«Μη μού φυσάς τον καπνό στη μούρη, σκκκκυλί!». Μνημειώδης εκφορά. Ανάμεσα στα δόντια. Με ένα γύρισμα στη γλώσσα. Το θυμάμαι αυτό το νούμερο της Ανέζας Παπαδοπούλου, εκεί κάτω, στο υπόγειο της Κ. Μελενίκου της Θεσσαλονίκης. Στο «Υψηλόν Βολτάζ» των Αγάμων Θυτών. Εκεί, που όλα ξεκίνησαν για την παρέα του Ιεροκλή Μιχαηλίδη, τον Οκτώβριο του 1980.
Δεν άργησε να δέσει με το σχήμα και μια «ηθοποιάρα» του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Η Ανέζα Παπαδοπούλου, που είχε στο ενεργητικό της, εκείνη την εποχή, μια θρυλική παράσταση Μπρεχτ (και Βάιλ) στο Θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, έφυγε από τη ζωή την Παρασκευή στα 65 της κτυπημένη από τον καρκίνο.
«Μη μού φυσάς τον καπνό στη μούρη, σκκκκυλί!». Οχι, δεν είχε κάνει την Τζένη των Πειρατών η Αννέζα σε εκείνη την ιστορική παράσταση. Σκηνοθεσία, Νίκος Κούνδουρος. Μουσική προσαρμογή και ενορχήστρωση της μουσικής και των τραγουδιών του Κουρτ Βάιλ, Νίκος Μαμαγκάκης. Σκηνικά, Διονύσης Φωτόπουλος.
Τζένη των Πειρατών, Βέρα Κρούσκα. Μάκυ ο φονιάς (που «φυσούσε τον καπνό στα μούτρα»), Ανδρέας Ζησιμάτος. Μαθιός, Τάσος Παλαντζίδης. Κύριος Πήτσαμ, Νίκος Βρεττός. Και η Ανέζα, Πόλυ Πήτσαμ. Με χορό και τραγούδι.
Δεν την ενσάρκωσε εκεί την Τζένη. Αλλά το είχε… άχτι και την μετέφερε στο «Υψηλόν Βολτάζ» των Αγάμων Θυτών. Και την αποθέωσε. Και έσκισε. Ορθιοι την αποθέωναν. Οχι πως για τα υπόλοιπα μέλη της παρέας δεν είχε βροντερό χειροκρότημα.
Να, μ’ αυτή την ανάμνηση ξεκινήσαμε. Πατώντας πάνω σε τόσους ρόλους. Τόσες ερμηνείες. Τόσες μεγάλες στιγμές της «πλασμένης για θεατρίνας» Ανέζας Παπαδοπούλου.
Κάνω ένα άλμα, μεγάλο, λοιπόν στο χρόνο, με την ταχύτητα των αναμνήσεων, και βρίσκομαι σε έναν σωρό από σκουπίδια. Εκεί που έζησε και ανέπνευσε τον τελευταίο θεατρικό ρόλο της η Ανέζα Παπαδοπούλου. Γουίνι στις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ. Ευτυχής μέσα στη διδαχή του σωματικού θεάτρου από το σκηνοθέτη Σάββα Στρούμπο, στο Θέατρο Αττις. Φεβρουάριος 2020. Λίγο πριν την καραντίνα… Κι αργότερα, περιοδεία.
Μια Αννέζα που κατέχει, χρόνια πια, τις λεπταίσθητες αποχρώσεις της θεατρικής πράξης. Και τις φωτίζει, τους βάζει φωτιά όσο να φωτίσουν το γύρω της θεατρικό σύμπαν. Μέσα σε μια πράσινη σαλοπέτ. Να πολεμά την απόγνωση (της ηρωίδας, Γουίνι) με την αισιοδοξία της για τη ζωή.
Στη «Μικρά Αγγλία»
Και κάπου ανάμεσα μια κινηματογραφική… έκλαμψη. Σκληρή, αυστηρή και τόσο ανθρώπινη συνάμα. Αρχτετυπική, αδίστακτη ελληνίδα μάνα. Μάνα της Μόσχας και της Όρσας: Η Μίνα Σαλταφέρου στην υποβλητική και βραβευμένη ταινία του Παντελή Βούλγαρη «Μικρά Αγγλία» (2015), από το βιβλίο της Ιωάννας Καρυστιάνη.
