Θα ξεκινήσουμε με μια μικρή χριστουγεννιάτικη ιστορία (ή κάπως έτσι). Για ένα κοριτσάκι από ένα ορεινό χωριό, που το έλεγαν και Λυκοχώρι, επειδή το κύκλωναν κάποτε λύκοι. Ενα επτάχρονο παιδί, που από τη μυρωδιά του πεύκου βρέθηκε στη μυρωδιά της βενζίνης, κάπου στους Αμπελόκηπους. Μεσοτοιχία με το Σινέ Φλερύ, που έβαζε στο πλάνο της μαγικές εικόνες και άρωμα από αγιόκλημα. Κάτω από τις σχολικές αίθουσες, όπου δίδασκε ο μαθηματικός πατέρας της.
Χάνοντας την μητέρα της και τον κόσμο της εκεί στα βουνά, ένιωθε σαν χαμένη στο νέο της σπίτι. Ανεβαίνοντας λοιπόν μια μέρα τη σκάλα προς τις σχολικές αίθουσες, βρέθηκε μπροστά σε ένα παμπάλαιο πιάνο. Κάτι άγνωστο και παράξενο, όπως φάνταζε στα μάτια της. Και άρχισε να το γρατζουνάει – ναι, να το γρατζουνάει – για ώρες κάθε μέρα. Ακόμη και να διώξει τα ποντίκια… Αίφνης από την κορνίζα του παραθύρου στην αίθουσα με το πιάνο, πάνω που είχε σκοτεινιάσει όσο γρατζουνούσε τα πλήκτρα, βρέθηκε μπροστά σε ένα ακόμη θαύμα: τις κινηματογραφικές εικόνες. Εκείνη, που δεν είχε ούτε ηλεκτρικό, εκεί στο ορεινό χωριό. Το Τείχιο, της επαρχίας Δωρίδος, στη Φωκίδα.
Α, δεν σας σύστησα. Το κοριτσάκι ονομαζόταν Ελένη. Ελένη Καραΐνδρου. Και έτσι, λίγο χριστουγεννιάτικα, ξεκινάει η ξενάγηση σε μια ζωή γεμάτη μουσική και σινεμά (το παλιό πιάνο και το Σινέ Φλερύ, τα δύο μικρά θαύματα που την βρήκαν στα μικράτα της). Σαν εκείνη της Ελένης Καραΐνδρου. Και είναι η δική της αφήγηση που κάνει ακόμη πιο γοητευτική την ιστορία μας.
Μην βιάζεστε. Θα καταλήξουμε και στο – διεθνές – Σήμερα εκείνου του κοριτσιού που γρατζουνούσε το παλιό πιάνο. «Με το που είδα την πρώτη φορά αυτό που έλεγαν σινεμά, την άλλη μέρα τρύπωσα πίσω από την οθόνη στο Φλερύ και άρχισα να ψάχνω τι μαγικό υπάρχει εκεί», θυμάται, καθισμένη στο ολόφωτο σπίτι της, σήμερα, η Ελένη Καραΐνδρου. «Εκεί είδα και πέντε και έξι φορές την “Άννα Καρένινα” με τη Βίβιαν Λι. Δεν καταλάβαινα, βέβαια, και πολλά, αλλά καταλάβαινα πως κάτι κακό συμβαίνει με το τρένο», συνεχίζει με αφοπλιστική ειλικρίνεια, σαν εκείνη πιθανότατα του επτάχρονου κοριτσιού που βρέθηκε ενώπιον δύο μικρών θαυμάτων. Στους Αμπελοκήπους του 1948. Στον Εμφύλιο.
Αφοπλιστικά και ειλικρινή και τα μάτια της καθώς σε κοιτούν την ώρα που αφηγείται: «Τα νεύρα μου είχαν γίνει τσατάλια που έχασα τον παράδεισό μου και τη μητέρα μου και έτσι αναγκάζονταν να με δένουν στο κρεβάτι. Το πιάνο και το σινεμά ήταν μόνη μου παρηγοριά… (Παύση) Ακούγοντάς με να γρατζουνάω το πιάνο, ο πατέρας μου βρήκε μια δασκάλα που άρχισε να μου μαθαίνει μουσική. Στην αρχή βαριόμουν. Όταν όμως ανακάλυψα πάνω σε ένα τραγουδάκι που μου έδωσε ότι με πειθαρχία και δουλειά μπορώ να κάνω πραγματάκια, αφέθηκα. Στα δέκα μου ο πατέρας μου ξαναπαντρεύτηκε μια άλλοτε αρχόντισσα από την Πάτρα. Και στο σπίτι της βρέθηκα αντιμέτωπη με ένα μεγάλο πιάνο με χρυσά κηροπήγια από πάνω. Εντυπωσιάστηκα. Και είπα στον μπαμπά μου, ο οποίος από τότε που χήρεψε με πήγαινε σε όλες τις υποψήφιες νύφες: αυτήν να την παντρευτείς!»
