Σε μία ακόμη αύξηση των επιτοκίων της, κατά 0,25 μονάδες, προχώρησε την Πέμπτη το απόγευμα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), με αποτέλεσμα το επιτόκιο καταθέσεων να ανέλθει στο 3,75%. Θα πρέπει να σημειωθεί πάντως ότι η αύξηση αυτή δεν επιβαρύνει το κόστος εξυπηρέτησης των στεγαστικών δανείων κυμαινόμενου επιτοκίου στη χώρα μας, καθώς οι ελληνικές τράπεζες έχουν παγώσει τα επιτόκια τους από τον περασμένο Μάιο και για ένα χρόνο.
Πιο αναλυτικά, το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ ανήλθε στο 4,25% (από 4% προηγουμένως), το επιτόκιο καταθέσεων στο 3,75% (από 3,5% προηγουμένως) και το επιτόκιο οριακής χρηματοδότησης στο 4,50% (από 4,25% προηγουμένως). Πρόκειται για την ένατη κατά σειρά αύξηση των επιτοκίων από πέρυσι τον Ιούλιο όταν η ΕΚΤ ξεκίνησε τη σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής, ενώ είχε προαναγγελθεί από την επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, καθώς η αποκλιμάκωση του πληθωρισμού εμφανίζει ισχυρές αντιστάσεις.
Η Λαγκάρντ, μιλώντας στη συνέντευξη Τύπου μετά την απόφαση της Ευρωτράπεζας την Πέμπτη, δεν έδωσε ξεκάθαρο στίγμα για τα επόμενα βήματα: «Η ΕΚΤ θα συνεχίσει να βασίζει τις αποφάσεις της στα νεότερα στοιχεία που έρχονται. Ως τις επόμενες συνεδριάσεις θα έχουμε στη διάθεσή μας τις νέες προβολές των εμπειρογνωμόνων μας καθώς και δύο ακόμη μετρήσεις του πληθωρισμού. Ενδέχεται η απόφαση μας να αφορά αύξηση, μπορεί να αφορά και την παύση. Αυτό που μπορώ να πω είναι ότι δεν θα ακολουθήσει μείωση των επιτοκίων» είπε.
Κατόπιν τούτων είναι εξαιρετικά αβέβαιο κατά πόσο η ΕΚΤ θα προχωρήσει και σε νέα αύξηση των επιτοκίων στην επόμενη συνεδρίαση του Διοικητικού της Συμβουλίου το Σεπτέμβριο. Πάντως σύμφωνα με το Bloomberg «η έλλειψη κατευθυντήριων γραμμών για την απόφαση του Σεπτεμβρίου σημαίνει ότι η ΕΚΤ μπορεί να αυξήσει και πάλι τα επιτόκια ή και να μην το πράξει ανάλογα με το πόσο ισχυρές είναι οι εκτιμήσεις της ότι ο πληθωρισμός επιστρέφει στον στόχο του 2%».
Είναι ενδεικτικό ότι ο δομικός πληθωρισμός στην ευρωζώνη αυξήθηκε τον Ιούνιο στο 5,5% από 5,3% που ήταν τον Μάιο. Ταυτόχρονα όμως τα τελευταία στοιχεία (όπως για παράδειγμα o δείκτης PMI) δείχνουν ότι η προοπτική της οικονομίας επιδεινώνεται.
Η ΕΚΤ, όπως ανέφερε η Λαγκάρντ, διαπιστώνει ότι οι βραχυπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές για τη ζώνη του ευρώ έχουν επιδεινωθεί σε μεγάλο βαθμό λόγω της ασθενέστερης εγχώριας ζήτησης. Ο υψηλός πληθωρισμός και οι αυστηρότεροι όροι χρηματοδότησης περιορίζουν τις δαπάνες. Αυτό επιβαρύνει ιδιαίτερα την μεταποίηση η οποία επίσης συγκρατείται από την ασθενή εξωτερική ζήτηση.
Οι επενδύσεις σε κατοικίες και επιχειρήσεις δείχνουν επίσης σημάδια αδυναμίας. Οι υπηρεσίες παραμένουν πιο ανθεκτικές. Ωστόσο η δυναμική επιβραδύνεται στον τομέα των υπηρεσιών. Η οικονομία αναμένεται να παραμείνει αδύναμη βραχυπρόθεσμα. Με την πάροδο του χρόνου, η πτώση του πληθωρισμού, η αύξηση των εισοδημάτων και η βελτίωση των συνθηκών προσφοράς αναμένεται να στηρίξουν την ανάκαμψη.
Η αγορά εργασίας παραμένει εύρωστη. Το ποσοστό ανεργίας παρέμεινε στο ιστορικό χαμηλό του 6,5% τον Μάιο στην ευρωζώνη και πολλές νέες θέσεις εργασίας δημιουργούνται, ειδικά στον τομέα των υπηρεσιών. Ωστόσο δείκτες για το μέλλον υποδηλώνουν ότι αυτή η τάση ενδέχεται να επιβραδυνθεί τους επόμενους μήνες και να γίνει αρνητική για τη μεταποίηση.
Ευρύτερα, η ΕΚΤ εκτιμά ότι οι προοπτικές για την οικονομική ανάπτυξη και τον πληθωρισμό παραμένουν εξαιρετικά αβέβαιες. Οι καθοδικοί κίνδυνοι για την ανάπτυξη περιλαμβάνουν τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας και την αύξηση των ευρύτερων γεωπολιτικών εντάσεων, οι οποίες θα μπορούσαν να κατακερματίσουν το παγκόσμιο εμπόριο και να επιβαρύνουν την οικονομία της ζώνης του ευρώ.
Η ανάπτυξη θα μπορούσε επίσης να επιβραδυνθεί περαιτέρω, εάν τα αποτελέσματα της νομισματικής πολιτικής είναι πιο ισχυρά από τα αναμενόμενα ή εάν η παγκόσμια οικονομία αποδυναμωθεί και ως εκ τούτου περιορίσει τη ζήτηση για τις εξαγωγές των χωρών της ζώνης του ευρώ. Αντίθετα, η ανάπτυξη θα μπορούσε να είναι υψηλότερη από την προβλεπόμενη, εάν η ισχυρή αγορά εργασίας, η αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων και η υποχώρηση της αβεβαιότητας σηματοδοτούν ότι οι πολίτες και οι επιχειρήσεις αποκτούν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ξοδεύουν περισσότερο.
Συμπερασματικά οι εξελίξεις από την τελευταία συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου ενίσχυσαν την προσδοκία ότι ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει περαιτέρω στο υπόλοιπο του έτους, αλλά θα παραμείνει πάνω από τον στόχο για μια παρατεταμένη περίοδο.