«Η Μίνα, σκεφτόμουν, ήταν και αυτή ένα παιδί. Ετσι γλύτωσα από την πρώτη αίσθηση της σκληρότητας της», έγραφε η ίδια μετά. «Και έπειτα; Αυτό το βλέμμα το γεμάτο από το μπλε της θάλασσας και το κυπαρισσί της φύσης, αρχίζει να χάνει το διάπλατο του στίγμα, αρχίζει να ορίζεται, να περιορίζεται, να αυτοπαγιδεύεται, να κλείνει τα παντζούρια της ψυχής, να βυθίζεται σχεδόν ειδωλολατρικά στα απαγορεύω και τα πρέπει της μικρής κοινωνίας με μια αγωνία σχεδόν ιερή».
Και παράξενη πλουσία μάνα – του Νίκου Κουρή – στην κινηματογραφική «Αληθινή ζωή» του Πάνου Κούτρα (2004). Και επίσης παράξενη ηρωίδα στα «120 ντεσιμπέλ» (1987) του Βασίλη Βαφέα, δίπλα στην Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, τη Ρουμπίνη Βασιλακοπούλου και τον Άλκη Παναγιωτίδη. Ο Βαφέας την είχε σκηνοθετήσει και στον «Έντμοντ» του Ντέιβιντ Μάμετ στο ΚΘΒΕ, τρία χρόνια μετά.
Και… Κυρία στις «Δούλες» του Ζαν Ζενέ, στο Θέατρο της Οδού Κεφαλληνίας (2005), εναλλάξ με την μεγάλη Μάγια Λυμπεροπούλου. Σε σκηνοθεσία του αξέχαστου Λευτέρη Βογιατζή. Με Κλαιρ τη Ρένη Πιττακή και Σολάνζ την Μπέττυ Αρβανίτη. Μεγάλη στιγμή.
Ακόμη, στην θρυλική «Ελένη» του Ανδρέα Βουτσινά για το ΚΘΒΕ, με την Αλεξάνδρα Λαδικού. Ή στη «Γέρμα» και πάλι του Κρατικού, σε σκηνοθεσία Θόδωρου Τερζόπουλου.
Ή στο Θέατρο Κάππα, το 2002, ως Κάθλιν στο «Ταξίδι μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Ο’ Νιλ, σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου, σε μετάφραση Νόνικας Γαληνέα, σκηνοθεσία Γιάννη Ιορδανίδη και μουσική Φίλιππου Τσαλαχούρη. Δίπλα στη Βέρα Ζαβιτσάνου και τον Γιώργο Μοσχίδη.
Τη θυμάμαι ως πολυπρόσωπη «Φαίδρα» του Ευριπίδη, του Ρακίνα, του Ρίτσου, μαζί με το Χρήστο Στέργιογλου, στους Θεατρικούς Μονολόγους της Πολιτιστικής Ολυμπιάδας (2003). Με τις λεπταίσθητες αποχρώσεις της ερμηνείας της… φλεγόμενες.
Κι έπειτα, η εξίσου σκληρή επιφανειακά, λιωμένη στο μέσα της, Εκάβη της, με το Δάσκαλο Θόδωρο Τερζόπουλο και το Θέατρο «Αττις». Στις «Τρωάδες» του, που ξεκίνησαν από την Πάφο, ως συμπαραγωγή με τον Οργανισμό «Πάφος Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης 2017», και έφτασαν ώς την Ιαπωνία (στη Θεατρική Ολυμπιάδα της Τόγκα, υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του μεγάλου Ταντάσι Σουζούκι.)!
Ολες οι ιστορίες, έλεγε, και οι θεατρικές ιστορίες, «είναι αλληγορίες. Καθρέφτης της ψυχής του θεατή».
Ναι, λοιπόν, το θέατρο. Το θέατρο. Και η Ανέζα Παπαδοπούλου. «Ναι, η ζωή υποθέτω, δεν υπάρχει άλλη λέξη», όπως έλεγε και η Γουίνι της στις ύστατες «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ…