιμάσει τη φυγή του στο εξωτερικό,
4) δεν είναι φυγόποινος,
5) δεν είναι φυγόδικος,
6) δεν έχει καταδικαστεί για κακούργημα και
7) δεν υπάρχει φόβος να διαπράξει, εάν μείνει ελεύθερος, εγκλήματα
Ο κύριος Λιγνάδης καταδικάστηκε με ψήφους τέσσερις έναντι τριών αθωωτικών για μία πράξη που τελέστηκε τον Μάρτιο του 2015, δηλαδή πριν επτά ολόκληρα χρόνια, χωρίς επί επτά χρόνια, ζώντας ελεύθερος, να έχει διαπράξει έστω και τροχαία παράβαση και έχοντας επί σχεδόν πενήντα έτη, λευκό ποινικό μητρώο.
Επομένως, σύμφωνα με το νόμο που έφερε προς ψήφιση στη Βουλή, ο ασκηθείς μαζί μου ως δικηγόρος, πρώην συνεργάτης του γραφείου μου, τότε υπουργός Δικαιοσύνης, Μιχάλης Καλογήρου, τον οποίο παμψηφεί ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ και ήταν έναν από τα σωστότερα και αρτιότερα νομοθετήματα μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, το Δικαστήριο έπρεπε υποχρεωτικά να αφήσει ελεύθερο τον κύριο κατηγορούμενο, διότι διαφορετικά θα παραβίαζε με ακραίο τρόπο το νόμο και τα δικαιώματα του κατηγορουμένου.
Μετά από όλη αυτή τη νομική ανάλυση, είμαι βέβαιος ότι, τόσο ο εκπρόσωπος τύπου του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και όσοι παραπλανήθηκαν αγνοώντας αυτό που πριν τρία χρόνια ψήφισαν, θα ζητήσουν συγγνώμη, τόσο από τους Τακτικούς Δικαστές, όσο και από ολόκληρο τον ελληνικό Λαό για το λάθος, το οποίο διέπραξαν με αυτές, λόγω αγνοίας νόμου, τοποθετήσεις.
Επιτέλους, οι πολιτικοί, ανεξαρτήτως κόμματος και χρώματος, να αφήσουν τη Δικαιοσύνη έξω από τα πολιτικά παιχνίδια τους, γιατί προκαλεί τουλάχιστον θυμηδία όταν οι δικαστικές αποφάσεις τους εξυπηρετούν, να υπερηφανεύονται γι’ αυτές και όταν τους βλάπτουν πολιτικά, να επιτίθενται σ’ αυτές.
Απανώντας στη δήλωση Κούγια, ο πρώην υπουργός Δικαισούνης Νίκος Παρασκευόπουλος υποστηρίζει ότι ο ομώνυμος νόμος είναι τελείως μα τελείως άσχετος με την απόφαση του δικαστηρίου αφού η απελευθέρωση Λιγνάδη στηρίζεται όχι σε αποσυμφορήσεις αλλά στον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, όπως ίσχυε και από παλιά».
«Οπως πολύ καλά γνωρίζει ο κ. Κούγιας το άρθρο 497 παρ. 8 του ΚΠΔ ισχύει σήμερα ακριβώς όπως ίσχυε από το 2010, πριν δηλαδή από την μεταρρύθμιση του 2019», σημειώνεται και στη σχετική ανακοίνωση από την Κουμουνδούρου.
«Ποιον προσπαθούν να αποπροσανατολίσουν; Μα είναι φανερό, τον ελληνικό λαό. Πώς; Επιχειρώντας να στιγματίσουν χυδαία και με δόλια ψεύδη ένα πολιτικό κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, και το όνομα ενός προσώπου», ισχυρίζεται ο κ. Παρασκευόπουλος, και καταληγει:
«Οταν βρισκόμουν στην πολιτική, ποτέ δεν προσέφυγα στη Δικαιοσύνη για τις ύβρεις και τις συκοφαντίες, έχοντας υποδομή για να απαντώ. Σήμερα δεν έχω λόγο να διστάσω».
