Unfair; Ο Μάριο Ζαγκάλο, στον πάγκο της Σελεσάο στο στάδιο της Πόλης του Μεξικού, σχηματίζει τον αριθμό τέσσερα - όσα και τα γκολ που πέτυχε η Βραζιλία στον τελικό του Μουντιάλ του 1970 με την Ιταλία | Photo by Mario De Biasi/Mondadori via Getty Images
Επικαιρότητα

Αντίο στον Μάριο Ζαγκάλο, τον άνθρωπο που ομόρφυνε το ποδόσφαιρο… κατά λάθος

Κατέκτησε τέσσερα Μουντιάλ, τα δύο ως παίκτης και τα άλλα ως προπονητής, δημιούργησε εκείνη τη μοναδική Βραζιλία του 1970 και επέστρεψε για μια ακόμα επιτυχία το 1994. Έφυγε από τη ζωή στα 92 του, έχοντας ασχοληθεί με το άθλημα χωρίς να το πολυθέλει...
Protagon Team

Ένας θρύλος του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, του «jogo bonito» —σωστότερα: ένας θρύλος του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, από αυτούς που το έκαναν το πιο μαζικό προϊόν που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης. Ο Μάριο Ζαγκάλο, ο άνθρωπος που κατέκτησε τέσσερα Μουντιάλ —ως παίκτης και ως προπονητής της Σελεσάο—έφυγε από αυτόν τον κόσμο σε ηλικία 92 ετών.

Ο θάνατος του 92 ετών σπουδαίου Βραζιλιάνου ανακοινώθηκε από τον επίσημο λογαριασμό του στο Instagram.

«Ενας αφοσιωμένος πατέρας, στοργικός παππούς, στοργικός πεθερός, πιστός φίλος, επιτυχημένος επαγγελματίας και σπουδαίος άνθρωπος. Ένα γιγαντιαίο ίνδαλμα, ένας πατριώτης που μας αφήνει κληρονομιά μεγάλων επιτευγμάτων», αναφέρεται στην ανάρτηση.

Ήταν ο «γερόλυκος», ήταν και ο «13ος απόστολος», ήταν φυσικά «ο άρχοντας του Κυπέλλου» – τα προσωνύμια που του έδωσαν οι Βραζιλιάνοι. Οι οποίοι τον λάτρευαν τόσο για τα τρόπαια που έφερε, όσο και για τον χαρακτήρα του, τις εκρήξεις και τις προλήψεις του —ήταν ένας άνθρωπος σαν και τους υπόλοιπους, απλώς το Μουντιάλ το είχε στο τσεπάκι του.

Είτε ως ποδοσφαιριστής, είτε στο τιμόνι της εθνικής ομάδας, ο Μάριο Ζαγκάλο συνέδεσε το όνομά του με μεγάλες επιτυχίες του αθλήματος στη Βραζιλία. Ήταν αριστερό εξτρέμ, μέλος του αντιπροσωπευτικού συγκροτήματος που κατέκτησε το πρώτο Παγκόσμιο Κύπελλο για τη Σελεσάο, το 1958 στη Σουηδία, ενώ ήταν μέλος της ομάδας που επανέλαβε αυτό τον θρίαμβο, τέσσερα χρόνια αργότερα στη Χιλή.

Το 1970 ήταν ο προπονητής της βραζιλιάνικης εθνικής ομάδας του Πελέ, του Ζαϊρζίνιο, του Ριβελίνο, του Τοστάο, της πιο όμορφης ομάδας που έπαιξε ποτέ σε Παγκόσμιο Κύπελλο και έφτασε να το κατακτήσει, σε μια θριαμβευτική πορεία ως τον τελικό της 21ης Ιουνίου, στην Πόλη του Μεξικού, όπου η Βραζιλία συνέτριψε την σπουδαία Ιταλία με 4-1.

♦ Δείτε εδώ τον ιστορικό τελικό Βραζιλία – Ιταλία

Με αυτό το επίτευγμα, ο Μάριο Ζαγκάλο έγινε ο πρώτος άνθρωπος που κέρδισε το Μουντιάλ τόσο ως παίκτης όσο και ο προπονητής. Αργότερα, ήταν βοηθός προπονητή του Κάρλος Αλμπέρτο Παρέιρα, όταν η Βραζιλία πήρε τον τέταρτο τίτλο της, στο Μουντιάλ των ΗΠΑ το 1994.

Οι Βραζιλιάνοι τον αγαπούσαν για τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του. Δεν δίσταζε να απαντήσει σε όσους έλεγαν ότι οι ομάδες του έπαιζαν υπερβολικά αμυντικά. Ένα από τα πιο διάσημα ξεσπάσματά του έγινε μετά την κατάκτηση του Κόπα Αμέρικα από τη Βραζιλία, το 1997 στη Βολιβία. Μετά το τελευταίο σφύριγμα, ούρλιαξε προς τις κάμερες: «Θα αναγκαστείτε να με ανεχθείτε».

