Στο Τουρνάι του γαλλόφωνου Βελγίου, βρίσκεται η μεγαλύτερη ιδιωτική συλλογή τεθωρακισμένων στην Ευρώπη. Ιδιοκτήτριά τους είναι η βελγική αμυντική εταιρεία OIP, που έχει συγκεντρώσει περισσότερα από 500 άρματα μάχης διαφόρων χωρών, ανάμεσά τους και πολλά που θα ήθελαν να έχουν στη διάθεσή τους οι Ουκρανοί.
«Πολλά από αυτά τα άρματα μάχης στέκονται εδώ για χρόνια. Ας ελπίσουμε ότι τώρα ήρθε η ώρα να δουν επιτέλους κάποια δράση στην Ουκρανία», δήλωσε στον Guardian ο Φρέντι Βέρσλιους, επικεφαλής της OIP.
Στη συλλογή της εταιρείας υπάρχουν 50 Leopard 1, 38 γερμανικά άρματα Gepard, 112 αυστριακά ελαφρά άρματα SK-105, 100 ιταλικά VCC2 και 70 ιταλικά τεθωρακισμένα M113.
Πρόκειται για το μεγαλύτερο ιδιωτικό οπλοστάσιο αρμάτων μάχης στην Ευρώπη», σύμφωνα με τον Βέρσλιους, ο οποίος έχει μακρά ιστορία στον στρατιωτικό τομέα.
Αφού ολοκλήρωσε τη στρατιωτική του θητεία, ο βέλγος επιχειρηματίας εργάστηκε εννέα χρόνια για τον βελγικό στρατό σε ένα τμήμα που ήταν υπεύθυνο για τον ποιοτικό έλεγχο των αρμάτων μάχης και των πυρομαχικών. Το 1989 εντάχθηκε στην OIP, μια εταιρεία που ειδικευόταν σε οπτικό εξοπλισμό, όπου τελικά ίδρυσε την OIP Land Systems, μια θυγατρική εταιρεία που αγόραζε παλιό στρατιωτικό εξοπλισμό, ποντάροντας στο ότι μια μέρα θα υπήρχε και πάλι ζήτηση γι’ αυτόν.
«Ο,τι κάνουμε εδώ είναι νόμιμο, ακολουθούμε τους νόμους και έχουμε όλες τις απαιτούμενες άδειες», απάντησε στον Πιοτρ Σάουερ, δημοσιογράφο του Guardian, όταν του ανέφερε πως όσα κάνει φέρνουν στο νου τις κινήσεις ενός εμπόρου όπλων. «Αναλάβαμε αυτά τα τανκς όταν κανείς δεν τα ήθελε. Τώρα, θα ήθελα πολύ να τα δω στην Ουκρανία», είπε.
Ο Βέρσλιους αγόρασε το μεγαλύτερο μέρος της συλλογής του τις δύο τελευταίες δεκαετίες, αποκτώντας τα άρματα μάχης απευθείας από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις που ήθελαν να περικόψουν τις αμυντικές τους δαπάνες.
Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης, τα ευρωπαϊκά έθνη επιδίωξαν να αντικαταστήσουν ορισμένα από τα βαριά και δαπανηρά στη συντήρηση άρματα μάχης της εποχής του Ψυχρού Πολέμου με τα ελαφρύτερα οχήματα που απαιτούνται για τις μικρότερες ειρηνευτικές αποστολές σε όλο τον κόσμο. Οι αμυντικές περικοπές επιταχύνθηκαν από την οικονομική κρίση του 2008 και μέχρι το 2014, τη χρονιά που ο Βλαντίμιρ Πούτιν προσάρτησε την Κριμαία, οι ευρωπαϊκές στρατιωτικές δαπάνες είχαν φτάσει σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Σε μια από τις μεγαλύτερες συμφωνίες του, ο βέλγος επιχειρηματίας αγόρασε 50 άρματα μάχης Leopard 1 τα οποία η βελγική κυβέρνηση απέσυρε το 2014, για 37.000 ευρώ το καθένα. «Ηταν η τιμή της αγοράς λόγω της γεωπολιτικής κατάστασης εκείνη την εποχή. Αλλά η αγορά αυτών των παροπλισμένων αρμάτων ήταν ένα τεράστιο ρίσκο για εμάς».
Το Leopard 1, το οποίο προέρχεται από τη δεκαετία του 1960, είναι ελαφρύτερο και λιγότερο ισχυρό από τα νεότερα άρματα Leopard 2, 14 από τα οποία η Γερμανία συμφώνησε την περασμένη εβδομάδα να στείλει στην Ουκρανία, αλλά γερμανοί αξιωματούχοι δήλωσαν ότι θα μπορούσαν ακόμη να ανταγωνιστούν ένα ρωσικό άρμα μάχης.