Στον Αλέξη Κούγια ανταπάντησε και το γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ κατηγορώντας τον για απόπειρα αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης και πολιτικά παιχνίδια.
«Οπως πολύ καλά γνωρίζει ο κ. Κούγιας το άρθρο 497 παρ. 8 του ΚΠΔ ισχύει σήμερα ακριβώς όπως ίσχυε από το 2010, πριν δηλαδή από την μεταρρύθμιση του 2019.
»Μετά την υπερασπιστική γραμμή που ακολούθησε, ότι ο κ. Λιγνάδης είναι δήθεν θύμα πολιτικής σκευωρίας του ΣΥΡΙΖΑ και την καταδίκη για δύο βιασμούς ανηλίκων, το ερώτημα που γεννάται είναι για ποιον λόγο προσπαθεί να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη; Τίνος το πολιτικό παιχνίδι παίζει;», τονίζεται στη σχετική ανακοίνωση της Κουμουνδούρου.
Αμεση ήταν η ανταπάντηση του Αλέξη Κούγια, η οποία αναλυτικά έχει ως εξής:
«Πριν από λίγο, ευρισκόμενος στο Εφετείο Αθηνών, υπερασπιζόμενος υπόθεση οικονομικού εγκλήματος εις βάρος τραπέζης, πληροφορήθηκα ότι εξεδόθη επίσημη ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ, όπου αφενός ψευδώς αναφέρεται ότι δήθεν η παράγραφος 8, που προστέθηκε για πρώτη φορά στο νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, βάσει της οποίας αποφυλακίζεται ο Δημήτρης Λιγνάδης, που ψηφίστηκε την 1/7/2019 επί υπουργίας στο Υπουργείο Δικαιοσύνης του πρώην ασκουμένου μου Μιχάλη Καλογήρου, δήθεν προϋπήρχε στο συγκεκριμένο άρθρο και με τον προϊσχύσαντα Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, αφετέρου δε διερωτάται ποια πολιτική παράταξη θέλω να ευνοήσω με προηγούμενες ανακοινώσεις μου επί αυτού του θέματος».
Η πραγματικότητα όσον αφορά το νομικό μέρος είναι η εξής:
1) Πριν την 1η/7/2019, το άρθρο 497 του ΚΠΔ, στο οποίο προβλέποντο οι προϋποθέσεις αναστολής εκτελέσεως της ποινής, είχε επτά παραγράφους, όπου για να δοθεί αναστολή εκτελέσεως της ποινής μετά από την έφεση που θα ασκούσε ο καταδικασμένος για κακουργήματα, εδίδετο η ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ στο δικαστήριο να αναστείλει την εκτέλεση της ποινής.
2) Με τον νέο Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, που ψήφισε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και έφερε στη Βουλή ο κ. Μιχάλης Καλογήρου, στα προηγούμενα επτά άρθρα προσετέθη και όγδοο άρθρο που καθίδρυσε την ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΟΤΗΤΑ της αναστολής εκτελέσεως της ποινής, αντικαθιστώντας τη νομική λέξη της ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΟΣ, εκτός εάν όπως αναφέρω σε προηγούμενες ανακοινώσεις μου δεν συνέτρεχε στην προσωπικότητα του καταδικασθέντος μία από τις αναφερόμενες προηγούμενες ανακοινώσεις μου αρνητικές προϋποθέσεις.
Μια απλή αντιπαραβολή του άρθρου 497 ΚΠΔ μέχρι την 1η/7/2019 με το άρθρο 497 ΚΠΔ μετά την 1η/7/2019 αποδεικνύει την αξιοπιστία αυτών τα οποία ισχυρίζομαι.
