Ο Πέδρο Αλμοδόβαρ επιστρέφει και η 21η ταινία του με τίτλο «Dolor y Gloria» τον βρίσκει να επανενώνεται με τους δύο ηθοποιούς που καθιερώθηκαν στη φιλμογραφία του: τον Αντόνιο Μπαντέρας και την Πενέλοπε Κρουζ.
Με μια υπόθεση που θυμίζει το «8½» του Φεντερίκο Φελίνι, η ταινία επικεντρώνεται στο μεσήλικα σκηνοθέτη Σαλβαντόρ Μάλο (Αντόνιο Μπαντέρας) ο οποίος αναπολεί τα πρόσωπα και τις καταστάσεις που σημάδεψαν ανεξίτηλα τη ζωή του.
Μέσα από διαδοχικά φλασμπάκ ο θεατής μεταφέρεται σε διαφορετικές εποχές του παρελθόντος του Μάλο, από τις δεκαετίες του ’60 που ήταν παιδί μέχρι τα «αγριεμένα» ’70s και τα ’80s, τις θυελλώδεις σχέσεις του με τις χαρές και τις λύπες τους.
«Χωρίς τη δημιουργία ταινιών η ζωή μου δεν έχει νόημα», λέει σε μια σκηνή της ταινίας ο Μάλο που ζει μόνος του σε ένα μεγάλο διαμέρισμα γεμάτο μνήμες του ένδοξου σκηνοθετικού παρελθόντος του.
Ο Αλμοδόβαρ μιλώντας στον Observer επισημαίνει ότι η ταινία είναι μυθοπλασία. Ο χαρακτήρας του Μάλο δεν βασίζεται στον ίδιο, ακόμα και αν ο Μπαντέρας είναι διαρκώς ντυμένος με τα (πραγματικά) ρούχα του σκηνοθέτη του, ακόμα και αν η ταινία γυρίστηκε όντως μέσα στο διαμέρισμα του 69χρονου κινηματογραφιστή στη Μαδρίτη, ακόμα κι αν η ζωή του Μάλο αντιστοιχεί σε μεγάλο βαθμό με την αντίστοιχη του Αλμοδόβαρ.
«Προσπαθώ και εγώ να πείσω τον εαυτό μου ότι μιλάω για έναν φανταστικό χαρακτήρα. Αλλά βαθιά μέσα μου ξέρω ότι μιλάω για τον εαυτό μου. Δεν μπορώ πλέον να κρύβομαι πίσω από τον Σαλβαδόρ Μάλο», παραδέχεται, ωστόσο, λίγο μετά.
Και στη συνέχεια ο Πέδρο αναπολεί και αυτός την δική του ζωή στην βρετανική εφημερίδα: θυμάται πως γεννήθηκε το 1949 στην πόλη Λα Μάντσα, πως ο πατέρας του ήταν βενζινοπώλης και η μητέρα του είχε ένα παντοπωλείο, πως από μικρός ήταν «ανεπιθύμητος» από τους γονείς του επειδή το μόνο που ήθελε να κάνει ήταν να φύγει από την γενέτειρα του, ενώ οι συντηρητικοί γονείς του επιθυμούσαν να μείνει εκεί μέχρι να πεθάνει – του είχαν βρει και δουλειά υπαλλήλου στην τράπεζα της πόλης.
«Στην πραγματικότητα δεν έγινα ποτέ ο γιος που ήθελαν οι γονείς μου, παρόλο που ξέρω πως με αγάπησαν πραγματικά», λέει.
Και όμως ο Πέδρο τα κατάφερε: λίγο μετά τα 20 του χρόνια, στις αρχές της δεκαετίας του 1970 πήγε στη Μαδρίτη όπου «υιοθετήθηκε» από την νέα του οικογένεια: η La Movida Madrileña ήταν μια καλλιτεχνική κολεκτίβα (μουσικών και θεατρικών ομάδων) που άκμασε μετά το θάνατο του στρατηγού Φράνκο, στα μέσα της δεκαετίας του ’70.
Εκεί, υποστηρίζει, βρήκε τον εαυτό του: «Τα χρόνια που πέρασα με την La Movida ήταν ένα πραγματικό όνειρο, η καλύτερη εμπειρία της ζωής μου».
Ή, όπως το θέτει ακόμη καλύτερα και πιο σαρκαστικά, «ο στρατηγός Φράνκο έπρεπε να πεθάνει για να μπορέσω να ζήσω εγώ».
Οπότε, τι πιστεύει ο Αλμοδόβαρ για την ζωή του, λίγο πριν τα 70;
Για αρχή, και κάπως φιλοσοφικά, αναρωτιέται αν η ζωή και η καριέρα του έχουν κάποιο νόημα.
«Αν θα μπορούσα να έχω κοιτάξει μπροστά, στο μέλλον και να δω τον εαυτό μου τώρα, δεν νομίζω ότι η άποψή μου για τον εαυτό μου θα ήταν θετική. Δεν θα μου άρεσε και πολύ αυτό στο οποίο έχω μετατραπεί. Θα έριχνα μια κλεφτή ματιά στον 70χρονο Πέδρο και θα σκεφτόμουν: “Ποιος είναι αυτός ο μοναχικός γέρος;”», καταλήγει με νόημα ο Αλμοδόβαρ.