Χάρη στη δασκάλα της, την κυρία Ματαράγκα, βρέθηκε στο Ελληνικό Ωδείο και χρόνια μετά έφτασε στις τελικές εξετάσεις. «Είχα ετοιμάσει το Κοντσέρτο του Σούμαν, που το λατρεύω». Μου το τραγουδάει, με στόμφο. «Ημασταν όμως στα χρόνια της χούντας και δεν πρόλαβα να δώσω τελικά εξετάσεις. Άλλωστε είχαμε άλλες, σημαντικότερες ασχολίες. Να βοηθάμε και να κρύβουμε ανθρώπους. Μέχρι που με πιάσανε. Ήμουν φίλη με την κόρη της Λιλής Ζωγράφου, που παρακολουθούσαν το τηλέφωνό της». Ετσι, βρέθηκε μπροστά στον φοβερό και τρομερό βασανιστή της Χούντας, Κωνσταντίνο Καραπαναγιώτη (τότε Αστυνόμο Β’ στην Υποδιεύθυνση Γενικής Ασφάλειας Αθηνών). Μαζί με τον, πολύ μικρό τότε, γιο της. «Άρχισε να ωρύεται», θυμάται. «Ο γιος μου φώναξε: Η μαμά μου είναι καλή, να την αφήσετε. Εκείνος ούρλιαξε: Πάρτε το παιδί… Τέλος πάντων, ο πατέρας μου, λυκειάρχης πλέον τότε, είχε έναν συγγενή Καραΐνδρο, που ήταν αν θυμάμαι καλά οδηγός στην Ασφάλεια. Και κατάφερε να με βγάλει με προσωρινή εντολή να ξαναγυρίσω. Κι εγώ πήρα το αεροπλάνο, με το παιδί μου και μια κιθάρα και έφυγα».
Στο Παρίσι. «Οταν έφτασα εκεί, ακόμη και με το λίγο τουριστικό μου συνάλλαγμα, νοίκιασα ένα πιάνο. Στο σπίτι που νοίκιαζα και ήταν και καταφύγιο της Μαρίας Φαραντούρη. Στο μεταξύ, είχα προλάβει, πριν τη Χούντα να πάρω δίπλωμα Ιστορίας -Αρχαιολογίας, με λίαν καλώς. Που στα γαλλικά ήταν tres bien και μου έφερε μια υποτροφία. Για να κάνω διδακτορικό στην εθνομουσικολογία, που ασχολείται με την μουσική της προφορικής παράδοσης. Χάρη στην καθηγήτριά μου, την Κλοντί Μαρσέλ – Ντιμπουά, κατάφερα και να διδάσκω και μαζί με άλλους εφτά ερευνητές, από την Τουρκία και άλλες χώρες, εκδώσαμε και έναν τόμο. Όταν έφτασα να παρουσιάσω το διδακτορικό μου, είχα πλέον βγάλει τη “Μεγάλη Αγρύπνια” με τη Μαρία Φαραντούρη (σ.σ.: σε στίχους Κ.Χ.Μύρη) και είχα ήδη συνεργαστεί με την πολύ διάσημη τότε Νάνα Μούσχουρη. Μια συνεργασία αρκετά ζωογόνο, που μας βοήθησε να ζούμε και να μεγαλώσω το παιδί (σ.σ.: σήμερα πενηντάρη και καθηγητή Πολιτικών Επιστημών). Σκέψου ότι με ένα και μόνον τραγούδι έβγαζα πολλά χρήματα. Πρώτο που έγραψα για τη Νάνα Μούσχουρη ήταν το “On Ne Sait Jamais”, σε στίχους του Σερζ Λαμά. Η τεράστια επιτυχία όμως, το 1972, που πούλησε 500.000 δισκάκια, ήταν το “Je Finirai Par l‘Oublier”, σε στίχους του Μισέλ Ζουρντάν. Το τραγούδι μιλούσε για μια κοπέλα που την εγκατέλειψε ο εραστής της και θυμάμαι, στο Ολυμπιά, εκατοντάδες νεαρές να διονυσιάζονται, τραβώντας τα μαλλιά τους!»
