Επικαιρότητα

Αντίστροφη μέτρηση για τη συναίνεση

Η συντομότερη οδός περνάει μέσα από τη συναίνεση και συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων. Κανένας προϋπολογισμός και κανένα πρόγραμμα προσαρμογής δεν θα είναι επιτυχημένο χωρίς την πολυσυζητημένη συναίνεση...
Γιώργος Στρατόπουλος

Ψηφίστηκε την Κυριακή 7/12 ο προϋπολογισμός που προβλέπει ύφεση για μια ακόμη χρονιά. Αν η 6η μέρα χωρίς νερό είναι μοιραία για τον άνθρωπο, ποια χρονιά ύφεσης είναι μοιραία για την κοινωνία; Ποια χρονιά χωρίς χρηματοδότηση από τις τράπεζες είναι μοιραία για την οικονομία; Ο χρόνος τώρα είναι το πιο κρίσιμο μέγεθος. Χρειάζεται να επιστρέψουμε σε ανάπτυξη το γρηγορότερο. Η συντομότερη οδός περνάει μέσα από τη συναίνεση και συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων. Κανένας προϋπολογισμός και κανένα πρόγραμμα προσαρμογής δεν θα είναι επιτυχημένο χωρίς την πολυσυζητημένη συναίνεση.

Στερεύει η κλεψύδρα
Εξανεμίζονται τα οικονομικά αποθέματα, εξαντλείται ο πολιτικός χρόνος, η υπομονή, η αντοχή, η ανοχή των περισσοτέρων. Για ελπίδα, ούτε λόγος! Στην ύφεση των προηγούμενων χρόνων προστέθηκαν εντελώς αδικαιολόγητα άλλα 2 χρόνια ύφεσης. Αδικαιολόγητα γιατί η ύφεση που βιώνουμε τώρα (2015-16) δεν προκλήθηκε επειδή μειώνουμε τα τεράστια πρωτογενή ελλείμματα, αλλά είναι ξεκάθαρα και εξ ολοκλήρου γέννημα λανθασμένων εκτιμήσεων, άγνοιας κινδύνου και πρωτόγνωρης πολιτικής και οικονομικής προχειρότητας.
Όμως βρισκόμαστε στην πιο κρίσιμη στιγμή από το 2010. Καθώς τα προηγούμενα χρόνια επισώρευσαν εξουθενωτικά βάρη σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις εξαντλώντας τα αποθέματα αποταμίευσης. Κάθε επιπλέον χρόνος παράτασης της ύφεσης έχει δυσανάλογα καταστροφικά αποτελέσματα σε σχέση με την έντασή της. Μπορεί να λειτουργήσει όχι σαν ένα ακόμη, αλλά σαν το τελειωτικό χτύπημα στον εξαντλημένο παλαιστή, αυτό που τον βγάζει νοκ άουτ.

Ανεκμετάλλευτη η συγκυρία 
Η διεθνής συγκυρία ήταν τον τελευταίο χρόνο και είναι – για πόσο ακόμη, άραγε;- πολύ ευνοϊκή για την Ελλάδα. Στην α΄ φάση της κρίσης το πετρέλαιο ήταν στα 100$ το βαρέλι. Από το Φθινόπωρο του 2014 κατρακύλησε κάτω από τα 50$. Η ισοτιμία του Ευρώ κυμαινόταν μεταξύ 1,3-1,4 και από το Φθινόπωρο του 2014 προσγειώθηκε στα επίπεδα του 1,1. Η ΕΚΤ ξεκίνησε ποσοτική χαλάρωση και οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης απολαμβάνουν άφθονη ρευστότητα και εξαιρετικά χαμηλό κόστος χρήματος. Την ίδια στιγμή, στην τουριστική αγορά της ανατολικής Μεσογείου έχουμε περιθώρια πλήρους κυριαρχίας λόγω των πολεμικών και πολιτικών συγκρούσεων που μαστίζουν τους ανταγωνιστές μας. «Εβρεχε ανάπτυξη», με δυο λόγια ειδικά τον τελευταίο χρόνο κι εμείς κρατούσαμε ομπρέλα.
Η ευνοϊκή συγκυρία δεν συντηρείται επ΄ άπειρον. Είναι κι αυτό ένα από τα διδάγματα της προσφυγικής κρίσης. Πρέπει να την εκμεταλλευτούμε, να κάνουμε αμέσως ό,τι χρειάζεται για να μπούμε σε τροχιά ανάπτυξης. Όσο είναι καιρός.

