Καλώς ή κακώς, αποτελεί γεγονός πως ο Ντόναλντ Τραμπ «δεν έπρεπε να κερδίσει στις ενδιάμεσες εκλογές αλλά να αποφύγει την καταστροφή. Και ουσιαστικά αυτό συνέβη», υποστηρίζει σε κείμενό του στη Wall Street Journal ο Τζέραλντ Σιμπ. Θεωρεί πως η κατάσταση στην πατρίδα του δεν έχει αλλάξει σημαντικά από την περίοδο που ακολούθησε τη συγκλονιστική εκλογή του Τραμπ στην προεδρία, καθώς οι Αμερικανοί εξακολουθούν να είναι βαθιά διχασμένοι και στο πεδίο της πολιτικής και όσον αφορά τις απόψεις τους για τον ηγέτη τους.
Υπάρχει όμως μια σημαντική διαφορά και έγκειται στο «ότι η διχόνοια βαθαίνει, με τους Δημοκρατικούς να απομακρύνονται περαιτέρω από τον πρόεδρό τους και τους Ρεπουμπλικάνους να συσπειρώνονται ολοένα και περισσότερο γύρω του». Αυτό για τον Τραμπ σημαίνει ότι όλοι όσοι κατά την προεκλογική εκστρατεία τον επέκριναν για την επιλογή του να μην εστιάσει στην οικονομία και τη βελτίωσή της και να επιδοθεί μανιωδώς στην ανάδειξη των κινδύνων της μετανάστευσης έκαναν λάθος.
Δεν αποκλείεται ο αμερικανός πρόεδρος να προτιμά να μιλά περισσότερο για τείχη και αποστολές χιλιάδων στρατιωτών στα σύνορα των ΗΠΑ με το Μεξικό, παρά για την καλή πορεία του χρηματιστηρίου και τους βελτιωμένους οικονομικούς δείκτες, απλά γιατί το θεωρεί πιο εύκολο, επειδή συνάδει περισσότερο με την ετοιμοπόλεμη διάθεσή του. Γνωρίζει επίσης πως η αντιμεταναστευτική του ρητορική πωρώνει περισσότερο τους ψηφοφόρους του, τουλάχιστον σε επίπεδο εντυπώσεων. Ταυτόχρονα, όμως, φαίνεται πως η στάση του καθορίζεται και από έναν άλλο, ουσιαστικότερο παράγοντα, τον οποίο επισήμανε λίγες ημέρες πριν από τις αμερικανικές εκλογές ο Τζέιμς Τράουμπ, αρθρογράφος του Foreign Policy και μέλος του Center on International Cooperation που εδρεύει στη Νέα Υόρκη.
«Εγκειται στη φύση του φιλελευθερισμού, ενός δόγματος που βασίζεται στoν ορθολογισμό, στην εκκοσμίκευση και στον ωφελιμιστικό υπολογισμό, να θεωρεί πως τα υλικά συμφέροντα –π.χ. η οικονομική κατάσταση– είναι απτά ενώ η σφαίρα των αξιών εφήμερη» σημειώνει ο αμερικανός αναλυτής στο κείμενό του. Για αυτόν τον λόγο αρκετοί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας συμβούλευαν τον Τραμπ να δώσει έμφαση κυρίως στην καλή κατάσταση της αμερικανικής οικονομίας. Φαίνεται, όμως, πως εκείνος αντιλήφθηκε εγκαίρως ότι παρότι «η οικονομική κρίση τελείωσε, ο λαϊκισμός θα υπάρχει για πάντα», όπως επισημαίνει στον τίτλο του κειμένου του ο Τράουμπ.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 σίγουρα συνέβαλε στην εθνικολαϊκιστική εξέγερση κατά της καθεστηκυίας τάξης που σημειώθηκε τα τελευταία χρόνια σε πολλά δυτικά κράτη. Αλλά αυτό δεν εξηγεί γιατί το 2015 στην Πολωνία, «τη Γερμανία της Ανατολικής Ευρώπης», όσον αφορά την οικονομία της, κέρδισε την εξουσία το εθνικιστικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS) του συντηρητικού λαϊκιστή Γιάροσλαβ Κατσίνσκι.
