Ευχάριστη έκπληξη προκαλεί η είδηση που δημοσιεύει ο Guardian: ένας Αμερικανός που κατείχε παράνομα –αλλά χωρίς να το γνωρίζει– 19 κλεμμένες αρχαιότητες, αποφάσισε να κάνει το σωστό και το νόμιμο και να τις επιστρέψει στις χώρες καταγωγής τους. Πρόκειται για τον Τζον Γκόμπερτς, ο οποίος είχε κληρονομήσει από τη γιαγιά του τα αρχαία αντικείμενα, των οποίων η αξία υπολογίζεται περίπου στις 91.500 ευρώ.
Σύμφωνα με τη βρετανική εφημερίδα, ο Γκόμπερτς αποφάσισε να παραδώσει τα έργα εκεί όπου πραγματικά ανήκουν, έπειτα από άρθρο που είχε διαβάσει στον Guardian για τις κλεμμένες αρχαιότητες ως αποτέλεσμα λεηλασιών και τον επαναπατρισμό τους – κάτι που αποδεικνύει και τη χρησιμότητα δημοσίευσης ανάλογων ειδήσεων.
Τα αρχαία αντικείμενα, που θα μπορούσαν να προέρχονται κυρίως από παράνομες ανασκαφές, καθώς δεν είχαν ιστορία συναλλαγής, επιστράφηκαν ήδη στις χώρες καταγωγής τους: την Ελλάδα, την Κύπρο, την Ιταλία και το Πακιστάν. Ο Γκόμπερτς δήλωσε πως είχε κληρονομήσει τα αρχαία αντικείμενα από τη γιαγιά του, η οποία πέθανε το 1992. Αποφάσισε, όπως είπε, να τα επιστρέψει, επειδή «ήθελε να κάνει το σωστό, νομικά και ηθικά».
Αφού το συμφώνησε με τα δύο αδέρφια του, ο Γκόμπερτς επέστρεψε τις αρχαιότητες που παράνομα κατείχαν επί χρόνια. «Φαινόταν πως αυτό ήταν το σωστό. Διάβασα ιστορίες για επαναπατρισμό άλλων αρχαιοτήτων και σκέφτηκα ότι έχουμε στην κατοχή μας αυτά τα κομμάτια, που είναι 2.500 ετών, από άλλες χώρες. Θα έπρεπε να διερευνήσουμε αν θα μπορούσαμε να τα επιστρέψουμε», εξήγησε.
Ωστόσο, επειδή δεν είχε ιδέα πώς γίνεται κάτι τέτοιο, ο Γκόμπερτς φοβόταν μήπως μια τέτοια κίνηση καλής θέλησης τον έφερνε αντιμέτωπο με τον Νόμο. Επειτα, παρατήρησε ότι στο άρθρο του Guardian που στάθηκε η αφορμή για να σκεφτεί να επιστρέψει τα αρχαία αντικείμενα, αναφερόταν το όνομα ενός αρχαιολόγου με έδρα το Κέιμπριτζ, ειδικό σε υποθέσεις παράνομης κτήσης αρχαιοτήτων και σε διεθνή κυκλώματα αρχαιοκαπηλίας. Ονομαζόταν Χρήστος Τσιρογιάννης.
Σε διάστημα 15 ετών ο Τσιρογιάννης έχει εντοπίσει περισσότερα από 1.600 λεηλατημένα αντικείμενα σε οίκους δημοπρασιών, γκαλερί, ιδιωτικές συλλογές, αλλά και σε μουσεία, ειδοποιώντας τις Αρχές για την ανάγκη επαναπατρισμού τους. Μεταξύ αυτών των αντικειμένων ήταν και ένα χάλκινο ειδώλιο ίππου ύψους 14 εκατοστών που είχε σωθεί σε πολύ καλή κατάσταση, το οποίο ο οίκος δημοπρασιών Sotheby’s επρόκειτο να πουλήσει το 2018 στη Νέα Υόρκη. Ο Τσιρογιάννης το κατήγγειλε στις ελληνικές Αρχές, καθώς επρόκειτο για παράνομη αγοραπωλησία.
Το ελληνικό υπουργείο Πολιτισμού διεκδίκησε το επίμαχο αρχαίο έργο τέχνης ως στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο οίκος δημοπρασιών να καταθέσει αγωγή στις ΗΠΑ εναντίον του ελληνικού υπουργείου και από κοινού με τους φερόμενους ως ιδιοκτήτες του ειδωλίου. Σημειώνεται ότι για πρώτη φορά στα δικαστικά χρονικά ένας οίκος δημοπρασιών στρεφόταν κατά ενός κράτους.
