Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ, έχοντας στο ενεργητικό του τόσες σημαντικές ταινίες, αποφάσισε πως είναι η ώρα να γυρίσει και την πιο αυτοβιογραφική απ’ όλες. Το «Dolor y Gloria» (Πόνος και Δόξα) είναι η ιστορία ενός σκηνοθέτη που αναλογίζεται τις επιλογές του, καθώς εικόνες από το παρελθόν και το παρόν του, επεμβαίνουν στην καθημερινότητά του.
Μέσα από ένα δικό του χορταστικό κείμενο στην ιταλική εφημερίδα Repubblica (με συνδρομή), o 69χρονος ισπανός σκηνοθέτης μιλά για την ταινία, τους διάσημους πρωταγωνιστές της, αλλά και την ίδια του τη ζωή.
Αυτοβιογραφία και μυθοπλασία
«Αν αυτή η ταινία είναι μία ταινία για τη ζωή μου; Και ναι και όχι, αλλά τελικά, ναι. Ολες οι ταινίες μου με αντιπροσωπεύουν και είναι με κάποιον τρόπο αυτοβιογραφικές. Ακόμη και αν γράφεις για έναν κινέζο μοναχό περασμένου αιώνα, στην πραγματικότητα, τα δικά σου άγχη και βιώματα θα του περάσεις. Εδώ φυσικά, τα πράγματα είναι πολύ πιο ξεκάθαρα, η ταινία είναι σίγουρα η πιο αυτοβιογραφική απ’ όλες. Ξεκίνησα να γράφω το σενάριο βασισμένος σε δικές μου μνήμες και σε πράγματα που μου είχαν αφηγηθεί πρόσωπα της οικογένειάς μου. Μοιραία, μπλέκεται και η φαντασία μέσα στην πραγματικότητα, για να χρωματίσει τα υπάρχοντα γεγονότα όπου χρειάζεται».
Κατάθλιψη και απομόνωση
«Η ιστορία αρχίζει με έναν άνδρα γύρω στα 60, ξαπλωμένο στο ντιβάνι του σπιτιού του, λες και κάνει ο ίδιος ψυχανάλυση στον εαυτό του. Πάσχει από κατάθλιψη, την οποία έχουν προκαλέσει πολλά και διάφορα γεγονότα: το ότι έζησε στο απόγειο της καριέρας του τη δεκαετία του ’80 και επομένως είναι μαθημένος να ζει με έναν τρόπο εκρηκτικό, σαν αιώνιος έφηβος. Επίσης, μία πολύ σοβαρή επέμβαση στη σπονδυλική στήλη που του προκαλεί φριχτούς πόνους και του απαγορεύει να (μετα)κινείται όπως πριν. Και όλα αυτά τον έκαναν να απομονωθεί από τον έξω κόσμο. Κάποια στιγμή, σταμάτησε να παίρνει και να απαντά στα τηλέφωνα, με αποτέλεσμα να βρίσκεται εδώ και δύο χρόνια ξεχασμένος απ’ όλους».
Ελεύθερος χρόνος και παιδική ηλικία
«Ο ελεύθερος χρόνος δεν είναι πάντα καλό πράγμα. Είναι σαν μια αχανής έρημος που σε αποπροσανατολίζει. Η μοναξιά και η ησυχία, φέρνουν στον ήρωα εικόνες από την παιδική του ηλικία, σαν ένα φρέσκο αεράκι, λες και οι εικόνες από το παρελθόν έρχονται να σώσουν και να γεμίσουν το θλιβερό παρόν του. Ποτέ ως τότε δεν είχε χρόνο να θυμηθεί και να αναπολήσει. Πάντα σκεφτόταν το μέλλον, τι σενάρια θα γράψει, τι ταινίες θα γυρίσει. Ο Σαλβαδόρ Μάλο, αυτό είναι το όνομά του, θυμάται τα παιδικά του χρόνια και τη μητέρα του, από τότε που τον ανέβαζε στους ώμους της όσο εκείνη έπλενε στο χέρι τα ρούχα, μέχρι τη στιγμή που πέθανε, αφήνοντάς του μία πικρή γεύση».
Εγώ και ο Μπαντέρας
«Ο Αντόνιο Μπαντέρας δεν μπήκε ποτέ στη λογική να με μιμηθεί. Μπορεί να έχουμε τα ίδια μαλλιά και τα ίδια χρώματα, αλλά ήξερε πολύ καλά ότι αυτή η ταινία δεν είναι μία ταινία για μένα, αλλά έχει πολλά πράγματα από μένα. Κατάφερε να γίνει το alter ego μου, χαράζοντας όμως έναν πολύ προσωπικό του δρόμο».
Μαμά και μητέρα
«Σε καμία περίπτωση δεν θα ήθελα στις σκηνές της Τζουλιέτα Σεράνο, που υποδύεται τη μητέρα μου σε μεγαλύτερη ηλικία, να υποθέσει κάποιος πως είχα τα συγκεκριμένα προβλήματα μαζί της. Ευτυχώς για όλους, υπάρχει η μυθοπλασία, που μπλέκει την αλήθεια με τη φαντασία σε τέτοιο βαθμό, που κανείς δεν μπορεί να ξέρει τι είναι αλήθεια και τι ψέμα».
Ερωτας χωρίς ανταπόκριση
«Στην ταινία αναφέρονται οι ανολοκλήρωτοι έρωτες του ήρωα. Σε τελική ανάλυση, όπως και ο ίδιος διαπιστώνει, δεν έχει σημασία αν οι έρωτες που έζησες είχαν ανταπόκριση ή όχι, άντεξαν στον χρόνο ή όχι. Σημασία έχει απλά, να αγαπάς».
Σινεμά, το πιο σκληρό ναρκωτικό
«Είμαι πολύ συνεσταλμένος στην προσωπική μου ζωή, όταν όμως γράφω ή σκηνοθετώ, νιώθω γυμνός και ελεύθερος. Τότε εξαφανίζονται όλες οι συστολές. Θα μπορούσα να πω ότι το σινεμά είναι η ζωή μου, ή ότι η ζωή μου είναι το σινεμά. Και τα δύο στέκουν. Για τον ήρωα της ταινίας, το σινεμά είναι το πιο σκληρό ναρκωτικό του, όχι η ηρωίνη. Εκείνο που τον ενδιαφέρει περισσότερο απ’ όλα, είναι αν θα είναι σε θέση να ξαναγυρίσει ταινία».
Η μούσα Πενέλοπε
«Η “πρώτη επιθυμία” είναι η αίσθηση που σου γεννιέται με το που νιώσεις ότι θέλεις να δημιουργήσεις κάτι από το μηδέν. Είναι ένα συναίσθημα που το είχα κάθε φορά, προτού γυρίσω καθεμία από τις 21 ταινίες της καριέρας μου. Αυτήν την “πρώτη επιθυμία” αναζητά και ο ήρωάς μου για να ξανανιώσει ζωντανός και χρήσιμος, να ξαναμπεί στον κόσμο με τους δικούς του όρους. Την βρίσκει, όταν βρει ένα αντικείμενο που σχετίζεται με την παιδική του ηλικία. Καταλαβαίνετε λοιπόν, ότι δεν θα μπορούσε να ενσαρκώσει καμία άλλη τη μητέρα του σε νεαρή ηλικία, από την υπέροχη και παντοτινή μου μούσα, Πενέλοπε Κρουζ. Εμφανίζεται για λίγο, αλλά η σφραγίδα της, είναι όπως πάντα ανεξίτηλη».