Είναι αλήθεια πως η Ευρώπη έδωσε μεγάλες και τολμηρές υποσχέσεις για τον περιορισμό των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα με στόχο την επιβράδυνση της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Αλλά καθώς πλησιάζει η ώρα του λογαριασμού, οι κυβερνήσεις αρχίζουν να αντιλαμβάνονται το τίμημα, πολιτικό και οικονομικό, που πρέπει να καταβληθεί και τρομάζουν.
«Οι κάποτε μακρινοί στόχοι καθίστανται πιο πραγματικοί, καθώς η Ευρώπη παλεύει με το πώς να πει στους Γερμανούς ποια αυτοκίνητα μπορούν να οδηγούν, στους Ιταλούς ποιους φούρνους επιτρέπεται να χρησιμοποιούν, στους Πολωνούς ανθρακωρύχους γιατί πρέπει να εγκαταλείψουν τον άνθρακα και στους Βρετανούς γιατί δεν μπορούν να συνεχίσουν να εκμεταλλεύονται τα τεράστια αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου της χώρας τους», αναφέρουν ενδεικτικά οι Γουίλιαμ Μπουθ και Αντονι Φαϊόλα της Washington Post σε εκτενή ανάλυσή τους.
Η Βρετανία και η Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν δεσμευτεί για μηδενικό ισοζύγιο άνθρακα έως το 2050, με δραστικές περικοπές έως το 2030. Αλλά σε ολόκληρη την Ευρώπη των καυσώνων (ειδικά φέτος το καλοκαίρι) και των ανεξέλεγκτων πυρκαγιών στη Μεσόγειο «μια αντίδραση σιγοβράζει κατά ορισμένων από τους πιο φιλόδοξους πράσινους στόχους στον κόσμο», γράφουν οι αμερικανοί δημοσιογράφοι.
Την περασμένη εβδομάδα, ο βρετανός πρωθυπουργός Ρίσι Σουνάκ ταξίδεψε στη Σκωτία για να ανακοινώσει, εκπλήσσοντας τους πάντες, ότι άναψε το πράσινο φως για περισσότερες γεωτρήσεις στη Βόρεια Θάλασσα με στόχο τον εντοπισμό και την άντληση πετρελαίου και φυσικού αερίου.
Ακτιβιστές της Greenpeace αντέδρασαν άμεσα, καλύπτοντας ολόκληρη την ιδιωτική έπαυλη του βρετανού πρωθυπουργού στην ύπαιθρο του Γιορκσάιρ με μαύρο, στο χρώμα του πετρελαίου, ύφασμα, και προειδοποιώντας πως το εν λόγω σχέδιο της κυβέρνησής του θα μπορούσε να εξανεμίσει τις πιθανότητες της Βρετανίας να εκπληρώσει τις δεσμεύσεις τη όσον αφορά τις εκπομπές ρύπων.
Οι δημοσιογράφοι της Washington Post εξηγούν πως αυτή η αναπάντεχη στροφή του Ρίσι Σούνακ οφείλεται εν μέρει στην εξίσου αναπάντεχη επικράτηση των χειμαζόμενων Τόρις σε μια ενδιάμεση εκλογική αναμέτρηση για μια έδρα στο κοινοβούλιο (εκείνη που εγκατέλειψε ο Μπόρις Τζόνσον μετά την παραίτησή του) σε ένα προάστιο του Λονδίνου, όπου οι ψηφοφόροι μαύρισαν τους Εργατικούς, θέλοντας, έτσι, να εκφράσουν την εναντίωσή τους στην επιβολή ενός νέου περιβαλλοντικού τέλους από τον Εργατικό δήμαρχο του Λονδίνου Σαντίκ Καν με στόχο τον δραστικό περιορισμό της κυκλοφορίας ρυπογόνων οχημάτων στην βρετανική πρωτεύουσα.
Ωστόσο εντάσεις για τα αυτοκίνητα καταγράφονται και στα κράτη-μέλη της ΕΕ. Το περασμένο φθινόπωρο το μπλοκ των 27 κατέληξε σε μια κορυφαία παγκοσμίως πολιτική συμφωνία για να τερματιστεί ουσιαστικά η πώληση μη ηλεκτρικών αυτοκινήτων έως το 2035. Αλλά φέτος μια ομάδα χωρών προσπάθησε να χαλαρώσει τους σχετικούς κανόνες. Τελικά οι κανονισμοί παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό άθικτοι, αν και η Γερμανία εξασφάλισε μια εξαίρεση για τα συμβατικά οχήματα (με κινητήρα εσωτερικής καύσης) που θα λειτουργούν με κλιματικά ουδέτερα συνθετικά καύσιμα.