Σύμφωνα με την απόφαση-σταθμό του Εφετείου των ΗΠΑ, όπου κατέληξε τελικά η υπόθεση, κάθε κρατική διεκδίκηση μνημείων που έχουν κλαπεί και διατίθενται προς πώληση ή σε δημοπρασία, δεν θα εκδικάζεται από δικαστήρια του τόπου της δημοπρασίας ή της έδρας του οίκου ή του μουσείου, αλλά θα εφαρμόζονται οι σχετικές νομοθετικές διατάξεις, που στην περίπτωση της Ελλάδας ορίζουν αποκλειστική δικαιοδοσία των ελληνικών δικαστηρίων. Με τη συγκεκριμένη απόφαση του Εφετείου ανετράπη η πρωτόδικη και απορρίφθηκε η αγωγή του Sotheby’s κατά του ελληνικού κράτους.
Αυτό ήταν! Ο Γκόμπερτς αποφάσισε να τηλεφωνήσει στον κ. Τσιρογιάννη για να τον ρωτήσει πώς θα μπορούσε να επιστρέψει τις αρχαιότητες που είχε στην κατοχή του, ακούσια μεν, παράνομα δε, χωρίς να έχει νομικές συνέπειες. «Εφθασε σε εμένα, κάτι που κανείς από όσους κατέχουν παράνομες αρχαιότητες δεν είχε κάνει ποτέ στο παρελθόν, προκειμένου να ζητήσει συμβουλές, ώστε να πράξει το σωστό», δήλωσε ο κ. Τσιρογιάννης.
«Πρόκειται για μια υπέροχη περίπτωση ανθρώπου, που έκανε το σωστό επειδή διάβασε κάτι σχετικό στον Guardian. Αυτό δείχνει πως τέτοιες δημοσιεύσεις αυξάνουν την ευαισθητοποίηση και μπορούν να φέρουν πραγματικά αποτελέσματα. Μου έστειλε φωτογραφίες από τα αρχαία αντικείμενα, τα οποία ήταν σαφώς, αυθεντικά. Δώδεκα από αυτά ανήκαν στην Ελλάδα, τέσσερα στην Ιταλία, δύο στην Κύπρο και ένα στο Πακιστάν. Τον συμβούλευσα να τα επιστρέψει. Του είπα: “Αν ακολουθήσεις τη συμβουλή μου, τότε δεν θα έχεις κανένα πρόβλημα και επίσης θα γίνεις παράδειγμα για άλλους ανθρώπους. Τα τυλίγεις σε ένα κουτί για κάθε χώρα και πηγαίνεις στις πρεσβείες τους. Παρακαλώ, χρησιμοποίησε το όνομά μου. Ο πιο ειλικρινής τρόπος είναι και ο πιο ευθύς», εξηγεί ο έγκριτος αρχαιολόγος.
Μεταξύ των αντικειμένων υπήρχαν δύο κεραμικές πλάκες του 4ου αιώνα, διακοσμημένες με ακροβάτες από ζωγράφους της νότιας Ιταλίας, ένα αρχαιοελληνικό αγγείο που χρησιμοποιούταν σε τελετές γάμων, αλλά και ένα πέτρινο ανάγλυφο θραύσμα που παρουσίαζε πιστούς του Βούδα, λαξευμένο τον 2ο ή 3ο π.Χ. αιώνα.
Ο Γκόμπερτς, ο οποίος εργάζεται σε ΜΚΟ, εξήγησε ότι η γιαγιά του, η οποία ήταν Γερμανίδα ολλανδικής καταγωγής και πέθανε το 1992 σε ηλικία 98 ετών, «ήταν παρούσα σε ποικίλες ανασκαφές αρχαιοτήτων τις δεκαετίες του 1950 και 1960, κυρίως στην Ελλάδα και στην Ιταλία, καθώς είχε πάθος με τα αρχαία». Ωστόσο, παραδέχτηκε ότι ο ίδιος δεν είχε ιδέα πώς είχαν φθάσει στα χέρια της τα συγκεκριμένα αντικείμενα. «Η γιαγιά μου ήταν καλός και σωστός άνθρωπος. Αλλά τα αρχαία ήταν η εμμονή της, ολόκληρη η ύπαρξή της, το πάθος της – και ίσως αυτός να είναι ο λόγος».
Οπως δήλωσε ο Γκόμπερτς, μία ημέρα χτύπησε τις πόρτες των τεσσάρων πρεσβειών και είπε: «Εχω να σας παραδώσω κάτι. Θέλω να επαναπατρίσω αυτά τα αντικείμενα». Ολα τα κράτη εκτίμησαν ιδιαιτέρως την κίνησή του, ενώ δεν παρέλειψαν να ευχαριστήσουν και τον κ. Τσιρογιάννη. «Αυτή η υπόθεση ίσως οδηγήσει και άλλους κατόχους κλεμμένων μνημείων να μιμηθούν τον Γκόμπερτς: μπορούν να κάνουν το σωστό χωρίς να υποστούν καμία νομική συνέπεια», δηλώνει ο αρχαιολόγος.