Το Αμστερνταμ, η ολλανδική πρωτεύουσα των καναλιών, των ειδικών «καφενείων» και των προθηκών με εργάτριες του σεξ, τόπος που τυγχάνει δημοφιλέστατος τουριστικός προορισμός, περιόρισε την προσφορά ξενοδοχείων ώστε να θέσει ανώτατο όριο στις τουριστικές κλίνες: όπως ανακοίνωσαν οι Αρχές του την περασμένη Τετάρτη, απαγορεύτηκε η λειτουργία νέων ξενοδοχειακών μονάδων για να καταπολεμηθεί ο μαζικός τουρισμός.
«Το Αμστερνταμ δεν θα εκδίδει πλέον άδειες για νέα ξενοδοχεία. Θα χτίζεται ένα καινούργιο μόνο όταν θα κλείνει κάποιο άλλο. Και ο αριθμός των κλινών θα παραμείνει αμετάβλητος» αναφέρει η σχετική ανακοίνωση. Το δε καινούργιο ξενοδοχείο πρέπει να είναι «ποιοτικά καλύτερο», περισσότερο «βιώσιμο», να έχει «τουλάχιστον 4 αστέρια, σύμφωνα με το ευρωπαϊκό σύστημα ταξινόμησης ξενοδοχείων». Συγχρόνως, οι τοπικές Αρχές ενθαρρύνουν την κατασκευή νέων ξενοδοχείων έξω από το κέντρο της πόλης.
Το Αμστερνταμ διαθέτει περισσότερα από 470 ξενοδοχεία και 49.000 δωμάτια. Στόχος των νέων μέτρων είναι ο περιορισμός των διανυκτερεύσεων στο Αμστερνταμ, οι οποίες τώρα είναι περισσότερες από 20 εκατομμύρια. Το 2023, για παράδειγμα, το Αμστερνταμ είχε 20.665.000 διανυκτερεύσεις σε ξενοδοχεία. «Θέλουμε να διατηρήσουμε την πόλη βιώσιμη για κατοίκους και επισκέπτες. Αυτό σημαίνει όχι υπερτουρισμός, όχι νέα ξενοδοχεία, όχι περισσότερες από 20 εκατομμύρια τουριστικές διανυκτερεύσεις ετησίως».
Το 2022 η πόλη κατέλαβε την πέμπτη θέση παγκοσμίως όσον αφορά τις δαπάνες των ταξιδιωτών, με 13,6 δισ. δολάρια. Ξεκινώντας το 2017, οι Αρχές περιόρισαν τις ζώνες όπου μπορούν να λειτουργήσουν νέα ξενοδοχεία. Για την κατασκευή νέων ξενοδοχείων σε αυτές τις περιοχές, οι επιχειρηματίες πρέπει να αποδείξουν ότι έχουν λάβει υπ’ όψιν τους τα συμφέροντα της γειτονιάς, κ.λπ. Στο Αμστερνταμ ισχύει επιπροσθέτως και τουριστικός φόρος, ο οποίος εφέτος σχεδόν διπλασιάστηκε.
Ενας άλλος λόγος της εισαγωγής περιορισμών στην τουριστική κίνηση του Αμστερνταμ είναι το «πάρτι» των μεθυσμένων, των ναρκομανών και γενικώς των εξημμένων, το οποίο στήνεται στη συνοικία των οίκων ανοχής, όπου το «εμπόρευμα» εκτίθεται σε προθήκες ορατές από τον δρόμο.