Πού είμαστε; Στο Παρίσι. Και στην τεράστια επιτυχία. Σαν να μιλάμε για το Σήμερα της Ελένης Καραΐνδρου. Πάλι στο Παρίσι, χάρη στην παράσταση «Tous des Oiseaux» του νέου διευθυντή του γαλλικού Εθνικού Θεάτρου, του πολυσυζητημένου Ουαϊντί Μουαουάντ, μεγάλου και δεδηλωμένου θαυμαστή της. Παράσταση που γνώρισε κάθε νύχτα την αποθέωση και τουλάχιστον ένα δεκαπεντάλεπτο χειροκρότημα από ενθουσιασμένους όρθιους θεατές και τώρα ξεκινάει παγκόσμια περιοδεία για να επιστρέψει και πάλι στην σκηνή La Colline του Εθνικού Θεάτρου της Γαλλίας.
Εχει και ο Μουαουάντ την δική του ιστορία, που έφτασε ως το κατώφλι της Ελένης Καραΐνδρου, για το θεατρικό του σχέδιο αυτό, που το δούλευε δέκα χρόνια. «Ηθοποιάρα, σκηνοθέτης δεινός και σπουδαίος συγγραφέας», όπως μου συστήνει εκείνη τον 48άρη δημιουργό, «πέρασε δύσκολα παιδικά χρόνια, καθώς έζησε – Χριστιανός ών – τον εμφύλιο στο Λίβανο. Έφυγε με τους γονείς του στη Γαλλία, αλλά εκεί τους παρείχαν άδεια παραμονής και βρέθηκαν στον Καναδά, όπου ο Ουαϊντί ξεκίνησε να δουλεύει και έφτασε σύντομα να βραβευτεί από τη Γαλλική Ακαδημία. Πριν από ενάμιση χρόνο τον κάλεσαν για να διευθύνει το Εθνικό τους Θέατρο. Μόλις τον έκαναν διευθυντή, ήρθε και με βρήκε. Και μου είπε ότι ήταν χρόνια πολλά όνειρό του η συνεργασία του μαζί μου. Και ότι έγραφε τα έργα του ακούγοντας τη μουσική μου. Πήγαμε και στο Εθνικό και είδε πως δούλευε ο Αντώνης (σ.σ.: Αντύπας, ο σύζυγός της) τους “Πόθους κάτω από τις λεύκες” και συνάντησε και τον διευθυντή και τα δύο θέατρα φαίνεται πως σε κάτι θα συνεργαστούν». Στο μεταξύ, αυτές τις ημέρες κυκλοφορούν από τη δραστήρια «Μικρή Άρκτο» σε ένα εξαιρετικά καλαίσθητο βιβλιαράκι οι μουσικές της για τους «Πόθους» κατά Αντώνη Αντύπα στο Εθνικό και για το «Γλυκό πουλί της νιότης» σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη, στο Θέατρο Δανδουλάκη.
Οσο για το «Tous des Oiseaux», η Ελένη Καραΐνδρου το θεωρεί έργο πολιτικό «όμως με μια διάθεση συμφιλίωσης. Και δίχως τίποτα το διδακτικό». Μιλάμε για μια ιστορία, σε στυλ Ρωμαίου και Ιουλιέτας. Εκείνος είναι εβραίος γενετιστής. Εκείνη είναι Μαροκινή και κάνει το διδακτορικό της πάνω σε έναν άραβα διπλωμάτη. Συναντιούνται στη Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης και η συνέχεια της ιστορίας τους γράφεται στο Ισραήλ, στα χρόνια που, όπως το θέτει η Ελένη Καραΐνδρου, «επυρπολείτο όλη η περιοχή». Εντυπωσιακό: το έργο είναι γραμμένο σε τέσσερις γλώσσες, αραβικά, εβραϊκά, γερμανικά και αγγλικά. Αλλά όχι σε γαλλικά. Και όμως οι Γάλλοι κριτικοί – πέρα από το κοινό – παραληρούσαν.