Για χρόνια, η εταιρεία δεν ήταν σε θέση να πουλήσει τα Leopard 1 και τα Gepard, καθώς η γερμανική νομοθεσία απαιτεί έγκριση από το Βερολίνο για την επανεξαγωγή του στρατιωτικού της εξοπλισμού. Αλλά η απόφαση του Ολαφ Σολτς την περασμένη εβδομάδα για τα Leopard 2, η οποία άνοιξε τις πύλες για να ακολουθήσουν και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, άλλαξε τα δεδομένα.
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Βέρσλιους πούλησε 46 ελαφρά τεθωρακισμένα οχήματα M113 στη Βρετανία, η οποία στη συνέχεια τα μετέφερε στην Ουκρανία ως μέρος στρατιωτικού πακέτου βοήθειας.
Το Βέλγιο, το οποίο δεν έχει πλέον άρματα μάχης στο αμυντικό του απόθεμα, έχει διερευνήσει το ενδεχόμενο να αγοράσει πίσω τα Leopard 1 που πούλησε στον Βέρσλιους.
Η Λουντεβέν Ντεντοντέρ, υπουργός Αμυνας του Βελγίου, δήλωσε την περασμένη εβδομάδα ότι είχε ξεκινήσει συνομιλίες με την OIP, αλλά κατηγόρησε την εταιρεία ότι προσπαθεί να αποκομίσει «τεράστιο κέρδος» από την πώληση. «Οι συνομιλίες συνεχίζονται, αλλά δεν πρόκειται να πληρώσω μισό εκατομμύριο για ένα άρμα που δεν είναι ούτε κατά διάνοια έτοιμο για μάχη», δήλωσε η υπουργός.
Ο Βέρσλιους αρνήθηκε ότι η βελγική κυβέρνηση τον προσέγγισε και δήλωσε ότι είναι δύσκολο να εκτιμηθεί η τιμή στην οποία θα πουλούσε τα τανκς. «Δεν έχει νόημα να μιλάμε για τιμές αυτή τη στιγμή, διότι πρέπει να ελέγξουμε την κατάσταση του κάθε άρματος και τι πρέπει να αναβαθμιστεί», δήλωσε.
Τόνισε επίσης, ότι μπορεί να χρειαστούν μήνες και κόστος ανακαίνισης έως και ένα εκατ. ευρώ για κάθε άρμα για να είναι έτοιμα για χρήση στην Ουκρανία. «Χρειάζονται νέο κινητήρα, αμορτισέρ, την τελευταία τεχνολογία ραντάρ -ο κατάλογος είναι μεγάλος».
Ο Βέρσλιους δήλωσε ότι πρόσφατα τον προσέγγισε ο κρατικός εξαγωγέας και εισαγωγέας όπλων της Ουκρανίας σχετικά με την πιθανότητα αγοράς των αρμάτων του, όπως και η ομάδα Joint Expeditionary Force (JEF), που αποτελείται από 10 ευρωπαϊκά κράτη υπό βρετανική ηγεσία.
«Είμαστε ανοιχτοί σε όλες τις επιλογές. Αλλά η τιμή πρέπει να είναι δίκαιη, δεν είμαστε φιλανθρωπικό ίδρυμα», τόνισε ο βέλγος επιχειρηματίας.
Και ενώ η Γερμανία έχει άρει την απαγόρευση εξαγωγής των Leopard, άλλα εμπόδια παραμένουν. Η OIP εξακολουθεί να μην μπορεί να πουλήσει το μεγάλο απόθεμα ελαφρών αρμάτων μάχης SK-105 αυστριακής κατασκευής, διότι η Βιέννη δεν εγκρίνει τις εξαγωγές. «Είναι μεγάλο κρίμα, διότι είναι σε καλή κατάσταση και μπορούν να προετοιμαστούν εύκολα», δήλωσε ο Βέρσλιους.
Στις Βρυξέλλες έχει γίνει συζήτηση για το αν βιάστηκε η κυβέρνηση να αποσύρει τα τανκς. «Εκ των υστέρων, είναι λίγο απλοϊκό να πούμε ότι το να ξεφορτωθούμε τα άρματα ήταν λάθος», δήλωσε ο Τζο Κόλμοντ, συνεργάτης του Βασιλικού Ανωτάτου Ινστιτούτου Αμυνας και πρώην ταξίαρχος του βελγικού στρατού.
«Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης, ήταν απλώς αδιανόητο ότι θα γινόταν μια μάχη τύπου Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη. Με τις κυβερνητικές περικοπές στον αμυντικό προϋπολογισμό, ο στρατός έπρεπε να λάβει αποφάσεις και η περικοπή παλαιότερων, ακριβών αρμάτων μάχης ήταν η πιο λογική επιλογή», πρόσθεσε.