Διαφωνούσαν σχεδόν σε όλα τα θέματα, ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Τζον Μπόλτον, τον οποίο ο αμερικανός πρόεδρος απέλυσε το βράδυ της Δευτέρας με συνοπτικές διαδικασίες. Ο σκληροπυρηνικός και πολεμοχαρής σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου τασσόταν υπέρ μιας Αμερικής ιμπεριαλιστικής, επιθετικής και αποφασισμένης να καταφύγει, σε περίπτωση ανάγκης, ακόμα και στη χρήση των πανίσχυρων όπλων της σε κάθε γωνιά της Γης, ειδικά στο Αφγανιστάν, το Ιράν, τη Βόρεια Κορέα αλλά και τη Βενεζουέλα.
Ο Τραμπ, ωστόσο, παραμένει πιστός στο προεκλογικό του σλόγκαν «America First» το οποίο «ενσαρκώνει την ψυχή μιας άλλης Δεξιάς, απομονωτικής και προστατευτικής, που εστιάζει στα υλικά συμφέροντά της και έχει βαρεθεί να εκτελεί χρέη χωροφύλακα ανά την υφήλιο, όντας έτοιμη να γυρίσει την πλάτη της ακόμα και στους συμμάχους της». Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο Φεντερικό Ραμπίνι, επί σειρά ετών ανταποκριτής της La Repubblica στη Νέα Υόρκη.
Σύμφωνα με τον ιταλό (και πολιτογραφημένο αμερικανό) δημοσιογράφο οι διαφορές μεταξύ των δύο ανδρών είναι πράγματι μεγάλες και σημαντικές. Ο Τζον Μπόλτον κατέστη ευρέως γνωστός, στην πατρίδα του αλλά και στον υπόλοιπο κόσμο, την περίοδο που οι νεοσυντηρητικοί των ΗΠΑ καθόριζαν σημαντικά την εξωτερική πολιτική του Τζορτζ Μπους του νεότερου, σχεδίασαν την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003 και ονειρευόντουσαν, στη συνέχεια, να εισβάλουν και στο Ιράν. Ηταν, σίγουρα, «γεράκια» αλλά εστίαζαν περισσότερο στο εξωτερικό παρά στο εσωτερικό της πατρίδας τους, έχοντας παγκόσμιες βλέψεις όσον αφορά την αμερικανική κυριαρχία στον πλανήτη.
Παρότι απόλυτος στις όποιες απόψεις του ο Τζον Μπόλτον έχει στρατηγική σκέψη, γεγονός που συνέβαλε σημαντικά στο να αναπτύξει ισχυρούς δεσμούς με υψηλόβαθμα στελέχη του Πενταγώνου. Αυτό του επέτρεψε να εμποδίσει, για παράδειγμα, την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν αλλά και τη διεξαγωγή μιας ακόμη ανούσιας συνόδου κορυφής ανάμεσα στον Ντόναλντ Τραμπ και τον Κιμ Γιονγκ Ουν ο οποίος συνεχίζει απτόητος τις πυραυλικές του δοκιμές. Δεν κατάφερε, ωστόσο, να πείσει ούτε τους αμερικανούς στρατηγούς αλλά ούτε και τον πρόεδρό του για την ανάγκη να αντιμετωπιστούν με σιδηρά πυγμή οι Ιρανοί αλλά και ο Νικολάς Μαδούρο στη Βενεζουέλα.
Μάλιστα κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ο Τραμπ δεΝ δίστασε να δηλώσει αστειευόμενος πως εάν άκουγε τον Μπόλτον θα είχε ξεκινήσει ήδη τουλάχιστον δύο πολέμους. Στη συνέχεια, ωστόσο, εκνευρίστηκε με τον σύμβουλό του. Γιατί ήλπιζε έως την τελευταία στιγμή πως θα προλάβαινε να ενορχηστρώσει, πριν από την 11η Σεπτεμβρίου, μια ιστορική σύνοδο κορυφής στο Καμπ Ντέιβιντ μεταξύ των ΗΠΑ και των Ταλιμπάν, για τη συνέχιση των ειρηνευτικών συνομιλιών, και την ανακοίνωση, στη συνέχεια, της σταδιακής επιστροφής στις ΗΠΑ των 14.000 αμερικανών στρατιωτών που παραμένουν στο Αφγανιστάν.