Παρότι τα εν λόγω καύσιμα δεν είναι ακόμη οικονομικά βιώσιμα για μαζική χρήση, η εξαίρεση που εξασφάλισε η Γερμανία, καταδεικνύει μια αυξανόμενη δυσαρέσκεια, τόσο στους κόλπους της αυτοκινητοβιομηχανίας όσο και μεταξύ των εργαζομένων σε όλη την Ευρώπη, σχετικά με την πλήρη μετάβαση στα ηλεκτρικά οχήματα και το τέλος των αυτοκινήτων με κινητήρα εσωτερικής καύσης – η παραγωγή των οποίων συνδέεται με δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας στη Γερμανία, την Ιταλία και αλλού στην ΕΕ.
Ιταλία και άλλα κράτη της ΕΕ βάλλουν επίσης κατά του «Euro 7», μιας σειράς κανονισμών που αποσκοπούν στον δραστικό περιορισμό των καυσαερίων αυτοκινήτων έως το 2025. «Η Ιταλία, με τη Γαλλία, την Τσεχική Δημοκρατία, τη Ρουμανία, την Πορτογαλία, τη Σλοβακία, τη Βουλγαρία, την Πολωνία και την Ουγγαρία, μπορούν να εμποδίσουν αυτό το άλμα στο σκοτάδι», δήλωσε ο ακροδεξιός υπουργός Μεταφορών της Ιταλίας, Ματέο Σαλβίνι, σε συνέδριο αντιπροσώπων αυτοκινήτων τον Μάιο στη Βερόνα. «Είμαστε πλέον μια μειοψηφία που εμποδίζει. θέλουμε να γίνουμε πλειοψηφία».
Οι δημοσιογράφοι της Washington Post αναφέρουν στο δημοσίευμά τους πως παρά τους όποιους ισχυρισμούς, οι αναλυτές θεωρούν πως η αναίρεση ήδη συμφωνηθέντων κανονισμών είναι μάλλον απίθανη. Οι όποιες νέες συμφωνίες, όμως, είναι σίγουρα πιο ευάλωτες.
Ο γάλλος πρόεδρος, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια μιας ομιλίας για την αναζωογόνηση της γαλλικής βιομηχανίας, τον Μάιο, απηύθυνε έκκληση για ένα «ευρωπαϊκό διάλειμμα από την επεξεργασία ρυθμιστικών κανόνων». «Εχουμε ήδη εγκρίνει πολλούς περιβαλλοντικούς κανονισμούς σε ευρωπαϊκό επίπεδο, περισσότερους από άλλες χώρες», είπε ο Μακρόν. «Τώρα θα πρέπει να τους εφαρμόζουμε, όχι να κάνουμε νέες αλλαγές, διαφορετικά θα χάσουμε όλους τους [βιομηχανικούς] παίκτες μας». Πρόσθεσε επίσης πως η Ευρώπη κάνει αυτό που της αναλογεί και «είναι μπροστά από τους Αμερικανούς, τους Κινέζους και από οποιαδήποτε άλλη δύναμη στον κόσμο».
Η Ε.Ε. έχει μειώσει τις κατά κεφαλήν εκπομπές της κατά 29% από το 1990, αλλά καλείται να κάνει πολλά ακόμη πολλά ακόμη. Συνολικά, πρώτοι σε εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου σήμερα έρχονται οι Κινέζοι, δεύτεροι οι Αμερικανοί, τρίτοι οι Ευρωπαίοι (ΕΕ), τέταρτοι οι Ινδοί, πέμπτοι οι Ρώσοι και έκτοι οι Ιάπωνες. «Η επικρατούσα έννοια της κλιματικής δικαιοσύνης υποδεικνύει ότι οι πλούσιες χώρες που ανέπτυξαν τις οικονομίες τους ενώ ξερνούσαν άνθρακα επί έναν αιώνα πρέπει να κάνουν περισσότερα από τις φτωχότερες, λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες που είναι ιστορικά λιγότερο υπεύθυνες για την κλιματική αλλαγή», επισημαίνουν στο κείμενό τους οι Γουίλιαμ Μπουθ και Αντονι Φαϊόλα.
Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν πως οι πολίτες στη Βρετανία και στην Ευρώπη τάσσονται μαζικά υπέρ της δραστικής μείωσης των εκπομπών «αλλά ο ζήλος μειώνεται όταν οι δημοσκόποι θέτουν πιο λεπτομερείς ερωτήσεις σχετικά με την προθυμία των ανθρώπων να κάνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής τους ή να ξοδέψουν πολλά χρήματα», προσθέτουν.
