Ο Κασέμ Σουλεϊμανί υπήρξε εμβληματικός πολέμαρχος για το Ιράν, ένας άνδρας που ανέβηκε την κλίμακα των αξιωμάτων του θεοκρατικού κράτους μέσα από τα πεδία της μάχης, κυριολεκτικώς (από τον πόλεμο εναντίον του Σαντάμ Χουσεΐν, τη δεκαετία του ’80, μέχρι την πρόσφατη αναμέτρηση με τον ISIS). Ετσι εξηγείται η τόσο απειλητική αντίδραση των Ιρανών –λεκτική, έστω, προσώρας– στη δολοφονία του, η οποία σκορπά ανησυχητική αβεβαιότητα περί το τι μέλλει γενέσθαι στη σύγκρουσή τους με τους Αμερικανούς.
Ωστόσο στην όλη υπόθεση υπάρχει και μία αδιαμφισβήτητη βεβαιότητα: οι ΗΠΑ μαζί με τον πύραυλο του drone έριξαν στο αεροδρόμιο της Βαγδάτης και την πιο επικίνδυνη ζαριά τους στο Μεσανατολικό μετά την εισβολή στο Ιράκ, το 2003.
Το ερώτημα είναι γιατί ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ αποφάσισε την κλιμάκωση τώρα, δηλαδή σε εποχή που κάθε άλλο παρά μοιάζει με την περίοδο εκείνη μετά τις επιθέσεις της Αλ Κάιντα επί αμερικανικού εδάφους, το 2001, όταν το εσωτερικό μέτωπο στις ΗΠΑ ήταν αρραγές: τότε υπήρχε εθνική σύμπνοια, τώρα υπάρχει βαθύς διχασμός, ο οποίος πιστοποιήθηκε από την παραπομπή του Τραμπ σε δίκη στη Γερουσία για το «ουκρανικό σκάνδαλο» και επαναβεβαιώθηκε μετά την επιχείρηση κατά του Σουλεϊμανί, με τις οξύτατες επικρίσεις των Δημοκρατικών (Τζο Μπάιντεν, Νάνσι Πελόζι, κ.ά.) όσον αφορά τον ενσυνείδητο παραγκωνισμό του Κογκρέσου στο κορυφαίο των θεμάτων, στον πόλεμο.
Ο ίδιος ο αμερικανός πρόεδρος είπε ότι αποφάσισε την πυραυλική επίθεση «για να σταματήσει έναν πόλεμο, όχι να τον ξεκινήσει», αλλά παράλληλα πήρε τα πρώτα μέτρα του, λόγου χάρη με την προτροπή του Στέιτ Ντιπάρτμεντ προς τους αμερικανούς υπηκόους να εγκαταλείψουν το συντομότερο δυνατόν το Ιράκ, «ένα σύμμαχο κράτος στο οποίο η Αμερική έχει επενδύσει τεράστιο ανθρώπινο και οικονομικό κεφάλαιο» όπως γράφει η Repubblica. Η απορία της εφημερίδας προβάλλει εύλογη: «Είναι δυνατόν η εξόντωση ενός και μόνο εχθρού να αξίζει την απώλεια επιρροής στο Ιράκ;»
Το ιταλικό φύλλο προσπαθεί να εξηγήσει πώς παροξύνθηκαν οι σχέσεις Τεχεράνης – Ουάσινγκτον θυμίζοντας γεγονότα που έριξαν λάδι στη φωτιά του θερμού επεισοδίου:
- «Οι ιρανικές επιθέσεις σε πετρελαιοφόρα διαφόρων κρατών στον Περσικό Κόλπο συνιστούσαν άμεση πρόκληση προς τις ΗΠΑ». Το Ιράν αμφισβήτησε τον ρόλο των Αμερικανών «ως εγγυητών της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας σε αυτό το μέρος του κόσμου».
- «Ενα αμερικανικό drone καταρρίφθηκε από τους Ιρανούς, ενώ από το Ιράν ήταν και οι πύραυλοι που χτύπησαν την πετρελαϊκή εγκατάσταση της Σαουδικής Αραβίας – και αυτό ήταν ένα τρομερό πλήγμα σε έναν στρατηγικό σύμμαχο της Ουάσινγκτον, όχι τόσο για την οικονομική ζημιά, αλλά για τη στρατιωτική αξιοπιστία του».
- Ακόμη, «η δολοφονία ενός Αμερικανού στο Ιράκ και η πολιορκία της αμερικανικής πρεσβείας στη Βαγδάτη».
