Σε αντίθεση με όσους διατείνονται ότι ο περιορισμός της πλανητικής υπερθέρμανσης μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την παύση της οικονομικής επέκτασης, ο διάσημος οικονομολόγος Τζόζεφ Στίγκλιτς μάς διαβεβαιώνει ότι είναι εφικτή η ποιοτική αναβάθμιση της ανάπτυξης ώστε και να μειωθούν οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις σε παγκόσμιο επίπεδο και να μην καταδικαστούν δισεκατομμύρια άνθρωποι σε υποβαθμισμένο βίο στερήσεων.
Η τοποθέτησή του περικλείει το πνεύμα και την ουσία της καπιταλιστικής οικονομίας: η ανάπτυξη μπορεί να αλλάξει, αλλά δεν μπορεί επ’ ουδενί να σταματήσει.
Ο νομπελίστας, αρθρογραφώντας στο Project Syndicate, αναγνωρίζει ότι «ζούμε πέρα από τα όρια του πλανήτη μας», ότι «η κλιματική αλλαγή αντιπροσωπεύει τον σημαντικότερο κίνδυνο που αντιμετωπίζουμε», ότι «πρέπει να αναλάβουμε έντονη δράση τώρα για να αποφύγουμε την κλιματική καταστροφή στην οποία κατευθύνεται ο κόσμος», ωστόσο δεν θεωρεί ότι η οικονομία πρέπει να βάλλεται σαν υπεύθυνη.
Σημειώνει την παραδοξότητα των καιρών: οι ΗΠΑ βαρύνονται με την υψηλότερη κατά κεφαλήν εκπομπή αερίων θερμοκηπίου, πλήττονται από ακραία καιρικά φαινόμενα, ωστόσο αρνούνται να τηρήσουν τη Συμφωνία του Παρισιού του 2015 καθότι κυβερνώνται και ένα πολιτικό κόμμα που δεν πιστεύει ότι υπάρχει πρόβλημα.
Βεβαίως υπάρχει πρόβλημα, γράφει, αναλύει τα δεδομένα του, επιχειρεί αναγωγές. Αλλά αισθάνεται την υποχρέωση να τοποθετηθεί αντιθετικά προς τους κατεδαφιστές των ΑΕΠ: «Χωρίς οικονομική ανάπτυξη, δισεκατομμύρια άνθρωποι θα παραμείνουν χωρίς επαρκή τροφή, στέγαση, ένδυση, εκπαίδευση και ιατρική περίθαλψη». Αυτές δεν είναι διαπραγματεύσιμες εκτιμήσεις. «Ωστόσο υπάρχει αρκετός χώρος για να αλλάξει η ποιότητα της ανάπτυξης, να μειωθούν σημαντικά οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις. Ακόμη και χωρίς σημαντικές τεχνολογικές εξελίξεις», επισημαίνει, «μπορούμε να επιτύχουμε την ουδετερότητα του άνθρακα μέχρι το 2050».
Η τελευταία αναφορά του συνοδεύεται από μνεία μιας «ευπρόσδεκτης εξέλιξης» που δεν έρχεται από την Αμερική αλλά από την Ευρώπη. Ο Στίγκλιτς θεωρεί αξιοσημείωτη την ευρωπαϊκή στροφή στην πράσινη οικονομία και μνημονεύει τους «τόσο πολλούς ευρωπαίους ηγέτες» που «καταβάλλουν προσπάθειες για να εξασφαλίσουν ότι ο κόσμος θα είναι ουδέτερος από άποψη εκπομπών άνθρακα έως το 2050». Είναι βέβαιος ότι η «μετάβαση σε μια πράσινη οικονομία θα μπορούσε να προωθήσει την καινοτομία και την ευημερία».
Η αναμενόμενη θετική εξέλιξη όσον αφορά τον περιορισμό της αύξησης της θερμοκρασίας του πλανήτη μας θα είναι αποτέλεσμα κεντρικών οικονομικών επιλογών: «Δεν θα συμβεί από μόνη της, δεν θα συμβεί αν αφήσουμε το ζήτημα στην αγορά».
Ο ρόλος του κράτους αναδεικνύεται και εδώ κομβικός: «Θα συμβεί μόνο αν συνδυάσουμε υψηλά επίπεδα δημοσίων επενδύσεων με ισχυρή ρύθμιση και κατάλληλη περιβαλλοντική τιμολόγηση».
Ο Στίγκλιτς προειδοποιεί και για το κοινωνικό αποτύπωμα των μέτρων που θα συνοδεύσουν τη μετάβαση στην πράσινη ανάπτυξη. Αυτά δεν πρέπει να είναι αντικοινωνικά: «Δεν θα επιτευχθούν οι στόχοι αν ρίξουμε το βάρος της προσαρμογής στους φτωχούς. Η περιβαλλοντική βιωσιμότητα μπορεί να έλθει μόνο με προσπάθειες για επίτευξη μεγαλύτερης κοινωνικής δικαιοσύνης» γράφει ο νομπελίστας οικονομολόγος με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο.
Ο πράσινος Στίγκλιτς
Ορισμένα χωρία του άρθρου του αμερικανού οικονομολόγου μπορούν να χαρακτηριστούν πράσινα εξ ορισμού, είτε αφορούν τις ΗΠΑ μόνον είτε τον πλανήτη συνολικά. Ο Στίγκλιτς αποφαίνεται:
- ότι οι μελέτες που δηλώνουν πως μπορούμε να ανεχθούμε υψηλότερες θερμοκρασίες είναι βαθιά λανθασμένες,
- ότι όταν οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής είναι μεγάλες, είμαστε λιγότερο ικανοί να απορροφήσουμε το κόστος τους,
- ότι δεν υπάρχει ταμείο για άντληση κεφαλαίων εάν χρειαστούμε επενδύσεις έπειτα από μεγάλης κλίμακας αποτελέσματα της κλιματικής αλλαγής (μεγάλη αύξηση της στάθμης της θάλασσας, κίνδυνοι για τη δημόσια υγεία, μαζική μετανάστευση),
και τέλος
- ότι είναι ηθικώς απαράδεκτο να «μη μετρούν πολύ» οι μέλλουσες γενεές στον τωρινό προγραμματισμό μας.