Ο Γιάννης Στουρνάρας αισιοδοξεί. Πιέζει, βέβαια, την κυβέρνηση για να κλείσει «χθες» την αξιολόγηση, ωστόσο είναι σχεδόν σίγουρος ότι αυτό θα συμβεί μέσα στο μήνα. Και μετά, μόλις η εξέλιξη αποτυπωθεί στη συνεδρίαση του Eurogroup της 20ης Μαρτίου, θα είναι θέμα ημερών ώστε η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εντάξει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
«Καμία άλλη χώρα σε πρόγραμμα δεν έκανε τόσα πολλά στο δημοσιονομικό μέτωπο», είπε μιλώντας στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας αισιοδοξεί για την επίτευξη των στόχων του πρωτογενούς πλεονάσματος. Τόσο στην ομιλία του, όσο και σε συνομιλία που είχε μετά με δημοσιογράφους, εξέφρασε τη βεβαιότητα πως αυτή τη στιγμή το πλεόνασμα βρίσκεται στο 2% και η χώρα έχει καλύψει το 90% του δημοσιονομικού δρόμου. «Πρέπει να πείσουμε τους εταίρους μας για μείωση του στόχου των πλεονασμάτων από το 3,5% στο 2% για το διάστημα μετά το 2021. Αυτό θα μας δώσει δημοσιονομικό χώρο για μείωση της φορολογίας, η οποία θα ενισχύσει την ανάπτυξη και θα αλλάξει προς το καλύτερο την ανάλυση της βιωσιμότητας του χρέους».
Κατά τον κ. Στουρνάρα, το κλείσιμο της αξιολόγησης θα δημιουργήσει πολλαπλασιαστικές συνθήκες σε σημαντικούς παράγοντες της οικονομίας, θα προσελκύσει επενδύσεις και θα οδηγήσει σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης σε ποσοστό που θα υπερβεί το 2%. Ωστόσο επανέλαβε ότι το μείγμα της πολιτικής θα πρέπει να αλλάξει, αφού οι στόχοι του πρωτογενούς πλεονάσματος δεν επιτρέπουν την «ανάφλεξη» αναπτυξιακών μηχανισμών.
Υπογράμμισε την ανάγκη να περιοριστεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος από το 3,5% στο 2% για την περίοδο μετά το 2021, αλλά και να ληφθούν μέτρα διευθέτησης του χρέους όπως η επιμήκυνση στη διάρκεια αποπληρωμής των δανείων και η εξομάλυνση στην καταβολή των τόκων.
«Χρειαζόμαστε μόνο μια μικρή ώθηση στο χρέος», υποστήριξε ο διοικητής της ΤτΕ και περιέγραψε ένα σενάριο το οποίο κρατά τις χρηματοδοτικές ανάγκες για την εξυπηρέτηση του χρέους κάτω από το 15% του ΑΕΠ.
Το σενάριο προβλέπει εξομάλυνση των τόκων και μείωση του στόχου των δημοσιονομικών πλεονασμάτων. «Αλλωστε η Ελλάδα έχει μάθει πλέον να ελέγχει τους προϋπολογισμούς της, παρουσιάζοντας καλύτερες δημοσιονομικές επιδόσεις από το 2012 και μετά».
Ανήσυχος ο Γιώργος Προβόπουλος
«Ασφαλώς και υπάρχει θετικό σενάριο για την ελληνική οικονομία. Προϋποθέτει όμως ότι μέσα στον επόμενο μήνα ολοκληρώνεται η αξιολόγηση, η κυβέρνηση επιταχύνει, καθησυχάζει τους πολίτες, ώστε να απομακρυνθεί η συζήτηση για το Grexit – η οποία κατά την γνώμη μου όμως δύσκολα πλέον θα απομακρυνθεί – και αυτό θα οδηγήσει στην ομαλότητα».
Αυτά τόνισε ο πρώην διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, κ. Γιώργος Προβόπουλος στο πλαίσιο συζήτησης στο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών. Παράλληλα, αμφισβήτησε ότι θα επιτευχθεί ρυθμός ανάπτυξης 2,7% το 2017, είπε όμως ότι αν πλησιάζει το 2% θα πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι.
Ο κ. Προβόπουλος εξέφρασε την ανησυχία του και για τον τραπεζικό τομέα: «Εύχομαι και ελπίζω να μην υπάρξει τραπεζική κρίση. Φοβάμαι όμως ότι με τα καινούργια stress testsτον επόμενο χρόνο θα υπάρχουν νέες κεφαλαιακές ανάγκες, αν η οικονομία δεν ξεφύγει από αυτό το τέλμα».
Κατά τον κ. Προβόπουλο, η καθυστέρηση στην διαπραγμάτευση έχει συνέπεια στην δυνατότητα της χώρας να βγει δοκιμαστικά στις αγορές προς το τέλος του έτους. «Αν πάμε προς τα πίσω η χώρα δεν θα μπορεί να χρηματοδοτηθεί», τόνισε και συμπλήρωσε πως σε μία τέτοια περίπτωση δεν θα έχουμε μνημόνιο με την κλασική έννοια του όρου, επειδή θα είναι πολύ δύσκολο να εγκριθεί από τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια.
Ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης ανέδειξε ως μείζον πρόβλημα της οικονομίας το χαμηλό ποσοστό επενδύσεων επί ΑΕΠ, που βρίσκεται μόλις στο 11%, ενώ στις άλλες χώρες φτάνει το 20%. «Χρειάζεται να το υπερδιπλασιάσουμε και αυτό με εισροή ξένων επενδύσεων της τάξης των 20 δισ. ετησίως», είπε ο κ. Προβόπουλος, συμπλήρωσε όμως ότι «δεν υπάρχει ευνοϊκό κλίμα για τις επενδύσεις στην χώρα. Ο κ. Προβόπουλος μίλησε και για το χαμηλό επίπεδο της δημόσιας διοίκησης στην χώρα και είπε χαρακτηριστικά: «Είμαστε σε σημείο διάλυσης»