Συνομιλώντας εκείνη την περίοδο με τον Τράουμπ, ο Κοστάντι Γκέμπερτ, αρθρογράφος και πρώην επικεφαλής του ιστορικού συνδικάτου της Πολωνίας Solidarnosc (Αλληλεγγύη), είχε υπογραμμίσει πως ο φιλελεύθερος Ντόναλντ Τουσκ και το κόμμα του έχασαν τις εκλογές γιατί πίστεψαν πως αρκούσε η όποια ευμάρεια, «αλλά έκαναν λάθος. Ο κόσμος θέλει μια ιστορία, θέλει δόξα, θέλει νόημα. Και το PiS πρόσφερε νόημα», βροντοφωνάζοντας πως «θα κάνουμε την Πολωνία μεγάλη ξανά».
«Αυτό που ήθελαν κυρίως οι Πολωνοί ήταν η παραδοσιακή ταυτότητα που είχαν, ή που νόμιζαν πως είχαν, τις ημέρες πριν αποκτήσουν κοινή μοίρα με την κοσμική και προοδευτική Δύση της ελεύθερης αγοράς», εξηγεί από την πλευρά του ο Τράουμπ. Υπενθυμίζει επίσης πως κάτι ανάλογο συνέβη επίσης στην Ολλανδία, την Αυστρία και τη Σουηδία, χώρες όπου σημειώθηκε μια στροφή προς τις ταυτοτικές πολιτικές, ενώ σήμερα, ακόμα και στην κραταιή Γερμανία, όπου η ανεργία δεν ξεπερνά το 3,5%, ελάχιστοι ενδιαφέρονται για την οικονομία αλλά πάρα πολλοί ανησυχούν για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες, θεωρώντας πως απειλούν την ταυτότητά τους.
Οσον αφορά τις ΗΠΑ, ο Τραμπ πέτυχε τον στόχο του («να αποφύγει την καταστροφή» στις εκλογές) χαρακτηρίζοντας το καραβάνι των χιλιάδων ανθρώπων που προσπαθούν να ξεφύγουν από τη βία και τη φτώχεια της Κεντρικής Αμερικής απειλή για την εθνική ασφάλεια αλλά και την εθνική ταυτότητα των ΗΠΑ. Αυτό σημαίνει ότι η μάχη ανάμεσα σε «κοσμοπολίτες» και «εθνικιστές», για την οποία μιλούσε διαρκώς ο Στιβ Μπάνον, πρώην επικεφαλής στρατηγικής του Λευκού Οίκου, συνεχίζεται εντονότερη. Ο Τραμπ γνωρίζει πως μεταξύ των λευκών, ανδρών κυρίως, μελών της εργατικής τάξης (αλλά και υψηλότερων εισοδημάτων) που τον ψηφίζουν, ο κύριος φόβος δεν αφορά την οικονομική τους κατάσταση αλλά τους πρόσφυγες και τους μετανάστες και τον κίνδυνο της πολιτισμικής αλλοτρίωσης.
«Αυτό για τους Δημοκρατικούς σημαίνει ότι ένα πρόγραμμα οικονομικής δικαιοσύνης δεν είναι αρκετό για να προσεγγίσουν τους αποξενωμένους λευκούς», καταλήγει ο Τράουμπ, επισημαίνοντας πως οι φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις θα πρέπει να επινοήσουν ένα νέο εθνικό αφήγημα για μια νέα εθνική ταυτότητα που δεν θα αποκλείει κανέναν, «λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις απόψεις εκείνων που δεν συμμερίζονται τις ίδιες αξίες».