Η κυβέρνηση δεν έχει τα εργαλεία
Το λένε όλοι, εντός και εκτός, ξανά και ξανά: ανάκαμψη θα έρθει από τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα. Χρειαζόμαστε ένα επενδυτικό σοκ, μαζικές επενδύσεις, για να μπούμε σε τροχιά ανάπτυξης.
Η κυβέρνηση δεν έχει τα εργαλεία γι΄ αυτή τη δουλειά. Ούτε καν την αντίληψη της κρισιμότητας των καιρών και των ιεραρχήσεων. Έκλεισε τις τράπεζες για μικροκομματικές σκοπιμότητες, έκλεισε τα ορυχεία στις Σκουριές για προεκλογικούς λόγους, προχωρά (;) την αποκρατικοποίηση των αεροδρομίων με το ζόρι κι ενώ ο πρωθυπουργός την απαξιώνει και τη συκοφαντεί. Και επιτίθεται σε μια ολοκληρωμένη αποκρατικοποίηση, του ΟΠΑΠ, παραβιάζοντας όλες τις ρήτρες. Δεν είναι ότι στο μέλλον θα δικαιωθεί ο ΟΠΑΠ και θα χρειαστεί να καταβάλει το ελληνικό κράτος υπέρογκα πρόστιμα, είναι πως σήμερα στέλνουμε πολύ αποτρεπτικό μήνυμα στους υποψήφιους επενδυτές: δεν τηρούμε τις συμφωνίες, αν κάνετε την αποκοτιά να επενδύσετε στον τόπο μας, εμείς θα σας τιμωρήσουμε.

Κι ενώ η συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων είναι τόσο κρίσιμο πολιτικό και οικονομικό μέγεθος, οι προσπάθειες καταλήγουν σε φιάσκο. Το πρόσφατο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών είχε κάτι από την αύρα του καλοκαιρινού δημοψηφίσματος. Ασαφές, χωρίς ατζέντα με αμφιλεγόμενα μηνύματα κι ένα ανακοινωθέν που επέτεινε τη σύγχυση.

Δεν είναι το χρέος ο καταλύτης
Οσο βαθιά είμαστε στο τούνελ, άλλο τόσο κοντά είμαστε στην έξοδο. Μετά από τόσα χρόνια ύφεσης και περιοριστικής πολιτικής η οικονομία είναι πιεσμένη σαν ελατήριο έτοιμο να εκτιναχθεί υπό τις κατάλληλες συνθήκες. Αν καταφέρει η οικονομία να ξεφύγει από το καθοδικό σπιράλ είναι πολύ πιθανό πως θα ακολουθήσει ένα αυτοτροφοδοτούμενο αναπτυξιακό κύμα. Η κυβέρνηση μοιάζει να πιστεύει πως η αναδιάρθρωση του χρέους την ερχόμενη Άνοιξη θα είναι ο καταλύτης που θα βάλει την οικονομία σε αναπτυξιακή τροχιά.
Πολύ φοβούμαι -και δεν είμαι μόνος- πως η επιμήκυνση των λήξεων του χρέους από τα 30 στα 50 ή και στα 70 χρόνια ή η μείωση των τόκων που ετησίως καταβάλλει η ελληνική δημοκρατία από τα 6-7 δισ. στα 5 δισ. δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα- ούτε καν τα ψυχολογικά. Δεν θα είναι καταλύτης για την επιστροφή της ρευστότητας και των επενδύσεων. Αυτές θα επιστρέψουν μόνον εφόσον αποκτήσουμε εμπιστοσύνη στην οικονομία μας και αξιοπιστία στα μάτια των άλλων.
Όμως είναι τόσο μεγάλο το έλλειμμα αξιοπιστίας της χώρας που ακόμα και αν αύριο αυτή η κυβέρνηση ασκούσε, ως εκ θαύματος, υπεύθυνες αναπτυξιακές πολιτικές, θα χρειαζόταν χρόνος πολύς για να πειστούν εταίροι και επενδυτές πως δεν θα τις καταργήσει μονομερώς όταν η Ευρώπη ανοίξει τις κάνουλες της χρηματοδότησης. Χρόνος πολύς, σοβαρότητα και μεθοδικότητα χρειάζεται και για να αναστραφεί η πεποίθηση πως η Ελλάδα είναι μια επενδυτική παγίδα, ένα failed state που κακομεταχειρίζεται τους επενδυτές, για να πειστούν οι πολίτες πως οι φόροι τους πιάνουν τόπο, πως υπάρχει βάσιμη προοπτική και σχέδιο να τα καταφέρουμε.
Αυτόν τον χρόνο δεν τον έχουμε. Η κυβέρνηση χρειάζεται να επιστρατεύσει άλλα εργαλεία πιο αποτελεσματικά για να φτάσουμε στον στόχο μας εγκαίρως.

