Η πολιτική ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης πρέπει να επινοήσει έναν διαφορετικό λόγο αν επιθυμεί να νικήσει τον αυξανόμενο, κυρίως στη λεγόμενη νότια «περιφέρειά» της, ευρωσκεπτικισμό. Είναι μια κουβέντα που δεν ακούγεται από κάποιον εχθρό του εποικοδομήματος των Βρυξελλών, κάθε άλλο.
Χωρίς να ισχυρίζεται ότι αυτή του η επισήμανση διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας, ο γνωστός ευρωπαϊστής Βόλφγκανγκ Μίνχαου, ο γερμανικής καταγωγής αρθρογράφος των Financial Times, καυχάται ότι μπορεί να λέει δημοσίως την αλήθεια που ενοχλεί το πολιτικό προσωπικό της Ενωσης, το Βερολίνο ή και το Παρίσι ακόμη, ενώ άλλοι διανοούμενοι δεν μπορούν να την εκστομίσουν, αν και ιδιωτικώς, στα κρυφά σαν να λέμε, συμφωνούν μαζί του.
Αυτούς τους τελευταίους, τους… ανήμπορους να ψελλίσουν την αλήθεια, ο Μίνχαου τους κρίνει με επιείκεια… σφαγιαστική: Δεν μιλούν, γράφει, επειδή «λογαριάζουν την πρόσβασή τους σε κύκλους πολιτικής και στη χρηματοδότηση» (στο πρωτότυπο: «They valued their access to policy circles and funding»). Αν και δεν υπάρχουν ονόματα και διευθύνσεις στο κείμενο (ούτε, φυσικά, ΑΦΜ και «πόθεν έσχες»), το βλήμα είναι ισχυρό και διπλής στόχευσης: αφορά όχι μόνο τους λαμβάνοντες τις παροχές, αλλά και τους δίδοντες. Κυρίως τους δίδοντες…
Η «ένδεια του φιλοευρωπαϊκού λόγου» απογοητεύει τον αρθρογράφο. Κρίνει ότι οι αποτυχίες στη ρητορεία επηρεάζουν την πολιτική αρνητικά, είτε ως χάραξη κατευθύνσεων είτε ως πρόσληψη από τους ευρωπαϊκούς λαούς. Η «ευρωπαϊκή ταυτότητα» πλασάρεται αλλά δεν πείθει, ιδίως σε χώρες σαν την Ιταλία, όπως γράφει ρητώς, ή σαν την Ελλάδα, όπως υπαινίσσεται αναφέροντας την αύξηση των αυτοκτονιών στη μνημονιακή περίοδο «μεταξύ 2010 και 2016», τότε δηλαδή που «τις πολιτικές λιτότητας, ως απάντηση στην κρίση της Ευρωζώνης, κάποιοι τις θεώρησαν τεράστια επιτυχία».
Ποιοι είναι αυτοί οι κάποιοι; Ο Μίνχαου περιορίζεται στη γενικότητα «Βορειοευρωπαίοι», συν μία αναφορά πιο συγκεκριμένη, στους «υπουργούς Οικονομικών της Ολλανδίας» (όχι, το όνομα Γερούν Ντάισελμπλουμ δεν το ξεστομίζει, αλλά τι χρειάζεται). Σε αυτήν την παράγραφο οι περαιτέρω διευκρινίσεις μάλλον είναι περιττές.
Από το περιεκτικό κείμενό του αξίζει να υπογραμμιστούν οι εύστοχες παρατηρήσεις που αφορούν: α) την αλλεργία των ευρωπαίων πολιτικών στην «εποικοδομητική κριτική από φίλους», αλλά και β) την αδράνεια των «πρωθυπουργών του Νότου» που δεν έφεραν καμία αντίρρηση στους «ηγέτες του Βορρά» κατά την κρίση της Ευρωζώνης. («Οι ιταλοί υπουργοί Οικονομικών δεν αποχωρούν ποτέ από τις συνεδριάσεις, ακόμη και όταν πρέπει, ενώ οι γάλλοι πρόεδροι καταλήγουν πάντα με γερμανούς καγκελαρίους».)
Κατόπιν αυτών, η διαπίστωση του Μίνχαου είναι αβίαστη: «Η Ευρωζώνη θα βρισκόταν σήμερα σε καλύτερη θέση» αν τα παραπάνω δεν ίσχυαν. Δυστυχώς, ισχύουν.
Στη συνέχεια ο αρθρογράφος περιπαίζει τον στόμφο και τα «μεγαλοπρεπή περιβάλλοντα» όπου προτιμά να κάνει την εμφάνισή του, και το παράδειγμα το δίνει με τον γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν. Η αφορμή είναι το ταμείο ανάκαμψης από την πανδημία, για το οποίο ο Μίνχαου μάλλον είναι πολύ επιφυλακτικός. Η φράση «θεσμική μεταρρύθμιση» εισβάλλει σε αυτό το σημείο του κειμένου και, χωρίς να το επιδιώκει ο αρθρογράφος, συνδέεται στο μυαλό του αναγνώστη με την πρόσφατη δήλωση της προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, ότι το εν καταψύξει Σύμφωνο Σταθερότητας πρέπει να αναθεωρηθεί προτού αποψυχθεί.
Το Brexit δεν δίδαξε
Με το Brexit συντελεσμένο και καμπανιστό, από τον εξάψαλμο δεν θα μπορούσε να λείπει η κριτική για την «αποτυχημένη εκστρατεία» υπέρ της παραμονής της Βρετανίας στην Ενωση. «Προσέξτε», λέει ο Μίνχαου στις Βρυξέλλες, «μήπως υπάρξουν μιμητές». Η εκστρατεία υπέρ της παραμονής «δημιούργησε μία αφήγηση που ταύτισε την Ευρώπη με τις έννοιες νέοι, προοδευτικοί και αστοί, ενώ παρουσίασε τους αντιευρωπαϊστές σαν ηλικιωμένους, αμόρφωτους και χωριάτες». Τα αποτελέσματα αυτής της προσβλητικής υπεροψίας είναι γνωστά – και ο Μίνχαου ξεκάθαρος: «Η διχαστική διαίρεση δεν είναι προς το συμφέρον της ΕΕ, επειδή αποξενώνει τις κοινωνικές ομάδες τις οποίες η ίδια χρειάζεται».
Βαθαίνοντας την κριτική του, ο Μίνχαου γκρινιάζει με τον τρόπο που «η ΕΕ μπέρδεψε τη νομισματική ολοκλήρωση», καταφέρεται εναντίον των «τελετών» με τις «ανταλλαγές βραβείων», πράγματα στα οποία «δαπανάται πολύς χρόνος», και καταγγέλλει ότι το όλο σύστημα της ΕΕ έχει αναπτύξει «ιδιότητες λατρείας», θρησκευτικού τύπου δηλαδή.
Η συμβουλή του προς την ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ενωσης, για το μέλλον της οποίας και ο ίδιος κόπτεται, είναι απλή και απευθύνεται με ειλικρινές ενδιαφέρον: «Αν θέλετε να νικήσετε τον ευρωσκεπτικισμό, πρωτίστως πρέπει να είστε εσείς σαφείς. Ετσι ίσως πουλήσετε τις πολιτικές σας ευκολότερα».