Οσον αφορά τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ περί του ότι δήθεν οι ανακοινώσεις μου έχουν σκοπό να εξυπηρετήσουν κάποιο πολιτικό κόμμα, υπονοώντας την κυβέρνηση, έχω να τους απαντήσω τα εξής:
Καμία διάθεση δεν είχα να αναφερθώ στο πότε ψηφίστηκε η συγκεκριμένη νομοθετική μεταρρύθμιση εάν δεν είχε προβεί σε δηλώσεις ο εκπρόσωπος τύπου κ. Νάσος Ηλιόπουλος.
Θα πρέπει επιτέλους τόσο στον ΣΥΡΙΖΑ, όσο και στα άλλα κόμματα να αποφασίσουν ποια θέση θα διατυπώνουν όσον αφορά τις αποφάσεις της δικαιοσύνης και θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, γιατί δεν μπορεί όταν οι αποφάσεις της δικαιοσύνης τους εξυπηρετούν πολιτικά να εκθειάζουν τη δικαιοσύνη και όταν δεν τους εξυπηρετούν να την εξευτελίζουν, γιατί αυτό δημιουργεί πολύ άσχημη εντύπωση σε όλο το νομικό κόσμο και καταστρέφει την αρχή της ασφάλειας δικαίου και το αίσθημα εμπιστοσύνης στη δικαιοσύνη των ελλήνων πολιτών, κλονίζοντας το δημοκρατικό πολίτευμα.
Δεν περίμενα ποτέ και μετά την προσωπική γνωριμία μου με τον κ. Τσίπρα
Για το αν εγώ είμαι προσωπικότητα που μπορεί να είμαι υποχείριο πολιτικού κόμματος να ρωτήσουν τον επί δύο χρόνια ασκούμενο και συνεργάτη στο γραφείο μου, όσο διήρκησε η δίκη της σκευωρίας της τότε κυβερνήσεως της Νέας Δημοκρατίας σε συνεργασία με την ΚΥΠ, εις βάρος ενός φτωχού κοινοτάρχη της Κιμώλου, του Αγγελέτου Κανά, για τον οποίον αγωνίστηκα να αποδείξω την αθωότητά του, τον στενό συνεργάτη μου και διευθυντή του πολιτικού γραφείου του κ. Τσίπρα κ. Μιχάλη Καλογήρου, πρώην υπουργό δικαιοσύνης, γιατί στη μακρόχρονη προσωπική και επαγγελματική διαδρομή μου μέχρι σήμερα ουδέποτε υπήρξα ούτε καν μέλος οιουδήποτε κόμματος και το μόνο το οποίο έχω καταφέρει είναι να διατηρήσω την επαγγελματική ανεξαρτησία μου και την προσωπική και νομική μου αξιοπρέπεια, ώστε να παραμένω μόνο ένας μαχόμενος ποινικολόγος, που κανείς ποτέ δεν τόλμησε να τον κατηγορήσει ότι εξυπηρετεί είτε πολιτικά, είτε επιχειρηματικά συμφέροντα, αφού ουδέποτε η οιαδήποτε κυβέρνηση μού ανέθεσε έστω και μία υπόθεση, όπου θα την εκπροσωπούσα είτε αμέσως, είτε εμμέσως.
Δεν περίμενα ποτέ και μετά την προσωπική γνωριμία μου με τον κ. Τσίπρα και τη συνύπαρξή μου μαζί του σε σημαντικές πολιτικές συζητήσεις στην τηλεόραση, τότε που ξεκινούσε την πολιτική του καριέρα να επιτρέψει να εκδοθεί αυτή η ταπεινή και μόνο για ψηφοθηρικούς λόγους ανακοίνωση, που αφορά στην προσωπικότητά μου».
«Ανεξαρτήτως των ως άνω, η προσθήκη της συγκεκριμένης παραγράφου ήταν καθολική απαίτηση όλης της νομικής κοινότητας επί δεκαετίες και αξίζουν συγχαρητήρια στην τότε κυβέρνηση που το ψήφισε και είμαι ιδιαίτερα απογοητευμένος που με τις τελευταίες τοποθετήσεις δημιουργείται έντονος προβληματισμός για την ορθότητα αυτής της προσθήκης».