Καταλύτης είναι η αναπτυξιακή πολιτική συνεργασία
Αυτό που έδωσε βάθος και διάρκεια στην κρίση είναι η αποτυχία των πολιτικών οργανισμών να ομονοήσουν σε ένα σχέδιο εξόδου από την κρίση ή έστω αυτό που ζήσαμε το καλοκαίρι, συναίνεση στο μνημόνιο. Αν μετά από 7 χρόνια κρίσης το πολιτικό μας σύστημα καταφέρει να συνεννοηθεί, αυτό θα είναι το καταλυτικό εργαλείο που θα αποδώσει γρήγορα οφέλη στο επίπεδο της εμπιστοσύνης, της οικονομίας και της ανάπτυξης. O πιο σύντομος, βατός και αποτελεσματικός δρόμος για την ανάπτυξη περνάει μέσα από την ουσιαστική συναίνεση και συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων.

Η Κυβέρνηση συναινεί;
Ευτυχώς για τον κ. Τσίπρα, σε αντίθεση με την εποχή των Ζαππείων και της Θεσσαλονίκης, η σημερινή αντιπολίτευση έχει πλήρως αποδεχτεί το πλαίσιο της περιοριστικής πολιτικής των Μνημονίων, άρα υπάρχει έδαφος συναίνεσης. Το ερώτημα είναι σε ποιον βαθμό η ίδια η κυβέρνηση έχει αποδεχτεί το πλαίσιο της περιοριστικής πολιτικής και πώς αξιολογεί το ζήτημα της αξιοπιστίας και των συνεργασιών. Γιατί όσο φανατικός Σύριζα κι αν είσαι, δεν μπορείς να χαρακτηρίσεις εύλογη, δημοκρατική, αριστερή και συναινετική την τακτική «υπόγραψε εδώ να τελειώνουμε, αλλιώς θα σε πω “γερμανοτσολιά”».
Όταν η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα έφερε ένα σωστό μέτρο, την κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων είχε την αμέριστη και ουσιαστική συναίνεση της αντιπολίτευσης. Στην πραγματικότητα ήταν ο κ. Τσίπρας που χρειάστηκε να συναινέσει. Εκείνος και ο Σύριζα είτε στην αντιπολίτευση είτε στην συμπολίτευση μέχρι το καλοκαίρι, κραύγαζαν για την υπεράσπιση ενός προνομίου που πολύ σωστά τώρα χαρακτηρίζει άδικο και το καταργεί. Όταν εκείνος συναίνεσε η κατάργηση των πρόωρων συνταξιοδοτήσεων πέρασε αβρόχοις ποσί από την κοινωνία.
Άξιο απορίας είναι και πώς χρησιμοποιεί την όποια επιτευχθείσα συναίνεση η κυβέρνηση. Με το απολύτως συναινετικό σημείο 4 του ανακοινωθέντος της Προεδρίας -αναφέρεται στο Προσφυγικό- το συμβούλιο αρχηγών ζητούσε από την Ευρώπη «να αναγνωρίσει ότι τα σύνορα της Ελλάδας είναι και σύνορα της Ευρώπης» και από τη «Frontex να μετατραπεί σε πραγματική ευρωπαϊκή ακτοφυλακή». Την επομένη η Ευρώπη πίεζε στην ίδια κατεύθυνση, συναίνεση δηλαδή εντός, εκτός και επί τα αυτά. Όμως χρειάστηκε απειλή εξόδου από τη Σένγκεν για να συναινέσει (η κυβέρνηση) στην υλοποίηση του αιτήματος επί του οποίου είχε επιτύχει συναίνεση!

Συνεργασία με επίγνωση και στόχους
Κι ενώ η συνεργασία των πολιτικών δυνάμεων είναι τόσο κρίσιμο πολιτικό και οικονομικό μέγεθος, οι προσπάθειες καταλήγουν σε φιάσκο. Το πρόσφατο συμβούλιο των πολιτικών αρχηγών είχε κάτι από την αύρα του καλοκαιρινού δημοψηφίσματος. Ασαφές, χωρίς ατζέντα με αμφιλεγόμενα μηνύματα κι ένα ανακοινωθέν που επέτεινε τη σύγχυση. Θεωρητικά επρόκειτο για συζήτηση με στόχο τη συναίνεση στη μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, γιατί «η ασφαλιστική μεταρρύθμιση έχει κατ’ εξοχήν χαρακτήρα μακράς πνοής, η κυβέρνηση θεωρεί υποχρέωσή της να αναζητήσει κοινά σημεία με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις…». Ουσιαστικά, συζήτησαν θέματα δημοσιονομικής προσαρμογής. Γιατί το επίπεδο των υφιστάμενων συντάξεων είναι ζήτημα δημοσιονομικής πολιτικής. Πέντε χρόνια τώρα που μειώνουμε συντάξεις δεν κάνουμε μεταρρύθμιση, κάνουμε δημοσιονομική προσαρμογή.

