Αν έχεις τέτοιους… ευρωπαίους δικαστές, τι να τους κάνεις τους ευρωσκεπτικιστές και τους εχθρούς της Ενωσης; Ο λόγος για τους γερμανούς δικαστές που, στην ουσία, δεν θέλουν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) να κάνει σωστά τη δουλειά της σαν κανονική κεντρική τράπεζα της Ευρωζώνης, η οποία φροντίζει να επιλύει προβλήματα του νομίσματός της (το οποίο, με τη σειρά του, οφείλει να μην είναι μόνο «γερμανικό» ή κατεξοχήν «γερμανικό»).
Πράγματι, σάλο προκάλεσε η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας που βάλλει κατά της νομισματικής πολιτικής που άσκησε η ΕΚΤ χρησιμοποιώντας το εργαλείο της ποσοτικής χαλάρωσης (QE).
Οι γερμανοί δικαστές που έλαβαν την απόφαση ότι το πρόγραμμα της ΕΚΤ, του 2015, περί αγοράς ομολόγων, ήταν «εν μέρει αντισυνταγματικό» (εδώ) συγκεντρώνουν ήδη τα πυρά της κριτικής επειδή, πρωτίστως, παραβιάζουν την ανεξαρτησία ενός θεσμικού οργάνου της Ευρωπαϊκής Ενωσης με διακριτό ρόλο και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, υπονομεύουν τον ίδιο τον χαρακτήρα της Ευρωζώνης, δηλαδή της μεγαλύτερης «τομής» που έχει γίνει σε όλη την Ιστορία της ΕΕ.
Ετσι η απόφαση επικρίνεται και σαν εξόχως ευρωσκεπτικιστική αν όχι αντιευρωπαϊκή, επειδή η χρήση του μέτρου της ποσοτικής χαλάρωσης από πλευράς ΕΚΤ αφορούσε αγορά δημοσίου χρέος κρατών-μελών (περί τα 2,5 τρισ. ευρώ) και αποσκοπούσε στη δημιουργία και κυκλοφορία χρήματος προς τόνωση της κατανάλωσης εντός της Ευρωζώνης.
Η αντιευρωπαϊκή χροιά της εν λόγω απόφασης ενισχύεται και από το αποτέλεσμά της, αφού, κατόπιν αυτών των εξελίξεων, η γερμανική κεντρική τράπεζα, η Bundesbank, διαθέτει την επιλογή της αποχώρησης από το πρόγραμμα της ΕΚΤ, κάτι που ισοδυναμεί με καταστροφικό πλήγμα στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
- Η χρονική συγκυρία σοκάρει επίσης τους αναλυτές, αφού ακριβώς τώρα η Ενωση επεξεργάζεται ένα πρόγραμμα διάσωσης των μελών της από τις υφεσιακές συνέπειες της πανδημίας. Η απόφαση κρίνεται ότι τορπιλίζει το όλο εγχείρημα για μείωση των κινδύνων που απειλούν την Ευρώπη, αφού στερεί επιλογές από την ευρωπαϊκή ηγεσία.
Οι σφοδρότεροι επικριτές της απόφασης υπογραμμίζουν ότι επιχειρείται από τη γερμανική Δικαιοσύνη παρεμπόδιση της κανονικής λειτουργίας της ΕΚΤ και περιορισμός της ανεξαρτησίας της με πρόσχημα τον διαχωρισμό της νομισματικής από την οικονομική πολιτική, κάτι ούτως ή άλλως εξαιρετικά δυσνόητο και ασαφές για μη ειδικούς.
Ενας δεύτερος λόγος που σοκάρει, αλλά ταυτόχρονα και προκαλεί, είναι το γεγονός ότι στο γερμανικό δικαστήριο προσέφυγε κατά των πολιτικών του Μάριο Ντράγκι ένας από τα υψηλόβαθμα στελέχη της ακροδεξιάς, εθνικιστικής πολιτικής παράταξης «Εναλλακτική για τη Γερμανία», κάτι που από μόνο του λέει πολλά.
Η απάντηση της Κομισιόν
Σκληρή ήταν η απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας και την απόφασή του για το QE της ΕΚΤ. Η Κομισιόν υπενθύμισε ότι η ευρωπαϊκή νομοθεσία υπερισχύει του γερμανικού συντάγματος διαμηνύοντας ότι οι αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου είναι δεσμευτικές για το γερμανικό δικαστήριο.
Η Κομισιόν απαντά στην απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, που εξέφρασε ενστάσεις στη νομιμότητα του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, θέτοντας διορία τριών μηνών στην ΕΚΤ να αποδείξει την αναγκαιότητα του QE, αλλιώς θα πρέπει η Bundesbank να σταματήσει τις αγορές κρατικού χρέους.
Η απόφαση της γερμανικής Δικαιοσύνης έρχεται σε αντίθεση με την απόφαση του ανώτατου δικαστηρίου της ΕΕ. το 2018, σύμφωνα με την οποία το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων της ΕΚΤ εναρμονίζεται με την ευρωπαϊκή νομοθεσία.
Οι ενστάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας προκάλεσαν έντονες αναταράξεις στις αγορές, με πιέσεις στο ευρώ και τα κρατικά ομόλογα της ευρωζώνης.
Οι σχολιαστές δεν θεωρούν ότι η Ανγκελα Μέρκελ θα λογαριάσει τους δικαστές του Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, ωστόσο αναμένουν και τις δικές της επικρίσεις. Μέχρι τότε αρκούνται σε πικρό χιούμορ για τον αναχρονιστικό «γερμανισμό», προτείνοντας στην ηγεσία της ΕΚΤ να μην εξηγήσει στους γερμανούς δικαστές μόνο «το πώς και το γιατί» του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά και τι σημαίνει για την Ενωση, και ειδικά για τη Γερμανία, τυχόν εγκατάλειψη της Ευρωζώνης από χώρες με ισχυρές οικονομίες (παρά το κρατικό χρέος) όπως είναι η Ιταλία και η Ισπανία, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει το euroactiv.com