Νέες ρωγμές εμφανίστηκαν στον γερμανικό κυβερνητικό συνασπισμό λόγω της επιμονής του Ολαφ Σολτς να προχωρήσει στην αμφιλεγόμενη κινεζική επένδυση σε έναν τερματικό σταθμό του λιμένα του Αμβούργου –από τα μεγαλύτερα λιμάνια στον κόσμο– παρά τις ανησυχίες Αμερικανών και Ευρωπαίων για θέματα ασφαλείας.
Το όριο των σχέσεων της Κίνας με την Ευρωπαϊκή Ενωση είναι ένα μεγάλο πρόβλημα όχι μόνο στο εσωτερικό της ΕΕ, αλλά και στις σχέσεις της με τις ΗΠΑ, επισήμανε το Politico.
Η Ουάσινγκτον έχει προειδοποιήσει κατά της συμφωνίας για το λιμάνι του Αμβούργου, καθώς ζητεί από την Ευρώπη να μην συνδέσει την οικονομία της και την τεχνογνωσία της πολύ στενά με την Κίνα.
Ο Σολτς όμως, όπως έκανε και η προκάτοχός του, ακολουθεί μια πιο ήπια γραμμή έναντι της Κίνας για να προστατεύσει τα γερμανικά επιχειρηματικά συμφέροντα.
Το ίδιο βέβαια έκανε η Ανγκελα Μέρκελ και με τη Ρωσία τα προηγούμενα χρόνια, κάτι που κόστισε ακριβά στη Γερμανία τους τελευταίους 14 μήνες.
Τα σχέδια του κινεζικού κρατικού ναυτιλιακού κολοσσού COSCO να αγοράσει μειοψηφικό μερίδιο 24,9% στον τερματικό σταθμό Tollerort του Αμβούργου -τα οποία ο σοσιαλδημοκράτης καγκελάριος είχε προωθήσει το φθινόπωρο, παρά τις αντιρρήσεις Πρασίνων και Φιλελευθέρων (FDP)- αμφισβητούνται εκ νέου, καθώς προέκυψε ότι οι γερμανικές αρχές ασφαλείας είχαν χαρακτηρίσει την εγκατάσταση ως «κρίσιμη υποδομή».
Ωστόσο, παρά τις νέες αυτές ανησυχίες για την ασφάλεια, ο Σολτς και σύμμαχοι του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD), όπως ο δήμαρχος του Αμβούργου Πέτερ Τσέντσερ, εξακολουθούν να θέλουν να προωθήσουν τη συμφωνία με την Κίνα, σύμφωνα με δύο αξιωματούχους του SPD που συμφώνησαν να μιλήσουν στο Politico χωρίς να κατονομαστούν.
Η εκ νέου προώθηση της συμφωνίας για το λιμάνι του Αμβούργου από τον Σολτς -η οποία έρχεται πριν από την προγραμματισμένη γερμανοκινεζική σύνοδο κορυφής στις 20 Ιουνίου στο Βερολίνο- έχει ενοχλήσει τους εταίρους του στον συνασπισμό, οι οποίοι χρησιμοποιούν τη νέα αξιολόγηση ασφαλείας για να επιμείνουν σε σημαντική μείωση του μεριδίου της COSCO στον τερματικό σταθμό ή ακόμη και σε πλήρη απαγόρευση της εξαγοράς.
«Ο χαρακτηρισμός του τερματικού σταθμού ως υποδομή κρίσιμης σημασίας από την ομοσπονδιακή υπηρεσία ασφαλείας της Γερμανίας, έχει αλλάξει την κατάσταση», δήλωσε ο βουλευτής των Πρασίνων, Φέλιξ Μπανάζακ.
«Στόχος ολόκληρης της γερμανικής κυβέρνησης πρέπει να είναι να αποτρέψει τη συμμετοχή της COSCO στο σύνολό της ή να την περιορίσει όσο το δυνατόν περισσότερο. Αυτό περιμένω ρητά και από την καγκελάριο», πρόσθεσε.