Επίσης, ήταν τρομερά προληπτικός και πίστευε ότι ο αριθμός 13 του έφερνε τύχη. Του άρεσαν οι φράσεις με 13 γράμματα, παντρεύτηκε στις 13 του μηνός και κάποτε αστειεύτηκε ότι θα αποσυρθεί από το ποδόσφαιρο στις 13:00, της 13ης Ιουλίου του 2013.

Κι όμως, αυτός ο άνθρωπος που ταυτίστηκε όσο λίγοι άλλοι με το ποδόσφαιρο, ασχολήθηκε με το άθλημα τυχαία.

Ο Μάριο Χόρχε Λόμπο Ζαγκάλο γεννήθηκε στις 9 Αυγούστου 1931, στο Μασεϊό, στις φτωχές βορειοανατολικές ακτές της Βραζιλίας.

Ηθελε να γίνει πιλότος, αλλά η κακή του όραση τον εμπόδισε. Σπούδασε λογιστική και στον ελεύθερο χρόνο του έπαιζε ποδόσφαιρο με την Αμέρικα, μια από τις καλές ομάδες του Ρίο ντε Τζανέιρο.

«Ο πατέρας μου δεν ήθελε να γίνω ποδοσφαιριστής, δεν με άφηνε», είχε πει. «Τότε δεν ήταν ένα σεβαστό επάγγελμα. Για αυτό λέω ότι το ποδόσφαιρο μπήκε στη ζωή μου τυχαία»…

Ο Μάριο Ζαγκάλο ξεκίνησε ως αριστερό χαφ, φορώντας τη φανέλα με το Νο10, η οποία τότε -πριν από τον Πελέ- δεν είχε ακόμα τη σημασία που έχει σήμερα. Συνειδητοποιώντας ότι παίζοντας σε αυτή τη θέση θα ήταν δύσκολο να κληθεί στην εθνική ομάδα, καθώς υπήρχαν πολλοί καλοί παίκτες, έγινε αριστερό εξτρέμ.

Έκανε το ντεμπούτο του σε Μουντιάλ στη Σουηδία, το 1958, όταν έπαιξε βασικός σε όλα τα ματς, δίπλα στον Γκαρίντσα αλλά και τον Πελέ, που τότε ήταν μόλις 17 ετών. «Ημουν 27 και ο Πελέ ήταν 17. Για αυτό λέω ότι ποτέ δεν έπαιξα μαζί του, αλλά ότι εκείνος έπαιξε μαζί μου», είχε δηλώσει.

Αποσύρθηκε από την ενεργό δράση το 1965 και την επόμενη χρονιά ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως προπονητής, αναλαμβάνοντας την Μποταφόγκο. Πέρασε και από άλλες ομάδες, όταν —σε μια άλλη στροφή της μοίρας— κλήθηκε να αντικαταστήσει τον Ζοάο Σαλντάνια στην εθνική ομάδα, λίγους μήνες πριν από το Μουντιάλ του 1970.

Εκείνη η Βραζιλία του Ζαγκάλο μάγεψε τον κόσμο όλο, ήταν η κορύφωση του Πελέ και των άλλων υπέροχων ποδοσφαιριστών εκείνης της μοναδικής φουρνιάς. Παρέμεινε στον πάγκο της Σελεσάο και το 1974 στο Μουντιάλ της Δυτικής Γερμανίας, όπου δεν πήγε ο Πελέ: η τέταρτη θέση όμως, θεωρήθηκε αποτυχία.

Επέστρεψε ως βοηθός του Παρέιρα το 1994, όταν η Βραζιλία κατέκτησε για τέταρτη φορά το Παγκόσμιο Κύπελλο, αυτή τη φορά στο Μουντιάλ των ΗΠΑ. Το 1998 ο Μάριο Ζαγκάλο ήταν ο προπονητής της Βραζιλίας, η οποία έχασε 3-0 από τη διοργανώτρια Γαλλία σε έναν τελικό που αμαυρώθηκε από το πώς χρησιμοποιήθηκε ο μεγάλος σταρ της ομάδας, ο Ρονάλντο.

Πριν από εκείνο το ματς στο Σταντ ντε Φρανς, ο Ρονάλντο έπαθε σπασμούς και ο Ζαγκάλο επικρίθηκε επειδή τον άφησε να παίξει. «Το επέτρεψαν οι γιατροί. Οποιοσδήποτε στη θέση μου θα έκανε το ίδιο. Δεν θα τον εμπόδιζα να παίξει σε τελικό Μουντιάλ», είχε δικαιολογηθεί..

Η τελευταία του παρουσία στον πάγκο της εθνικής ομάδας ήταν στο Μουντιάλ του 2006, όταν ήταν και πάλι βοηθός του Παρέιρα. Η Βραζιλία ήταν το φαβορί, αλλά η ομάδα των Ροναλντίνιο, Κακά, Ρονάλντο και Αντριάνο έχασε από τη Γαλλία στα προημιτελικά.