Στα 22 του ήταν το «αστέρι» της εθνικής ομάδας της Βραζιλίας. Με 7 γκολ σε 6 αγώνες, την οδήγησε στην κατάκτηση του Κόπα Αμέρικα (2004). Εξι χρόνια μετά, στα 28, ήταν, ήδη, «ξοφλημένος». Ο Αντριάνο Λέιτε Ριμπέριο, περισσότερο γνωστός -απλά- ως Αντριάνο, κατάφερε να αποδράσει από τη μιζέρια της φαβέλας στην οποία μεγάλωσε, πρόλαβε να επιδείξει το εκπληκτικό του ταλέντο και στην Ευρώπη, κέρδισε χρήμα και δόξα, όμως πολύ σύντομα επέστρεψε στις φτωχογειτονιές του Ρίο ντε Τζανέιρο. Ηθελε, όπως είπε, να ξαναβρεί την ελευθερία του. Τη βρήκε και ήταν μια κόλαση, από την οποία δεν ξέφυγε ποτέ.
Είχαμε καιρό να ακούσουμε για τον «Αυτοκράτορα». Ετσι τον αποκαλούσαν οι Ιταλοί, «Imperatore», στο μεσουράνημα της καριέρας του στη Serie A. Πριν από μερικές μέρες εθεάθη πάλι σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Περπατούσε μεθυσμένος, ημίγυμνος, σχεδόν ανήμπορος να σηκωθεί από το πεζοδρόμιο. Το βίντεο με τις θλιβερές εικόνες έκανε τον γύρο του Κόσμου. Αυτή είναι, δυστυχώς, εδώ και πολλά χρόνια, η καθημερινότητα ενός από τους κορυφαίους σέντερ-φορ στα μέσα της δεκαετίας του 2000, με τα σπάνια φυσικά προσόντα και το «φαρμακερό» αριστερό πόδι. Και ο Αντριάνο έχει πλήρη επίγνωση του αυτοεξευτελισμού του, όπως μαρτυρά η συγκλονιστική του εξομολόγηση στην ιστοσελίδα theplayerstribune.com. Μια πραγματική κατάθεση ψυχής, στην οποία χαρακτηρίζει τον εαυτό του ως εμμονικό στο να χαραμίζει τη ζωή του».
Λέει, μεταξύ άλλων: «Ξέρεις τι θα πει, να είσαι πολλά υποσχόμενος; Εγώ ξέρω. Και ξέρω πώς είναι, αυτή η υπόσχεση να μένει ανεκπλήρωτη. Η μεγαλύτερη υπόσχεση που χαραμίστηκε στο ποδόσφαιρο. Μου αρέσει αυτή η λέξη, ‘’χαραμίστηκε’’. Γιατί είμαι εμμονικός, πλέον, με το να χαραμίζω τη ζωή μου. Είμαι καλά έτσι, πάντα σε μια μανιώδη σπατάλη. Απολαμβάνω το στίγμα… Ναι, πίνω μέρα παρά μέρα. Βασικά, και όλες τις υπόλοιπες μέρες. Πώς ένας άνθρωπος σαν εμένα φτάνει στο σημείο να πίνει σχεδόν κάθε μέρα;
Δεν μου αρέσει να δίνω εξηγήσεις στους άλλους, αλλά να μία εξήγηση. Πίνω, γιατί δεν μου είναι εύκολο να είμαι η υπόσχεση που παραμένει χρέος. Κι αυτό το συναίσθημα γίνεται όλο και χειρότερο στην ηλικία μου…».
Ο εμβληματικός πρώην αρχηγός της Ιντερ, Χαβιέρ Ζανέτι, έχει χαρακτηρίσει ως τη «μεγαλύτερη ήττα» της καριέρας του το γεγονός ότι δεν κατάφερε να σώσει τον χαρισματικό του συμπαίκτη από την κατάθλιψη. Εχει μια εξήγηση για τον ατέλειωτο κατήφορο του Αντριάνο: «Οι φαβέλες της Βραζιλίας, από τις οποίες προερχόταν, είναι ίδιες με εκείνες της Αργεντινής. Ξέρω πώς είναι, να βρεθείς ξαφνικά να έχεις τα πάντα, ενώ δεν είχες τίποτα. Κάθε μέρα μόλις τελειώναμε την προπόνηση, τον ρωτούσα τι σκόπευε να κάνει μετά. Γιατί δεν ήθελα να μπλέξει». Πιστεύει, όμως, ότι η αρχή της αυτοκαταστροφικής μανίας του Βραζιλιάνου ήταν μια μεγάλη απώλεια.
