Σοσιαλδημοκράτες, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι παρουσίασαν την Τετάρτη τους άξονες του κυβερνητικού τους προγράμματος. Οφείλει κανείς να υποκλιθεί στην κουλτούρα διαλόγου που υπάρχει στη γερμανική πολιτική σκηνή, μια κουλτούρα που φέρνει στο ίδιο τραπέζι παρατάξεις με διαφορετικές αφετηρίες και αντιλήψεις και γεννά σταθερές κυβερνήσεις συνασπισμού με σαφείς και προσυμφωνημένες πολιτικές επιδιώξεις που καταγράφονται λεπτομερώς.
Ετσι, στις 177 σελίδες της προγραμματικής συμφωνίας του SPD, των Πρασίνων και του FDP, ορίζεται ότι κεντρικός στόχος της κυβερνητικής θητείας τού εν αναμονή καγκελαρίου Ολαφ Σολτς θα είναι η σταδιακή αντικατάσταση των ορυκτών καυσίμων με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ο ψηφιακός εκσυγχρονισμός της Γερμανίας. Οι τρεις εταίροι θα επιδιώξουν να καταργηθεί η χρήση του άνθρακα ως το 2030, οκτώ χρόνια νωρίτερα απ’ ό,τι έχει προγραμματιστεί, ενώ ένας επιπλέον στόχος είναι το 2030 να κυκλοφορούν στη χώρα τουλάχιστον 15 εκατ. ηλεκτρικά αυτοκίνητα. Κεντρικό ρόλο για την επιτυχία αυτού του εγχειρήματος μετάβασης στην «πράσινη» εποχή θα διαδραματίσει το «υπερυπουργείο» Κλίματος και Οικονομίας, το οποίο αναλαμβάνει ο συμπρόεδρος των Πρασίνων, Ρόμπερτ Χάμπεκ, ο οποίος προαλείφεται και για αντικαγκελάριος.
Η άλλη συμπρόεδρος του κόμματος, Ανναλένα Μπέρμποκ, προορίζεται για υπουργός Εξωτερικών, ενώ ο ηγέτης του FDP Κρίστιαν Λίντνερ, o οποίος κάποτε κατηγορούσε τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι δεν επιβλήθηκε στην Ανγκελα Μέρκελ για το θέμα της Ελλάδας και έλεγε ότι δεν θα πληρώσουν οι Γερμανοί τις συντάξεις των Ιταλών αναλαμβάνει το υπουργείο Οικονομικών –οι τρεις εταίροι συμφώνησαν να τηρείται από το 2023 ξανά το συνταγματικά κατοχυρωμένο «φρένο χρέους», που επιβάλλει ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς στη Γερμανία, ενώ η ανάληψη του συγκεκριμένου χαρτοφυλακίου από τον 42χρονο πολιτικό συνιστά μια υπενθύμιση ότι η Γερμανία θα συνεχίσει να απαιτεί (και να επιβάλλει όσο μπορεί) δημοσιονομική πειθαρχία στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Αυτό το τελευταίο, είναι ένα θέμα που αφορά και την Ελλάδα που, όπως και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, ελπίζει σε μια χαλάρωση των συνθηκών στη μεταπανδημική εποχή. Ενα άλλο όμως θέμα που αφορά την Ελλάδα είναι μια άλλη σημείωση σε αυτές τις 177 σελίδες της τριμερούς συμφωνίας:
Μετά από επιμονή των Πρασίνων στο κείμενο συμπεριλήφθηκε αναφορά στις ελληνογερμανικές σχέσεις αναφορικά με τη γερμανική Κατοχή (1941-44). Στο σχετικό κεφάλαιο οι μελλοντικοί κυβερνητικοί εταίροι δεσμεύονται να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη για ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος. Οπως ενδεικτικά δηλώνουν, την «κουλτούρα της μνήμης» την αντιλαμβάνονται «ως προσφορά στη Δημοκρατία και το κοινό μέλλον». Συγκεκριμένα αναφέρονται ο Εθνικοσοσιαλισμός, το Ολοκαύτωμα, το σοσιαλιστικό καθεστώς στην πρώην Ανατολική Γερμανία, η ιστορία της μετανάστευσης στη Γερμανία. Σε αυτό το πλαίσιο τονίζεται ότι τα τρία κόμματα αισθάνονται «μια ιδιαίτερη ευθύνη για τους ευρωπαίους γείτονες. Αλλά και η σημερινή συζήτηση, για παράδειγμα στην Ελλάδα και στην Ουκρανία, δείχνει ότι η από κοινού αντιμετώπιση δεν έχει ολοκληρωθεί», σημειώνεται χαρακτηριστικά.
Οπως ωστόσο σημειώνει η Deutsche Welle, από τη διατύπωση δεν προκύπτει ότι η νέα γερμανική κυβέρνηση διατίθεται να διαπραγματευτεί αποζημιώσεις και επανορθώσεις. Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. Αλλά τουλάχιστον, αναγνωρίζεται ότι η γερμανική Κατοχή παραμένει ένα ανοιχτό θέμα. Το ζητούμενο είναι πώς θα αντιμετωπιστεί.
Σχετικά με την Τουρκία, στη συμφωνία τονίζεται ότι «παρά τις ανησυχητικές εξελίξεις στο εσωτερικό και τις εντάσεις στην εξωτερική πολιτική παραμένει ένα σημαντικός γείτονας της ΕΕ και εταίρος στο ΝΑΤΟ». Δεδομένου όμως ότι «η Δημοκρατία, το κράτος δικαίου όπως και τα ανθρώπινα αλλά και τα δικαιώματα των γυναικών και των μειονοτήτων έχουν σε μεγάλο βαθμό περιοριστεί», δεν πρόκειται στις ενταξιακές διαπραγματεύσεις της ΕΕ με την Τουρκία «να κλείσει κεφάλαιο ή να ανοίξει καινούργιο». Θα επιδιωχθεί όμως να διευρυνθεί η ατζέντα διαλόγου της ΕΕ με την Τουρκία σε ό,τι αφορά την κοινωνία των πολιτών και προγράμματα ανταλλαγής για τη νεολαία.
Σε κάθε περίπτωση, η προγραμματική συμφωνία της κυβέρνησης «φωτεινού σηματοδότη» (από τα χρώματα των τριών παρατάξεων) παραμένει υπό την αίρεση των κομματικών οργάνων Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων. Τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων θα πρέπει να εγκριθούν στα έκτακτα συνέδρια του SPD και του FDP στις αρχές Δεκεμβρίου, ενώ οι Πράσινοι θα διεξαγάγουν κομματικό δημοψήφισμα. Στόχος είναι να εκλεγεί ο ηγέτης των Σοσιαλδημοκρατών Ολαφ Σολτς καγκελάριος ως το τέλος της δεύτερης εβδομάδας του Δεκεμβρίου.