Επικίνδυνος; Ναι.
Απρόβλεπτος; Ασφαλώς.
Ένας πολιτικός κλόουν με την έπαρση ενός δικτατορίσκου; Σίγουρα.
Αυτά είναι, πάνω κάτω, τα χαρακτηριστικά της εδώ και μια πενταετίας παρουσίας του αμερικανού προέδρου στη πολιτική σκηνή των ΗΠΑ, σύμφωνα με τον Λόρενς Ρόζενταλ, πολιτειολόγο και ιδρυτή του Κέντρου Για τις Ακροδεξιές Σπουδές (Center for Right-Wing Studies) του πανεπιστημίου του Μπέρκλεϊ στην Καλιφόρνια.
Ο συγγραφέας του βιβλίου με τίτλο «Empire Of Resentment» και μελετητής του Ντόναλντ Τραμπ θεωρεί ότι η βασική αιτία ανάδυσης του, πριν από πέντε χρόνια, ήταν η «διαβρωτική πολιτική επιρροή του Tea Party», της ακροδεξιάς πτέρυγας των Ρεπουμπλικανών.
«Το “Κόμμα του Τσαγιού” στο πρόσφατο παρελθόν πήγε την υπερσυντηρητική ιδεολογία στο άλλο άκρο, για παράδειγμα όσον αφορά την αυστηρότητα στις δημόσιες δαπάνες. Ωστόσο, εκεί ήρθε ο Τραμπ και τους ξεπέρασε μέχρι και αυτούς: εκτίναξε στα ύψη το δημόσιο χρέος και στη συνέχεια χρησιμοποίησε στη διαλεκτική του και άλλους οικονομικούς «ακρογωνιαίους λίθους» της Δεξιάς, όπως το ελεύθερο εμπόριο ή την σκληρή αντιπαράθεση με τη Ρωσία», επισημαίνει ο Ρόζενταλ σε συνέντευξή του στην Corriere della Sera. Για να προσθέσει ότι «ο Τραμπ ήταν σε θέση να το κάνει αυτό επειδή, έχοντας καταλάβει καλύτερα από άλλους ότι οι διαθέσεις μεγάλων τμημάτων του εκλογικού σώματος κυριαρχούνται σήμερα από την έντονη δυσαρέσκεια, κατάφερε να επιβάλει τον λαϊκισμό του και την δική του, “παραμορφωμένη” άποψη της πραγματικότητας: ένα όραμα υποταγμένο απόλυτα στις θελήσεις, αλλά και στην ικανότητά του να δημιουργήσει μια άμεση σχέση με τους ψηφοφόρους, παρακάμπτοντας όχι μόνο τα ΜΜΕ, αλλά και το ίδιο το κόμμα».
Σχετικά με όσους μιλούν για τους κινδύνους του φασισμού στην Ευρώπη, αλλά και στις ΗΠΑ, και τις ομοιότητες μεταξύ Τραμπ και Βίκτορ Ορμπαν, ο Ρόζενταλ υποστηρίζει ότι «η ουγγρική δημοκρατία έχει λιγότερο σταθερά θεμέλια από την αμερικανική δημοκρατία, παρόλο που ο Τραμπ σίγουρα την αποδυνάμωσε με τη θητεία του, νομιμοποιώντας τα κινήματα των οπαδών της Λευκής Υπεροχής και των ακροδεξιών, που βέβαια υπήρχαν πάντα, αλλά δεν είχαν ποτέ κανένα πραγματικό πολιτικό βάρος, εκτός από μια σύντομη παρένθεση στη δεκαετία του 1920. Τώρα, όμως, έχουν και αυτό οφείλεται στον Τραμπ».
«Ο Τραμπ κατάφερε το ασύλληπτο: να είναι ταυτόχρονα ηγέτης της κυβέρνησης και των αντικυβερνητικών. Ο πρόεδρος με τις πράξεις του έχει πυροδοτήσει τις φαντασιώσεις των πιο επικίνδυνων και βίαιων ομάδων και οργανώσεων που πάντα έμεναν στο περιθώριο και τώρα, αντιθέτως, αισθάνονται σαν αληθινοί πατριώτες, υπερασπιστές ενός προέδρου που ζητά την «απελευθέρωση» πολιτειών όπως το Μίσιγκαν ή η Βιρτζίνια, που κυβερνώνται από Δημοκρατικούς. Αλλά ο Τραμπ είναι ένας αστείος ηγέτης, με απρόβλεπτες συμπεριφορές, που επιδιώκει το σόου, και σίγουρα όχι ένας δικτάτορας που ακολουθεί ψυχρά την ιδεολογία του».
Ο Ρόζενταλ, ως μελετητής των ακροδεξιών ηγετών από τον 20ό αιώνα μέχρι σήμερα, θεωρεί ότι ο Τραμπ εξωκείλει περισσότερο στον μπερλουσκονισμό παρά στον μουσολινισμό.
«Η σύγκριση με τον Μπερλουσκόνι αφορά κυρίως την ικανότητα και των δύο να χρησιμοποιούν τα ΜΜΕ και την τηλεόραση προς όφελός τους. Στην πραγματικότητα, για μένα ο Τραμπ είναι πιο κοντά στον Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο (σ.σ.: ιταλός εθνικιστής ποιητής, δημοσιογράφος, δραματουργός, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος, καθώς και υποστηρικτής του φασιστικού καθεστώτος στην Ιταλία, που υπήρξε προπομπός του Μπενίτο Μουσολίνι)», συνοψίζει ο πολιτειολόγος, καταλήγοντας με νόημα:
«Ακόμη και αν χάσει στις εκλογές, ο Τραμπ δεν θα αποχωρήσει από το πολιτικό προσκήνιο, αλλά θα παραμείνει για αρκετά χρόνια ακόμη, είτε στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση. Ο πραγματικός πολιτικός κίνδυνος είναι να τον διαδεχτεί κάποιος που σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο, αλλά με πολύ ισχυρότερες ιδεολογικές πεποιθήσεις».