Ο αναπληρωτής επικεφαλής των Πρασίνων, Αντρέας Αουντρετς, απαίτησε «μια επανεκτίμηση των γεγονότων. Η είσοδος της κινεζικής κρατικής εταιρείας στο λιμάνι του Αμβούργου αποτελεί μέρος μιας στοχευμένης επενδυτικής στρατηγικής με την οποία η Κίνα θέλει να θέσει υπό την επιρροή της τις υποδομές σε όλη την Ευρώπη. Η Γερμανία δεν έχει την πολυτέλεια να είναι αφελής σε μια τέτοια κατάσταση», πρόσθεσε.
Ο βουλευτής του FDP, Λούκας Κέλερ, σημείωσε ότι «τα επιχειρήματα και οι δικαιολογίες που προβάλλονται υπέρ της συμφωνίας πρέπει να συζητηθούν εκ νέου».
Ο Σολτς είχε αρχικά σχεδιάσει να επιτρέψει στην COSCO να αγοράσει μερίδιο 35% στον τερματικό σταθμό, αλλά αντιμετώπισε ομαδική αντίσταση από έξι υπουργεία- Οικονομίας, Εξωτερικών, Εσωτερικών, Aμυνας, Οικονομικών και Μεταφορών- τα οποία αντιτάχθηκαν στην εξαγορά.
Ο καγκελάριος ξεπέρασε την αντίσταση αυτή μειώνοντας το μερίδιο της COSCO λίγο κάτω από το όριο του 25%, το οποίο, αν ξεπερνιόταν, θα επέτρεπε στα εν λόγω υπουργεία να μπλοκάρουν τη συμφωνία.
Στα τέλη Οκτωβρίου, το υπουργικό συμβούλιο συμφώνησε απρόθυμα να αποκτήσει η COSCO μερίδιο 24,9%.
Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός του τερματικού σταθμού και της εταιρείας λειτουργίας του ως «κρίσιμων υποδομών» άλλαξε το παιχνίδι, καθώς αυτό μειώνει στο 10% το επιτρεπόμενο όριο για τον έλεγχο της επένδυσης και δίνει τη δυνατότητα βέτο στα υπουργεία.
Για αυτό και ο υπουργός Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ πιέζει για μια νέα επανεξέταση, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε περαιτέρω μείωση του επιτρεπόμενου ποσοστού εξαγοράς από την COSCO, σύμφωνα με το Politico.
Εάν τα υπουργεία επαναλάβουν την αντίθεσή τους στη συμφωνία στο πλαίσιο μιας αναθεώρησης των επενδύσεων, η κινεζική εταιρεία θα μπορούσε να αναγκαστεί να μειώσει την επένδυσή της στον τερματικό σταθμό Tollerort στο 9,9%.
«Το υπουργείο Οικονομίας, το οποίο είναι αρμόδιο για τις διαδικασίες ελέγχου των επενδύσεων, εξετάζει τώρα τις λεπτομέρειες της συμμετοχής που επιδιώκουν τα εμπλεκόμενα μέρη», δήλωσε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος.
Ο δήμαρχος του Αμβούργου ισχυρίστηκε πέρυσι ότι τυχόν απαγόρευση της εξαγοράς από την COSCO θα αποτελούσε «μειονέκτημα για το Αμβούργο σε σύγκριση με το Ρότερνταμ και την Αμβέρσα, όπου η COSCO κατέχει ήδη μετοχές τερματικού σταθμού».
Ωστόσο, οι επενδύσεις της COSCO σε αυτά τα λιμάνια έγιναν πριν από χρόνια, «όταν είχαμε να κάνουμε με μια πολύ διαφορετική Κίνα», επισήμανε ο Γιάκομπ Γκούντερ, αναλυτής σε θέματα Κίνας, στη δεξαμενή σκέψης MERICS με έδρα το Βερολίνο.
Ο ίδιος τόνισε ότι το Πεκίνο έχει γίνει έκτοτε πιο επιθετικό και προειδοποίησε ότι η αυξανόμενη κινεζική επιρροή στα ευρωπαϊκά λιμάνια ενέχει τον κίνδυνο «προβληματικών εξαρτήσεων και δυνητικού οικονομικού καταναγκασμού».