Έκλεισε τα 70 του χρόνια ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, ο άνθρωπος που πήρε το ισπανικό σινεμά από το χέρι και το βοήθησε να κάνει την «μετάβαση» από τον αυστηρό και συντηρητικό φρανκισμό στα ανέμελα, φωτεινά και τεχνικολόρ ’80s.
Ο Πέδρο Μερσέδες Αλμοδόβαρ Καμπαγιέρο γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1949 στο χωριό Καλθάδα ντε Καλατράβα της επαρχίας Λα Μάντσα, μια από τις πιο άγονες περιοχές της Ισπανίας, γιος ενός χωρικού που έβλεπε σπάνια και μιας μητέρας που υπεραγαπούσε, όπως φαίνεται και από την συχνή θεματολογία των ταινιών του.
Σε ηλικία 19 χρόνων, το 1968, μετακομίζει στην Μαδρίτη για να σπουδάσει κινηματογράφο, όμως καθώς η Σχολή Κινηματογράφου είναι ακόμα κλειστή από τον δικτάτορα Φράνκο, για να κερδίσει για προς τα ζην εργάζεται ως υπάλληλος στον κρατικό οργανισμό τηλεπικοινωνιών.
Παράλληλα με μια κάμερα Σούπερ 8 γυρίζει ταινίες μικρού μήκους και ιδρύει το σατιρικό πανκ-ροκ συγκρότημα «Almodovar y McNamara».
Μετά την πτώση της δικτατορίας του στρατηγού Φράνκο το 1975, ο Πέδρο και μερικοί ακόμη συν αυτώ, ηγήθηκαν ενός πολιτιστικού κινήματος που ονομάστηκε Movida («Μετάβαση»).
Κάπως έτσι, και αφού πρώτα διεκδίκησε και κέρδισε το δικαίωμα να είναι ομοφυλόφιλος, έλαβε το παρατσούκλι «Το τρομερό παιδί της Μόβιδα», σκηνοθετώντας την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους με τίτλο «Η Πέπη, η Λούσι, η Μπομ και τα άλλα κορίτσια της γειτονιάς» (1980).
Το 1983 έκανε το ντεμπούτο του στο Φεστιβάλ Βενετίας με τη μαύρη κωμωδία «Αμαρτωλές καλόγριες», παραδεχόμενος στη συνέχεια πως «Και μόνο το γεγονός ότι συμμετείχα σε ένα διεθνές κινηματογραφικό Φεστιβάλ, έμοιαζε με θαύμα».
Έπρεπε όμως να φτάσει στην τέταρτη ταινία του, με τίτλο «Γυναίκες στα πρόθυρα νευρικής κρίσης» (1988) για να γίνει ευρύτερα γνωστός και να κερδίσει μια υποψηφιότητα για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, ενώ ήταν και υποψήφιος για τον Χρυσό Λέοντα στη Μόστρα.
Τις επόμενες ταινίες του θα τις γυρίσει όλες στην Ισπανία με τις αγαπημένες του πρωταγωνίστριες, την Κάρμεν Μάουρα, την Ρόσι ντε Πάλμα, την Πενέλοπε Κρουθ και ηθοποιούς, όπως ο Αντόνιο Μπαντέρας και ο Χαβιέ Μπαρδέμ, που όλοι τους κατόπιν έκαναν το πέρασμα στο Χόλιγουντ.
Ο ίδιος αρνήθηκε επίμονα τις σειρήνες που τον κάλεσαν επανειλημμένα στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, φτάνοντας μέχρι το σημείο, όπως έχει παραδεχθεί, να ψυχρανθεί με ανθρώπους όπως ο Μπαντέρας, που προτίμησαν την οικονομική ασφάλεια της αμερικανικής κινηματογραφικής βιομηχανίας.
Το Χόλιγουντ πάντως δεν τον αγνόησε, καθώς τον τίμησε με Όσκαρ πρωτότυπου σεναρίου για το «Μίλα της» ενώ το «Όλα για τη μητέρα μου» κέρδισε το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, το 2000.
Ο Αλμοδόβαρ είναι ο πρώτος σκηνοθέτης που παρουσίασε στις ταινίες του τον κόσμο των τρανσέξουαλ και των τραβεστί, όπως στην ταινία «Κακή Εκπαίδευση» (2004) που ίσως είναι η πιο προσωπική του ταινία και αναφέρεται στη φιλία δύο αγοριών σε ένα εσωτερικό καθολικό σχολείο που διοικείται με σιδερένια πυγμή.
Τα τελευταία χρόνια ο Αλμοδόβαρ γύρισε διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες: το θρίλερ « Το δέρμα που κατοικώ» (2011), την κωμωδία «Δεν κρατιέμαι» (2013) και το μελόδραμα «Τζουλιέτα»(2016).
Πριν μερικές εβδομαδες, ο ισπανός σκηνοθέτης πρόσθεσε έναν Χρυσό Λέοντα για τη συνολική προσφορά του στον κινηματογράφο, στη μακρά λίστα των βραβείων που έχει κερδίσει, καθώς το Φεστιβάλ της Βενετίας τον τίμησε για το σύνολο της καριέρας του.
«Η όποια φιλοδοξία μου δεν καθορίζεται ούτε από τα βραβεία, ούτε από την επιτυχία, αλλά από το να μπορώ να πω τις ιστορίες που επιθυμώ μέσω του κινηματογράφου με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αισθάνομαι απολύτως ικανοποιημένος όταν έχω κάνει καλά αυτό που είχα εξαρχής κατά νου, γιατί είμαι υπεύθυνος για όλες τις επιλογές μου», είπε παραλαμβάνοντας τον Χρυσό Λέοντα και υποστηρίζοντας πως «θέλει να συνεχίσει να κάνει καλό σινεμά».