Πριν από 20 χρόνια, μετά τις επιθέσεις της Αλ Κάιντα στο Μανχάταν και στο Πεντάγωνο και έπειτα από την απόφαση για εισβολή στο Αφγανιστάν, η αμερικανική στρατιωτική και διπλωματική ελίτ πίστευε ότι η Ιστορία έκανε επανεκκίνηση για ένα μεγάλο κομμάτι του μουσουλμανικού κόσμου και αυτό αντανακλούσαν τότε και δηλώσεις επισήμων της κυβέρνησης Μπους.
Ηταν αυτή ακριβώς η ύβρις και η άγνοια των Αμερικανών, που τους έκανε να νομίζουν ότι θα μπουν στο Αφγανιστάν και θα αλλάξουν με τα όπλα αιώνες ιστορίας μέσα σε λίγους μήνες, σημειώνει σε ανάλυσή της η Washington Post.
«Θεωρήσαμε ότι ο υπόλοιπος κόσμος μάς έβλεπε όπως εμείς βλέπαμε τον εαυτό μας. Και πιστέψαμε ότι μπορούσαμε να διαμορφώσουμε τον κόσμο κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσή μας, χρησιμοποιώντας τα όπλα μας και τα λεφτά μας», είπε χαρακτηριστικά στην αμερικανική εφημερίδα ο αμερικανός αντισυνταγματάρχης εν αποστρατεία Τζέισον Ντέμπσι, που πολέμησε σε δύο περιόδους τους Ταλιμπάν. «Και οι δύο αυτές υποθέσεις, αγνόησαν την αφγανική κουλτούρα, την πολιτική και την ιστορία. Και οι δύο ήταν εντελώς λανθασμένες», πρόσθεσε.
Η κατάρρευση του αφγανικού στρατού από τον Μάιο μέχρι σήμερα, και η επέλαση των Ταλιμπάν, που την Κυριακή εισήλθαν στην Καμπούλ, αναγκάζει πλέον τους τέως και νυν αξιωματούχους στην Ουάσινγκτον σε μία βαθιά ενδοσκόπηση για τις αποτυχίες τους τα τελευταία 20 χρόνια.
Πολλοί θεωρούν ότι το πρόβλημα ξεκίνησε ελάχιστους μήνες μετά την 11η Σεπτεμβρίου, όταν οι Αμερικανοί είχαν διώξει τους Ταλιμπάν από την εξουσία και έβαλαν σκοπό να δημιουργήσουν μία νέα αφγανική κυβέρνηση και ένα Σύνταγμα φτιαγμένο κατά τα δυτικά πρότυπα.
Τότε, περισσότεροι από 20 αφγανοί αξιωματούχοι συναντήθηκαν στη Βόνη με στελέχη της αμερικανικής κυβέρνησης, του ΝΑΤΟ και του ΟΗΕ για να σχηματίσουν τη νέα κυβέρνηση, αντίστοιχη με των ΗΠΑ και των ευρωπαίων συμμάχων τους.
«Το αφγανικό Σύνταγμα που δημιουργήθηκε τότε στη Βόνη προσπαθούσε να μιμηθεί μία δυτική δημοκρατία. Οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους έκαναν λάθος από την αρχή. Ο πήχης τέθηκε με βάση τα δικά μας δημοκρατικά ιδανικά, όχι με βάση τι ήταν βιώσιμο και τι μπορούσε να λειτουργήσει στο Αφγανιστάν», λέει η Μισέλ Φλάουρνοϊ, σύμβουλος του Μπαράκ Ομπάμα, το 2009, όταν ο αμερικανός πρόεδρος διπλασίασε τις αμερικανικές δυνάμεις στη χώρα της Κεντρικής Ασίας.
Η Φλάουρνοϊ παραδέχεται στην Washington Post ότι το λάθος αυτό το έκαναν όλες οι αμερικανικές κυβερνήσεις, ξεκινώντας από τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο: προσπάθησαν να πάνε κόντρα στις αφγανικές παραδόσεις και την ιστορία.
Το 2009, ήταν ξεκάθαρο ότι οι ΗΠΑ έχαναν τον πόλεμο. Για αυτό, ο Ομπάμα διπλασίασε τον αριθμό των αμερικανών στρατιωτών στο Αφγανιστάν, ελπίζοντας ότι θα κέρδιζαν έτσι χρόνο για να θωρακίσουν την αφγανική κυβέρνηση και τις αφγανικές ένοπλες δυνάμεις.
Η Φλάουρνοϊ, που από τη θέση της έπαιξε πρωτεύοντα ρόλο στην απόφαση του Ομπάμα, πίστευε αρχικά ότι το σχέδιο θα απέφερε καρπούς. Σε ταξίδια της στο Αφγανιστάν, συναντούσε νέους Αφγανούς, άντρες και γυναίκες, που είχαν το ίδιο όραμα με τους Αμερικανούς για τη χώρα τους. Ηθελαν να στείλουν τις κόρες τους στο σχολείο, να καταλάβουν δημόσια αξιώματα, να ξεκινήσουν τις δικές τους επιχειρήσεις και μη κερδοσκοπικές οργανώσεις. Ηθελαν οι γυναίκες να έχουν ισότιμο με τους άντρες ρόλο στην κοινωνία, και ένα αξιόπιστο πολιτικό και δικαστικό σύστημα. «Βρήκαμε πολλούς συμμάχους», θυμάται.