Ο Μουαουάντ δεν είναι ο μόνος δημιουργός, της ηλικίας του, που ζει χρόνια με τη μουσική της Ελένης Καραΐνδρου. Είναι και ο ιρανός ηθοποιός, βραβευμένος στο Φεστιβάλ Βερολίνου για την ερμηνεία του στην ιρανική κινηματογραφική έκπληξη «Ενας χωρισμός» (2011), Πέιμαν Μοάντι. Που έφτασε επίσης ως το κατώφλι της, όσο εκείνη δούλευε μεθοδικά τη μουσική για το «Tous des Oiseaux» για να της πει ότι δούλευε με τη μουσική της για παρέα και δημιουργική έμπνευση επί 25 χρόνια! Και ότι όνειρό του είναι η συνεργασία τους στην ταινία που ετοιμάζει, για να προβληθεί στην επόμενη Μπερλινάλε, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Ο προσωρινός, τουλάχιστον, τίτλος της ταινίας του είναι εκρηκτικός: «Bomb». Και η Ελένη Καραΐνδρου είπε το «Ναι» για να την ντύσει μουσικά στα μέσα Ιανουαρίου. Η ιστορία διαδραματίζεται στην Τεχεράνη, την περίοδο που ο Σαντάμ Χουσεΐν βομβάρδιζε ανελέητα. Και αυτό μέσα από τη σχέση ενός ζευγαριού, που βρίσκεται συχνά στα καταφύγια. Και μέσα από τα μάτια ενός 12χρονου αγοριού, που γοητεύεται… αθεράπευτα από μια μικρή γειτονοπούλα του. Τόσο πολύ που στην προσευχή του παρακαλάει τον Θεό: Πες στο Σαντάμ να βομβαρδίζει για να βλέπω τη μικρή μου αγαπημένη…
Πέρα από την πολύφερνη παράσταση και την ταινία, η ελληνίδα συνθέτρια έχει στο καρνέ της συναυλίες στην Κωνσταντινούπολη και τη συμμετοχή της, το φθινόπωρο, σε ένα Φεστιβάλ Τζαζ κοντά στην Στουτγάρδη, όπου και θα ανοίξει τον εορτασμό των 50 ετών της έγκυρης γερμανικής δισκογραφικής εταιρείας ECM, στο δυναμικό της οποίας ανήκει. Και την οποία διευθύνει ο φίλος της πλέον Μάνφρεντ Άιχερ, που μαζί της και κυρίως με τα κινηματογραφικά της έργα (κατά κύριο λόγο για ταινίες του αείμνηστου Θόδωρου Αγγελόπουλου) είχε κάνει από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του. Πέρα από τις παλιές, με τον Κιθ Τζάρετ ή με τον Γιαν Γκαρμπάρεκ.
Είπαμε όμως Γιαν Γκαρμπάρεκ και για αυτή τη μνημειώδη συνεργασία η Ελένη Καραΐνδρου είχε μία ακόμη ενδιαφέρουσα ιστορία να μου διηγηθεί. Προτού καν περάσει στο δυναμικό της ECM, θέλησε να συναντήσει τον Γκαρμπάρεκ καθώς πίστευε ότι ένα θέμα – μετέπειτα το περίφημο Θέμα του Αποχαιρετισμού στον «Μελισσοκόμο» του Αγγελόπουλου. «Από το 1974 είχα λιώσει τον δίσκο του Γκαρμπάρεκ “Places” στην ECM. Τον έπαιρνα μαζί μου παντού. Ένιωθα ότι ξεπερνούσε τα όρια του σαξοφώνου και σε πήγαινε αλλού. Όταν, γράφοντας όπως πάντα αυτοσχεδιαστικά στο πιάνο, το θέμα σκέφτηκα πως θα του ταίριαζε, θέλησα να τον ψάξω. Έμαθα πως έγραφε μουσική για το Εθνικό Θέατρο στο Όσλο, βρήκα το τηλέφωνο, τους κάλεσα και ζήτησα το τηλέφωνό του. Με τα πανάθλια τότε αγγλικά μου – γιατί ήμουν του γαλλικού – του τηλεφώνησα και του εξήγησα πως έγραψα κάτι που ήταν για κείνον. “Great” μου απάντησε κι έπειτα σιωπή. Δεν ήξερα τι να πω. Στο τέλος, του είπα: Θα έρθω να στο δείξω. Ξανά: “Great”. Πήρα το αεροπλάνο και πήγα στο Όσλο, χωρίς καν να το ξέρει ο Θόδωρος Αγγελόπουλος που έκανε γυρίσματα στη Φλώρινα. Δεν ήξερα καν αν θα του αρέσει…»
Οταν έφτασε στο Οσλο, όπου την περίμενε στο αεροδρόμιο ο Γιαν Γκαρμπάρεκ με τη σύζυγό του, πήρε μαζί της εκείνη την κασέτα με το Θέμα του Αποχαιρετισμού, που παραλίγο να το σβήσει όπως έγραφε κάθε αυτοσχεδιασμό της. Πήρε μαζί και το «Ταξίδι στα Κύθηρα» και το «Καλή πατρίδα, σύντροφε». Μόλις έφτασαν στο σπίτι τους, έβαλαν τα ειδικά καλτσάκια τους – θυμάται – και βολεύτηκαν. «Μιλούσαμε για ώρες. Και στο τέλος πήγαμε στο στούντιο. Μου ζήτησε να του το τραγουδήσω πρώτα δύο φορές για να πιάσει το ρυθμό μου. Και έπαιξε κάτι τόσο θεϊκό… Ακόμη το έχω σε κασέτα, αν δεν έχει σβηστεί από το χρόνο (σ.σ.: είμαστε άλλωστε στο 1986). Ήμουν τόσο χαρούμενη που δεν με ένοιαζε πλέον αν θα μπει στην ταινία ή όχι».