Η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού δεν συζητήθηκε. Όχι μόνο γιατί δεν υπήρχε σχέδιο πρότασης από την κυβέρνηση, αλλά κυρίως γιατί συναίνεση στο Ασφαλιστικό υπάρχει.
Η ασφαλιστική μεταρρύθμιση αφορά στο πλαίσιο και τους κανόνες με τους οποίους θα συνταξιοδοτούνται οι πολίτες στο μέλλον. Ορια ηλικίας συνταξιοδότησης, ενοποίηση ταμείων, ενιαίοι κανόνες απόδοσης συντάξεων, εξορθολογισμός της σχέσης εισφορών-παροχών, πυλώνες ασφάλισης κ.λπ.
Εξ όσων έχω αντιληφθεί, και παρά τις παλινωδίες των δηλώσεων, το σύνολο των κομμάτων του ευρωπαϊκού τόξου συμφωνεί και συναινεί επί της ουσίας και επί της αρχής και στην ανάγκη και στην κατεύθυνση της μεταρρύθμισης.
Εξάλλου πέραν της αναγκαιότητας της μεταρρύθμισης του Ασφαλιστικού, το πολιτικό κόστος στις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί είναι πια μικρό και διαχειρίσιμο. Σε μια κοινωνία που εδώ και 6 χρόνια καθημερινά υποβαθμίζεται το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, λίγο κοστίζουν οι μελλοντικοί όροι συνταξιοδότησης. Στις επόμενες κάλπες πολύ μικρό ποσοστό του εκλογικού σώματος θα έχει θιχτεί ταμειακά από τις αλλαγές στο Ασφαλιστικό. Αυτό που κυρίως μετράει στη διαμόρφωση της ψήφου είναι η βραχεία και οδυνηρή μνήμη του καθημερινού ισολογισμού του νοικοκυριού.

Αντιθέτως, στο συμβούλιο κορυφής συζητήθηκε η προστασία, το ύψος των υφιστάμενων συντάξεων, ένα θέμα δημοσιονομικό. Δεδομένου ότι το 3ο μνημόνιο που καθορίζει το πλαίσιο άσκησης της δημοσιονομικής πολιτικής έχει ήδη ψηφιστεί από το σύνολο του δημοκρατικού ευρωπαϊκού τόξου, δεν υπήρχε καν η ανάγκη διαμόρφωσης εθνικής γραμμής απέναντι στους δανειστές. Είναι απλά θέμα της κυβέρνησης, που έχει την πολιτική ευθύνη να θέσει αναπτυξιακούς στόχους και αναλόγως να εξειδικεύσει τα περιοριστικά μέτρα που προβλέπει η συμφωνία του καλοκαιριού. Υπό αυτήν την έννοια ένα τέτοιο θέμα δεν είχε θέση στην ατζέντα του συμβουλίου για το Ασφαλιστικό. Ο μόνος λόγος που τέθηκε είναι γιατί το πολιτικό κόστος είναι μεγάλο – το ύψος των συντάξεων αφορά ταμειακά άμεσα 2,7 εκατ. πολίτες (το 30% του εκλογικού σώματος) και έμμεσα πολύ περισσότερους.

Το ανακοινωθέν της Προεδρίας μιλούσε για αποφυγή μείωσης των υφιστάμενων συντάξεων κάτι που όσοι το υπέγραψαν γνωρίζουν πως δεν είναι δυνατό. Όμως η βάση της συναίνεσης, η εθνική συνεννόηση δεν μπορεί να είναι οι ψεύτικες κόκκινες γραμμές που τόσες φορές αποδείχθηκαν ευάλωτες σαν τη γραμμή Μαζινό. Οι πολιτικές δυνάμεις πρέπει να συνεννοηθούν λέγοντας αλήθειες. Για να μπορέσουν τα κόμματα ξεπερνώντας τους μικροκομματικούς υπολογισμούς να πουν αλήθειες στην κοινωνία, και στη βάση αυτή να διαμορφωθεί ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο. Όλοι μπορούν να αυξήσουν τις εργοδοτικές εισφορές, μέτρο «ανώδυνο» αλλά αντιαναπτυξιακό. Τη συναίνεση τη χρειαζόμαστε για να ασκήσουμε τις σωστές πολιτικές όχι τις ευχάριστες.

Ο Πρωθυπουργός έχει την εξουσία, την ευθύνη και την πρωτοβουλία των κινήσεων. Περιμένουμε να καταλάβει τι θέλει, τι μπορεί και, κυρίως, τι χρειάζεται η χώρα και πώς θα το πετύχει. Κι ας ελπίσουμε να μην είναι πολύ αργά. Ο χρόνος μετράει αντίστροφα.