Το πρωί της Τετάρτης, κατά την ομιλία του στο Πεντάγωνο με αφορμή τη συμπλήρωση 18 χρόνων από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ο αμερικανός πρόεδρος δήλωσε πως οι ειρηνευτικές συνομιλίες με τους Ταλιμπάν ακυρώθηκαν λόγω της δολοφονίας ενός αμερικανού στρατιώτη από το Πουέρτο Ρίκο. Ολοι στην Ουάσινγκτον γνωρίζουν, ωστόσο, πως ο Μπόλτον τασσόταν αναφανδόν κατά της αποχώρησης των Αμερικανών από τη χώρα στην οποία εισέβαλαν πριν από 18 χρόνια. Αποπειράθηκε, μάλιστα, να συμμαχήσει με τους στρατηγούς ώστε να αποθαρρύνουν τον Τραμπ, γεγονός που εξόργισε, όπως αποδείχτηκε, τον αμερικανό πρόεδρο.
Ο Μπόλτον ισχυρίζεται ότι είχε καταθέσει την παραίτησή του πριν από την απόλυσή του. Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός πως το όνομα του αντικαταστάτη του θα ανακοινωθεί την επόμενη εβδομάδα, του τέταρτου κατά σειρά, δεδομένου ότι ο Τραμπ πριν από τον Μπόλτον είχε επίσης απολύσει τον Μάικλ Φλιν και τον Χέρμπερτ ΜακΜάστερ.
Η απόφαση του αμερικανού προέδρου, ωστόσο, χαροποίησε πολλούς, φίλους και εχθρούς, των ΗΠΑ στο εξωτερικό. Γιατί ο Μπόλτον πέρα από επικίνδυνα πολεμοχαρής ήταν και απόλυτα μονομερής. Περιφρονούσε τους Ευρωπαίους, καταδίκαζε το φλερτ μεταξύ Τραμπ και Πούτιν και επιδίωκε το άμεσο ξεκαθάρισμα των ανοιχτών λογαριασμών με την Κίνα.
Αντιθέτως ο Τραμπ, ως πρώην επιχειρηματίας, υπενθυμίζει ο Ραμπίνι, επιδιώκει την πιο κερδοφόρα συμφωνία, το άμεσο κέρδος, υλικό, κατά κύριο λόγο, και, κατ’επέκταση, χειροπιαστό, ούτως ώστε να κερδίσει στη συνέχεια την εύνοια του μέσου αμερικανού πολίτη. Αρέσκεται να επαίρεται για τη στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ και να απειλεί θεούς και δαίμονες, αυξάνοντας, συγχρόνως, τις αμυντικές δαπάνες, αλλά δεν επιθυμεί να περιφέρονται οι στρατιώτες του ανά τον κόσμο, διακινδυνεύοντας τις ζωές τους, και ξοδεύοντας τα χρήματα των αμερικανών φορολογούμενων.
Οσον αφορά το γεγονός ότι ο Τραμπ είναι τόσο καλός στο να απολύει αλλά δυσκολεύεται ιδιαίτερα να βρει ανθρώπους με τους οποίους θα μπορούσε να συνεργαστεί καλύτερα για τη διαχείριση ζητημάτων ύψιστης εθνικής σημασίας, σύμφωνα με τον Ραμπίνι οφείλεται στο ότι στις ΗΠΑ δεν υπάρχουν πολλοί στα ανώτατα κλιμάκια της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ιεραρχίας που συμμερίζονται τις όποιες απόψεις του προέδρου τους.
«Το δεξιό κατεστημένο στις ΗΠΑ σχηματίζεται παραδοσιακά στις ανώτερες βαθμίδες της καπιταλιστικής πυραμίδας, ή στις στρατιωτικές ακαδημίες ή στις δεξαμενές σκέψης που χρηματοδοτούνται από δισεκατομμυριούχους. Υφίσταται ένα δεξιό κατεστημένο αλλά είναι διεθνιστικό. Οι διευθύνοντες σύμβουλοι, οι στρατηγοί, οι θεωρητικοί της οικονομικής απορρύθμισης είναι παιδιά της νεοφιλελεύθερης επανάστασης και της κούρσας των εξοπλισμών του Ρόναλντ Ρίγκαν, άνθρωποι που σκέφτονται μεγαλεπήβολα και επιθυμούν έναν κόσμο υποταγμένο στην Pax Americana και τις βουλές της Ουάσινγκτον. Αντιθέτως η στρατηγική υποχώρηση του Τραμπ είναι δημοφιλής στη βαθιά Αμερική την οποία δεν εκφράζουν οι ελίτ», καταλήγει ο Ραμπίνι.