Ομως, η διαφθορά είχε εισβάλει σε κάθε πόρο της αφγανικής κυβέρνησης και αυτό ήταν κάτι που δεν είχαν προβλέψει οι ΗΠΑ. Το 2010, λέει η Φλάουρνοϊ, οι αμερικανοί αξιωματούχοι συνειδητοποίησαν ότι με τόσα δισεκατομμύρια δολάρια που είχε επενδύσει η Ουάσινγκτον στη χώρα, η διαφθορά ήταν πολύ πιο βαθιά ριζωμένη από ό,τι νόμιζαν και ότι έβαζε σε κίνδυνο τη στρατηγική τους, η οποία βασιζόταν στην αξιοπιστία της αφγανικής κυβέρνησης.
«Τότε καταλάβαμε ότι η στρατηγική μας δεν θα απέδιδε. Βάλαμε ένα μεγάλο στοίχημα αλλά ανακαλύψαμε ότι ο εταίρος μας ήταν σάπιος», συνέχισε.
Τώρα πλέον, τονίζει ότι αρρωσταίνει καθώς σκέφτεται τους Αμερικανούς που θυσιάστηκαν και ανησυχεί για το τι θα απογίνουν «οι υπέροχοι σύμμαχοί μας», που ήλπιζαν σε ένα δημοκρατικό Αφγανιστάν. «Επενδύσαμε σε μία ολόκληρη γενιά που θα υποφέρει στη διάρκεια του νέου αυτού φρικτού κεφαλαίου».
Πώς όμως η κυβέρνηση και οι αφγανικές ένοπλες δυνάμεις που προσπάθησαν να θωρακίσουν επί δύο δεκαετίες οι Αμερικανοί, ξοδεύοντας 100 δισ. δολάρια, κατέρρευσε μέσα σε λίγες εβδομάδες χωρίς αντίσταση;
Ο Κάρτερ Μαλκασιάν, σύμβουλος των αμερικανών διοικητών στο Αφγανιστάν θεωρεί ότι το πλεονέκτημα των Ταλιμπάν είναι η κουλτούρα τους και η φανατική τους πίστη στο Ισλάμ που τους ενώνει και τους δίνει κίνητρο, κάτι που δεν χαρακτηρίζει τις αφγανικές δυνάμεις, οι οποίες βασίζονταν υπερβολικά στους Αμερικανούς. Οι Ταλιμπάν είναι ενωμένοι και ισχυροί στη μάχη, σημειώνει.
Οι επιπτώσεις στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ
Εκτός από τις τραγικές επιπτώσεις για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού του Αφγανιστάν, όπως οι γυναίκες, που θα χάσουν τις ελευθερίες που απολάμβαναν τα 20 τελευταία χρόνια, η καταστροφική και ντροπιαστική αποχώρηση των Αμερικανών θα σημαδέψει και την εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ, τονίζει ο αθρογράφος της Washington Post.
Πάρα πολλοί από τους σημερινούς αξιωματούχους και κυβερνητικά στελέχη ξεκίνησαν την καριέρα τους στη σκιά της 11ης Σεπτεμβρίου, όταν το ισχυρό κίνητρο του να αλλάξουν τον -μουσουλμανικό κυρίως- κόσμο και να τον εκδημοκρατίσουν κατά τα δυτικά πρότυπα, τους ώθησε να ακολουθήσουν στρατιωτική και πολιτική καριέρα.
Το 2001, η αμερικανική εξωτερική πολιτική ήταν ξανά στο επίκεντρο του κόσμου. Μία ολόκληρη γενιά νέων ανθρώπων επέλεξαν να λάβουν μέρος στη δράση, λέει χαρακτηριστικά ο Τζον Γκανς, που υπηρέτησε στο Πεντάγωνο, επί προεδρίας Ομπάμα.
Ανάμεσά τους ήταν η σημερινή βουλευτής των Δημοκρατικών Ελίσα Σλότκιν και ο γερουσιαστής των Ρεπουμπλικάνων Τομ Κότον, που κατετάγησαν στο Πεζικό, καθώς και ανώτεροι αξιωματούχοι της κυβέρνησης Μπάιντεν, όπως η Εϊβριλ Χέινς, διευθύντρια σήμερα των αμερικανικών υπηρεσιών πληροφοριών.
Οι Αμερικανοί θα το σκεφτούν πολύ καλά πριν αναπτύξουν ξανά δυνάμεις σε τόσο μεγάλη έκταση στο εξωτερικό. Η εξωτερική τους πολιτική θα καθοδηγείται πλέον από πιο περιορισμένες φιλοδοξίες. Η Φλάουρνοϊ πιστεύει ότι στο μέλλον, η αποστολή στρατευμάτων θα γίνεται μόνο για πολύ πιο συγκεκριμένους στόχους και ότι θα εκλείψει η αφελής μεγαλομανία της επιβολής δημοκρατίας δυτικού τύπου από τους Αμερικανούς και της αλλαγής εκ βάθρων της κοινωνίας σε μία ξένη χώρα.
Ο στόχος θα είναι πλέον η διαχείριση μακροχρόνιων προβλημάτων και όχι η επίλυσή τους.
Ο Γκανς βλέπει επίσης μεγαλύτερη ενασχόληση με ζητήματα όπως οι πανδημίες και η κλιματική αλλαγή, που απαιτούν την παγκόσμια συνεργασία και την ισχυρή παρουσία των ΗΠΑ.
Κλείνοντας, ο Τζέισον Ντέμπσι, ο βετεράνος στο Αφγανιστάν, επισημαίνει ότι η τυφλή πίστη των Αμερικανών στις ένοπλες δυνάμεις τους κάποια στιγμή θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην ήττα. «Η στρατιωτική γραφειοκρατία, ανεξέλεγκτη, δεν θα έχει ποτέ καλά αποτελέσματα», σημειώνει.