Το Σάββατο ο πρόεδρος της Τουρκίας, Ταγίπ Ερντογάν, αναφέρθηκε στη διοργάνωση δημοψηφίσματος για την επαναφορά της θανατικής ποινής. Την Πέμπτη, ο γενικός γραμματέας του οργανισμού υπενθύμισε, με κατηγορηματικό τρόπο, ότι κάτι τέτοιο είναι ασυμβίβαστο με τη συμμετοχή οποιαδήποτε χώρας στο Συμβούλιο της Ευρώπης (ΣτΕ).
«Κανένα από τα κράτη- μέλη μας δεν μπορεί να επιβάλει την ποινή του θανάτου», υπενθύμισε ο Τόρμπγερν Γιάγκλαντ στην παρουσίαση στο Στρασβούργο της ετήσιας έκθεσης για την κατάσταση της δημοκρατίας στην Ευρώπη.
«Δεν χρειάζεται καν να ειπωθεί ότι εάν θέλετε να την επαναφέρετε σε ισχύ, δεν μπορείτε να είστε μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης. Αυτή είναι μια θεμελιώδης αρχή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων», επέμεινε ο κ. Γιάγκλαντ.
Πάντως, ο αξιωματούχος εκτίμησε ότι είναι ακόμη πολύ νωρίς για να συζητηθούν οι όροι μιας ενδεχόμενης εκδίωξης της Τουρκίας από αυτόν τον πανευρωπαϊκό οργανισμό, ο οποίος εδρεύει στο Στρασβούργο κι έχει 47 χώρες-μέλη.
«Το νέο Σύνταγμα (σ.σ. το οποίο εγκρίθηκε με το δημοψήφισμα της Κυριακής στην Τουρκία με 51,4% των ψήφων) αναγνωρίζει ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είναι ανώτερη της τουρκικής νομοθεσίας και επομένως δεν επιτρέπεται η θανατική ποινή. Γιατί λοιπόν να ερωτηθεί ο λαός εάν θέλει να καταργηθεί ένα άρθρο επί του οποίου πήγε και ψήφισε; Αυτό δεν έχει απολύτως κανένα νόημα», διερωτήθηκε ο γ.γ. του ΣτΕ, κρίνοντας ότι ο διάλογος περί ενός νέου δημοψηφίσματος για την επαναφορά της ποινής του θανάτου σε ισχύ στην Τουρκία έχει χαρακτήρα «πολύ περισσότερο πολιτικό απ’ ό,τι νομικό στην πραγματικότητα».
Το καταστατικό του ΣτΕ προβλέπει ότι ένα κράτος-μέλος που παραβιάζει κατάφωρα τις αρχές που ορίζονται στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων μπορεί να κληθεί να αποσυρθεί από τον διεθνή οργανισμό. Εάν το κράτος αυτό δεν αποσυρθεί από μόνο του, το Συμβούλιο της Ευρώπης το αποπέμπει.
Η θανατική ποινή συνιστά έναν από τους λόγους για τους οποίους η Λευκορωσία δεν είναι μέλος του ΣτΕ.