Τετάρτη 20 Δεκεμβρίου 2017. Ο Γουίλιαμ Γράχαμ –γιος της αποκαλούμενης «μεγάλης κυρίας του αμερικανικού Τύπου», Κάθριν Γράχαμ– δίνει τέλος στη ζωή του με μία σφαίρα, μέσα στο σπίτι του στο Λος Αντζελες.
Η αυτοκτονία του, σε ηλικία 69 ετών, έρχεται 54 χρόνια μετά από εκείνη του πατέρα του, Φίλιπ, και λίγες μόλις ημέρες πριν από την προβολή της νέας ταινίας του Στίβεν Σπίλμπεργκ «Τhe Post», με θέμα τον αμερικανικό Τύπο του 1971 και τον αγώνα των εφημερίδων της εποχής να εκδώσουν τα απόρρητα έγγραφα του Πενταγώνου που αποκάλυπταν την παραπλανητική περιγραφή της αμερικανικής κυβέρνησης για τον Πόλεμο του Βιετνάμ.
Στο ρόλο της θρυλικής Κάθριν Γράχαμ, μία από τις πιο ισχυρές προσωπικότητες της αμερικανικής δημοσιογραφίας και εμβληματική φιγούρα του θριάμβου της ελευθεροτυπίας στις ΗΠΑ, η Μέριλ Στριπ, ενώ τον Μπεν (Μπέντζαμιν) Μπράντλι (δεξί χέρι της Γκράχαμ στην Washington Post) ενσαρκώνει ο Τομ Χανκς.
Το 1971, το Ομοσπονδιακό Δικαστήριο των ΗΠΑ, απαγόρευσε προσωρινά στους New York Times τη δημοσίευση των περίφημων «Εγγράφων του Πενταγώνου», εφαρμόζοντας για πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία «προληπτική απαγόρευση».
Τρία χρόνια πριν ξεσπάσει το Γουότεργκεϊτ, η εκδότρια της Washington Post συμπαρατάχθηκε με τους New York Times στην ιστορική αντιπαράθεση της εφημερίδας με την τότε αμερικανική κυβέρνηση, για τις αποκαλύψεις σχετικά με τον πόλεμο του Βιετνάμ.
Οι δημοσιογράφοι της Washington Post κατάφεραν να αποκτήσουν κι αυτοί αντίγραφα των απόρρητων εγγράφων. Παρά τις προειδοποιήσεις των νομικών της συμβούλων για τις συνέπειες που θα μπορούσε να έχει τυχόν δημοσίευσή τους, η Γκράχαμ, ως εκδότρια, πήρε τελικά τη μεγάλη απόφαση: «Φοβισμένη και γεμάτη άγχος, πήρα μια βαθιά αναπνοή και είπα: “Ας το κάνουμε, ας προχωρήσουμε, λοιπόν. Ας τα δημοσιεύσουμε”», περιέγραφε η ίδια.
Οι υποθέσεις της Post και των New York Times εξετάστηκαν μαζί από το Ανώτατο Δικαστήριο και οι δικαστές αποφάσισαν να άρουν την απαγόρευση της δημοσίευσης.
Η ίδια η Γκράχαμ όμως αποκάλυψε ότι η μεγαλύτερη απόφαση που είχε πάρει, δεν ήταν ούτε η δημοσίευση των «Εγγράφων του Πενταγώνου», ούτε η αποκάλυψη του σκανδάλου Γουότεργκεϊτ, αλλά η πρόσληψη του Μπράντλι, ο οποίος με τη στήριξή της κατάφερε να αναδείξει την Washington Post σε μείζονα δύναμη του αμερικανικού Τύπου.
Η Κάθριν Γκράχαμ ανέλαβε τη διοίκηση της Post μετά την αυτοκτονία του συζύγου της Φιλ (Φίλιπ) το 1963 (επίσης με όπλο, όπως ο γιος του Γουίλιαμ ) λίγο μετά το εξιτήριο που είχε λάβει από ψυχιατρική κλινική. Υπό την ηγεσία της Κάθριν, η εφημερίδα αναδείχθηκε σε θεσμό των αμερικανικών ΜΜΕ.
To 1998, σε ηλικία 80 ετών, η Γκράχαμ τιμήθηκε με το βραβείο Πούλιτζερ για τη βιογραφία της «Προσωπική Ιστορία». Πέθανε το 2001, σε ηλικία 84 ετών μετά από ατύχημα που είχε (πτώση) στη Σαν Βάλεϊ του Αϊντάχο.
Το 2013 οι κληρονόμοι της, υπό την πίεση της πτώσης της κυκλοφορίας της εφημερίδας, πούλησαν την Washington Post και άλλες μικρότερες εφημερίδες στον ιδρυτή της Αmazon, Τζεφ Μπέζος, έναντι 250 εκατ. δολ.
Σύμφωνα με τη Washington Post, ο αυτόχειρας Γούλιαμ Γκράχαμ ήταν διακεκριμένος δικηγόρος, επενδυτής, με ιδιαίτερη φιλανανθρωπική δράση, επιλέγοντας ωστόσο να διατηρεί την ανωνυμία του στις περισσότερες από τις δωρεές που έκανε.