Η μετατόπιση της αμερικανικής πολιτικής από τη θέση Ομπάμα (τερματισμός του εμπάργκο στο Ιράν με αντάλλαγμα το «πάγωμα» του πυρηνικού προγράμματός του) στη θέση Τραμπ (σπάσιμο της συμφωνίας Ομπάμα, σκλήρυνση της αντιιρανικής πολιτικής του Λευκού Οίκου) μπορεί να αποδοθεί στην απήχηση που είχαν στον Τραμπ «οι ανησυχίες των δύο μεντόρων του στη Μέση Ανατολή, του Ισραήλ και της Σαουδικής Αραβίας». Πλέον ο Τραμπ δείχνει να ενστερνίζεται τη θέση ότι η ιρανική θεοκρατία πρέπει να ανατραπεί, «εκτός και αν παραιτηθεί από τις ηγεμονικές της φιλοδοξίες σε ορισμένες γειτονικές της περιοχές», όπως είναι ο Λίβανος, η Συρία και η Υεμένη.
Το ρίσκο
Η σκληρή γραμμή Τραμπ είναι δίκοπο μαχαίρι: ελπίζει μεν να υποσκάψει την ισχύ του αρχηγικού ιερατείου υπό τον Αλί Χαμενεΐ, ίσως όμως επιτύχει την αποδυνάμωση των μετριοπαθών, όπως είναι ο πρόεδρος Χασάν Ρουχανί.
Η κρίση της Repubblica είναι ότι και οι δύο πλευρές -και οι ΗΠΑ και το Ιράν- μάλλον κατευθύνονται σε ένα «αναπόφευκτο κρεσέντο». Η Ουάσινγκτον είναι πεπεισμένη ότι το ιρανικό καθεστώς επιδιώκει τον πόλεμο ως αντιπερισπασμό στα εσωτερικά προβλήματα του καθεστώτος εξαιτίας της φύσης της διακυβέρνησης που ασκεί, αλλά και η Τεχεράνη θεωρεί ότι ο Τραμπ θέλει τον πόλεμο ώστε να ξεφύγει από τα δικά του αδιέξοδα και να επιτύχει την επανεκλογή του στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές.
Επ’ αυτού του τελευταίου, ότι δηλαδή ο Τραμπ επέλεξε τον πόλεμο για να εξυπηρετήσει τα κομματικά και προσωπικά του πολιτικά συμφέροντα, μία άλλη ιταλική εφημερίδα, η Corriere della Sera, γράφει ότι δεν είναι η επικρατέστερη εκδοχή.
Κλίνει περισσότερο στην άποψη ότι οι προεδρικές αποφάσεις ελήφθησαν με επίγνωση του γεγονότος ότι ο Σουλεϊμανί ήταν ο στρατιωτικός που επί είκοσι έτη διηύθυνε όλες τις βίαιες ενέργειες των φιλοϊρανικών δυνάμεων στο εξωτερικό, «από τη Συρία στο Ιράκ, μέσω Λιβάνου και Γάζας», προετοιμάζοντας ακόμα πιο αιματηρές επιθέσεις εναντίον αμερικανικών στόχων.
Κρίνει μάλιστα ότι στη σκέψη του Τραμπ βάρυνε περισσότερο η ελπίδα ότι με την εξόντωση του Σουλεϊμανί «η επιθετική ικανότητα του καθεστώτος των αγιατολάδων θα μειωθεί, αργά ή γρήγορα, οπωσδήποτε». Επίσης θεωρεί ότι, συνειρμικά, η επίθεση της παραμονής της Πρωτοχρονιάς στην αμερικανική πρεσβεία στη Βαγδάτη ξύπνησε στο μυαλό του Τραμπ τον εφιάλτη της κατάληψης της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη, το 1979, και της τρομερής ομηρείας που την ακολούθησε.
Επισημαίνει πάντως στην ανάλυσή της ότι κανείς δεν περίμενε από «έναν πρόεδρο που εξελέγη με την υπόσχεση να τραβήξει την Αμερική από τους πολέμους, να τολμήσει να εξαλείψει έναν άνθρωπο τον οποίον και ο Μπους και ο Ομπάμα δεν πείραξαν». Ωστόσο η παραπάνω παρατήρηση δεν την εμποδίζει να προβάλει τη σοβαρότητα των συνεπειών που συνεπάγονται οι αποφάσεις του Τραμπ στο Ιρανικό, τόσο διεθνώς όσο και στο εσωτερικό των ΗΠΑ.