Εδώ όμως ήταν το θέμα. «Επρεπε να το ακούσει και ο Θόδωρος. Που το άκουσε μία φορά αλλά δεν ήταν καθόλου σίγουρος ότι το θέλει για τον “Μελισσοκόμο”. Η πρώτη αντίδρασή του δε για τον Γκαρμπάρεκ ήταν: «Δεν υπάρχει άλλος πιο κοντά;». Πιο κοντά από το Όσλο. «Και τι δεν είχα κάνει γι’ αυτή την ταινία: “Το Βαλς του Γάμου”, το “Ροκ της Καντίνας”, το “I’ll Hit The Roads” με την Τζούλι Μασίνο. Και πλέον το Θέμα του Αποχαιρετισμού με τον Γκαρμπάρεκ. Είχε τόσα και ήταν σαν αυτό να του περίσσευε. Όπως ήταν σαν να περίσσευε στην αρχή και το Κοντσέρτο από το “Ταξίδι στα Κύθηρα”, αλλά στο τέλος το έβαλε στην ταινία εφτά φορές!»
Σε μια γιορτή, με το Θόδωρο Αγγελόπουλο, το Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, τη Μαρία Φαραντούρη και άλλους στο σπίτι της Μαίρης Παπαλιού, θυμάται η Ελένη Καραΐνδρου, όπου ο σκηνοθέτης τραγούδησε το «Χάρτινο το φεγγαράκι», ήταν και ο Γκαρμπάρεκ αλλά δίχως το σαξόφωνό του. «Οταν έφυγε, ξαναρώτησα το Θόδωρο, αλλά ακόμη δεν το αποφάσιζε. Ένιωθε πως ήταν σαν φρι τζαζ το θέμα και δεν ήξερε αν κολλάει. Του πήρε άλλους δύο μήνες να το αποφασίσει. Αργότερα το έλεγε: είχα άδικο και είχε δίκιο η Ελένη».
Cut, τελευταία σκηνή: Χριστούγεννα, στους δρόμους της Αθήνας. Η Ελένη Καραΐνδρου με τον Γιαν Γκαρμπάρεκ. Νέοι άνθρωποι τους σταματάνε και αγγίζουν τον νορβηγό σαξοφωνίστα. Και την συνθέτρια. Τους σφίγγουν το χέρι. «Είστε όντως εσείς; Είστε εδώ» τον ρωτούν. Χαμόγελα… Κλείνει το πλάνο. Με ένα μουσικό θέμα της Ελένης Καραΐνδρου, για πιάνο και σαξόφωνο. Τίτλοι τέλους.
Info:
Ελένη Καραΐνδρου, Μουσική για τις θεατρικές παραστάσεις «Πόθοι κάτω από τις λεύκες» & «Γλυκό πουλί της νιότης».
Πρωτότυπες ηχογραφήσεις 2016-2017, από τις Εκδόσεις Μικρή Άρκτος.
Παίζουν: Σαξόφωνο (David Lynch), όμποε (Βαγγέλης Χριστόπουλος), φαγκότο (Αλέξανδρος Οικονόμου), κλαρινέτο (Αλέξανδρος Αρκαδόπουλος), κόρνο (Αντώνης Λαγός), κιθάρα (Γιώργος Λιμάκης), βιολοντσέλο (Γιώργος Καλούδης), βιολί (Κώστας Λώλος) και Human Touch (David Lynch, σαξόφωνο τενόρο, Σταύρος Λάντσιας, πιάνο, Γιώτης Κιουρτσόγλου, μπάσο ηλεκτρικό), κλαρινέτο (Αλέξανδρος Αρκαδόπουλος), κιθάρα (Μπάμπης Τυρόπουλος), ακορντεόν (Ντίνος Χατζηϊορδάνου).