«Ο Αντριάνο είχε πολύ στενή σχέση με τον πατέρα του. Ηταν πολύ δεμένοι. Πριν από την έναρξη ενός αγώνα συνέβη κάτι φρικτό. Εμαθε από το τηλέφωνο ότι ο πατέρας του είχε φύγει από τη ζωή. Ημουν στο δωμάτιο εκείνη τη στιγμή και τον είδα να πετάει το τηλέφωνο στον τοίχο με τόση δύναμη, που το έκανε κομμάτια. Υστερα ούρλιαξε – δεν μπορείτε να καταλάβετε πόσο δυνατά. Ακόμη και σήμερα, ανατριχιάζω όταν θυμάμαι αυτή τη σκηνή».
Ο Αντριάνο δυσκολευόταν να διαχειριστεί το νέο του στάτους. Από τις φτωχογειτονιές του Ρίο, μέσα σε λίγο καιρό είχε γίνει ένας «σούπερ-σταρ» του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου με βδομαδιάτικο 100.000 ευρώ. Αλλά ο διακόπτης της ψυχής του γύρισε τον Αύγουστο του 2004, τη μέρα που ο πατέρας του «έφυγε» στα 44 από καρδιακή προσβολή. Εκείνος ήταν 23 ετών. Τη σεζόν που ακολούθησε (2004-2005) σκόραρε 28 γκολ σε 42 εμφανίσεις του με την Ιντερ (επτά στο Τσάμπιονς Λιγκ) και άλλα 11 με την εθνική ομάδα Βραζιλίας, όμως η κατάθλιψη του είχε χτυπήσει την πόρτα. Φάνηκε αμέσως μετά. «Συνέχισε να σημειώνει μερικά απίθανα γκολ», θυμάται ο Ζανέτι, «και σε όλα να δείχνει με τα χέρια του ψηλά τον ουρανό, αλλά τίποτα πια δεν ήταν το ίδιο». Τον Ιανουάριο του 2006 άρχισαν τα προβλήματα με το αλκοόλ και η πτώση.
«Δεν ανησυχούμε για τον παίκτη, αλλά για τον άνθρωπο Αντριάνο», είχε τονίσει στα media ο Ζοσέ Μουρίνιο, ο οποίος του έδωσε άλλη μια ευκαιρία στην Ιντερ. Μια μέρα ο παίκτης έφυγε για να παίξει με την εθνική Βραζιλίας και δεν επέστρεψε ποτέ στο Μιλάνο. Είχε πενταετές συμβόλαιο, αλλά το τίμησε μόνο για επτά μήνες.
«Ο κόσμος δεν καταλαβαίνει γιατί γύρισα στη φαβέλα», αναφέρει ο Αντριάνο στην εξομολόγησή του. «Δεν το έκανα για το ποτό, τα ναρκωτικά, ή τις γυναίκες. Το έκανα για την ελευθερία. Ηθελα να είμαι άνθρωπος ξανά. Αφησα όλα αυτά τα λεφτά και το ποδόσφαιρο, γιατί δεν ήμουν καλά. Γιατί ήθελα χώρο, να κάνω αυτό που μου αρέσει. Εδώ περπατώ ξυπόλυτος και χωρίς μπλούζα, παίζω ντόμινο, θυμάμαι τις παιδικές μου ιστορίες, ακούω μουσική, χορεύω με τους φίλους μου και κοιμάμαι στο έδαφος. Βλέπω τον πατέρα μου σε κάθε ένα από αυτά τα σοκάκια…».
Αποσύρθηκε από τα γήπεδα το 2016. Τον Ιούλιο εκείνης της χρονιάς φωτογραφήθηκε στη φαβέλα, επιδεικνύοντας ένα αυτόματο όπλο δίπλα σε γκάνγκστερς που εμπλέκονται σε υποθέσεις δολοφονιών, σωματεμπορίας και ναρκωτικών. Εχει κατηγορηθεί και ο ίδιος για τη δολοφονία μιας κοπέλας στο αυτοκίνητό του.
Τον Οκτώβριο του 2017 ανακοίνωσε ότι ήθελε να επιστρέψει στα γήπεδα, να προσπαθήσει να κάνει μια νέα αρχή. Αλλά η άμμος στην κλεψύδρα της καριέρας του είχε αδειάσει. Ο Αντριάνο είχε, ήδη, περάσει στην Ιστορία ως «ποδοσφαιρικός αυτόχειρας». Ως το μεγαλύτερο «κρίμα» του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου μετά τον Γκαρίντσα, όπως έγραψαν τα media στη χώρα του.