Μιλώντας στην Washington Post ο Σιμόνε Ταλιαπέτρα ανώτερος συνεργάτης της δεξαμενής σκέψης Bruegel που εδρεύει στις Βρυξέλλες, αναφέρθηκε ενδεικτικά στη νέα (ακρο)δεξιά κυβέρνηση της ιταλίδας πρωθυπουργού Τζόρτζα Μελόνι, η οποία εναντιώνεται στα πανευρωπαϊκά πρότυπα ενεργειακής απόδοσης κτιρίων που θα μπορούσαν να καταστήσουν υποχρεωτική τη μαζική ανακαίνιση κτιρίων σε όλη την Ευρώπη.
«Η Μελόνι και άλλοι λένε, “Κοιτάξτε, γιατί πρέπει να αναγκάσουμε τους πολίτες μας να ανακαινίσουν τα κτίριά τους; Δεν μπορούμε να το επιβάλουμε αυτό στους απλούς ανθρώπους”», εξήγησε ο ιταλός ειδικός. «Αυτό είναι το είδος της αντίδρασης που παρατηρείται όταν η κλιματική πολιτική εισέρχεται πραγματικά στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων. Και μπορεί να είναι αρκετά πετυχημένη».
Στο αμερικανικό δημοσίευμα αναφέρεται πως η ιταλίδα πρωθυπουργός είναι ιδιαίτερα προσεκτική όσον αφορά το περιβάλλον, αποφεύγοντας επιδέξια να χαρακτηριστεί «αρνήτρια της κλιματικής αλλαγής» και μιλώντας συγχρόνως για «ρεαλιστικές» λύσεις που δεν θα γονατίσουν τις οικονομίες της Ευρώπης.
Ως «αναλογική και ρεαλιστική» χαρακτήρισε τη νέα του πολιτική για τη Βόρεια Θάλασσα και ο πρωθυπουργός της Βρετανίας. Καθώς η χώρα απομακρύνεται από τα ορυκτά καύσιμα – προς την αιολική, την ηλιακή και την πυρηνική ενέργεια και το κάνει με ρυθμό – θα συνεχίσει να χρειάζεται πετρέλαιο και φυσικό αέριο για τις επόμενες δεκαετίες. Γιατί, οπότε, να αγοράζει ξένο πετρέλαιο, διερωτάται «ρεαλιστικά» ο Ρίσι Σούνακ, ο οποίος δηλώνει ότι εξακολουθεί να δεσμεύεται για κλιματική ουδετερότητα έως το 2050. Κα για να εξισορροπήσει τη στροφή του προς το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, ανακοίνωσε επίσης επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ανάπτυξη νέων προηγμένων τεχνολογιών σύλληψης άνθρακα.
Αλλά η δεξιά πτέρυγα του Συντηρητικού Κόμματος του Σούνακ είναι γεμάτη με σκεπτικιστές για το κλίμα, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ένας θερμότερος κόσμος δεν θα είναι τόσο κακός για την υγρή, συννεφιασμένη Βρετανία. Χλευάζουν τους ακτιβιστές για το κλίμα και προειδοποιούν ότι το κόστος της πράσινη μετάβασης είναι πολύ υψηλό – ειδικά όταν κορυφαίοι ρυπαντές όπως η Κίνα και η Ρωσία δεν ακολουθούν την πορεία της Δύσης.
Ο Ντέιβιντ Φροστ, πρώην υπουργός και επικεφαλής διαπραγματευτής για το Brexit, είπε, τον προηγούμενο μήνα, στη Βουλή των Λόρδων ότι η αύξηση της θερμοκρασίας «είναι πιθανό να είναι ευεργετική» για τη Βρετανία, επειδή περισσότεροι άνθρωποι στη χώρα πεθαίνουν από το κρύο παρά από τη ζέστη. Υποστήριξε επίσης πως αντί να ξοδέψει δισεκατομμύρια για ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η Βρετανία θα πρέπει να προσαρμοστεί «στις απόλυτα διαχειρίσιμες συνέπειες της αργής αύξησης της θερμοκρασίας καθώς αυτές σημειώνονται. Πρέπει να αφήσουμε στην άκρη την τρέχουσα διάθεση υστερίας και να προσπαθήσουμε να αξιολογήσουμε λογικά τις επιλογές», πρόσθεσε ο βρετανός πολιτικός, παραβλέποντας, μάλλον, τους πολυήμερους καύσωνες και τις θερμοκρασίες ρεκόρ που είχαν ήδη αρχίσει να καταγράφονται στην Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στην Ασία, καθιστώντας, τελικά τον προηγούμενο Ιούλιο τον θερμότερο μήνα στην παγκόσμια ιστορία.