«Η αλήθεια είναι ότι τη μαμά μας τη θάψαμε ξυπόλητη γιατί δε βρήκαμε στη ντουλάπα της τίποτα ταιριαστό με την περίσταση. Οι γόβες με τα ψηλά τακούνια, που φορούσε όταν ήμασταν μικρές, κρίθηκαν εντελώς ακατάλληλες για τώρα και για τότε», γράφει η Ρούλα Γεωργακοπούλου στο βιβλίο της με τίτλο «Δέντρα, πολλά δέντρα», με το οποίο αποχαιρετά τη μάνα της και ταυτόχρονα ο αποχαιρετισμός της γίνεται αφορμή για έναν αυτοβιογραφικό μονόλογο.
Αυτό το μικρό βιβλίο είναι η πρώτη της πεζογραφική απόπειρα, μας πληροφορεί το βιογραφικό σημείωμα στο εσώφυλλό του, όμως η Ρούλα δεν είναι πρωτάρα της γραφής. Έμπειρη δημοσιογράφος (σήμερα αρθρογραφεί στην Athens Voice και στα ΝΕΑ, ενώ στο παρελθόν έχει δουλέψει στα περιοδικά Ένα, Ταχυδρόμος, Marie Claire και στις εφημερίδες Το Ποντίκι, Το Βήμα και Τα Νέα), μεταφράστρια (τα τελευταία χρόνια μεταφράζει για τις εκδόσεις Πόλις) και θεατρική συγγραφέας, η Ρούλα Γεωργακοπούλου έχει γράψει πέντε θεατρικά έργα που έχουν ανέβει σε αθηναϊκές σκηνές από το 1986 μέχρι σήμερα, δύο από αυτά έχουν εκδοθεί κάτω από τον ενιαίο τίτλο «Καρφίτσες στα γόνατα» (εκδόσεις Ροδακιό), και τη συλλογή χρονογραφημάτων «Γυναίκα μετρίου αναστήματος» (εκδόσεις Πατάκη).
Και τώρα αφιερώνει 74 σελίδες «Σε όλες τις μητέρες» γνωρίζοντας καλά ότι θα μας συνταράξει μέχρι τα μύχια της ψυχής μας. Η μαμά της πέθανε την ίδια μέρα με τη Ζωή Λάσκαρη, όνομα που θα «άξιζε ίσως μια υποσημείωση [για τον αναγνώστη του μέλλοντος], αλλά ποιος ο λόγος να μπλέξουμε στις υποθέσεις μας τις επερχόμενες γενεές;», αναρωτιέται και μας πληροφορεί ότι η μαμά της ήταν «απείρως ομορφότερη» και πρώτα απ’ όλα «πιο κομψή», πράγμα που διαπιστώνεις ευθύς εξαρχής παρατηρώντας την θαμπή εικόνα στο εξώφυλλο.
Η Βασιλική Παπαχρήστου ποζάρει χαμογελαστή στην ταράτσα του σπιτιού της στην Καλαμάτα το καλοκαίρι του 1954 φορώντας το νυφικό της. Είναι η παραμονή του γάμου της με τον συνονόματό της Βασίλη. Ένα χρόνο αργότερα θα φέρει στον κόσμο την πρωτότοκη κόρη τους, τη Ρούλα. Σύντομα θα ακολουθήσουν άλλα δύο κοριτσάκια, δίδυμα, «εκείνη που έγινε» και «εκείνη που δεν έγινε», αλλά τι έγινε και τι δεν έγινε δεν θα σας το αποκαλύψω, γιατί αξίζει να το ανακαλύψετε εσείς.
Η μητέρα τους είναι η πρωταγωνίστρια αυτού του συναρπαστικού κειμένου, που διαβάζεται ως αποχαιρετισμός και ταυτόχρονα σαν απομαγνητοφώνηση ψυχαναλυτικής συνεδρίας καθώς η συγγραφέας ανοίγει τα κουτάκια του μυαλού της και μονολογεί κάνοντας σουρεαλιστικές βουτιές σε όνειρα, στις αναμνήσεις της και στα ημερολόγια της γιαγιάς της και της θείας της. «Συνήθως οι γυναίκες παντρεύονται τον πατέρα τους. Εσείς παντρευτήκατε τη μητέρα σας», θα της πει εξάλλου κάποια στιγμή ο ψυχοθεραπευτής της.
Το γλυκόπικρο χιούμορ και η μαεστρία της να μας ξαφνιάζει με αστείες στροφές, ο αυτοσαρκασμός, η τρυφερότητα, δεν λείπουν ούτε αυτή τη φορά από το συγκλονιστικό γραπτό της καθώς περιγράφει το δίχτυ των οικογενειακών σχέσεων που την περιβάλλει με κυρίαρχη τη σχέση της μάνας – κόρης ανασυνθέτοντας στο φόντο του μια ολόκληρη εποχή. Προσθέστε σε όλα αυτά μια θαρραλέα απόπειρα αυτοαποκάλυψης που γίνεται με τρόπο ειλικρινή και σπαρακτικό, σκληρό και συγκινητικό ταυτόχρονα, χωρίς ίχνος μελοδραματικής διάθεσης.
«Το διάστημα που ψυχομαχούσε η μαμά μου, εγώ, κρυφά από τις αδελφές μου, άρχισα πάλι να προσεύχομαι» εξομολογείται η Ρούλα Γεωργακοπούλου, «Πιστεύω εις ένα παλτό αστρακάν, πατέρα παντοκράτορα, ποιητή ουρανού και γης. Διέταζα τα άδεια ρεγκλάν μανίκια να με αγκαλιάσουν. Τον πελώριο γιακά να αναδιπλωθεί και να πάρει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της. Μόνον μ’ αυτόν τον τρόπο η μαμά μου έπαιρνε παράταση και εγώ συνέχιζα τη ζωή μου, όπως έκανε εκείνη ακόμη καλύτερα».
Στους δέκα μήνες της παράτασης, η άνοια της μητέρας της εξελίσσεται. «Το μάστερκλας με την επιθανάτια γλώσσα της συνεχίζεται μέρα-νύχτα» χωρίς να καταφέρνει να αφομοιώσει τίποτα, αλλά δεν τολμά κιόλας να αποκαλύψει στις αδελφές της τη «μυστική συμφωνία» που έχει κάνει μαζί της να την κρατήσει στη ζωή. «Η άνοια της μαμάς μου ήταν τόσο ευφορική που ήταν πολύ δύσκολο να την αντέξεις ιδίως τα πρώτα χρόνια, τότε που δεν ξέραμε σε τι ακριβώς να αποδώσουμε την ξαφνική μανία της να ντύνεται μόνο με στενά τζην και τήσερτ», γράφει, «Ενενήντα χρονών γυναίκα, σχολίαζε η μια μου αδελφή. Ογδονταπέντε, έβαζε τα πράγματα στη θέση τους η άλλη, κι εκείνη έπιανε στην τύχη από το κομοδίνο της ένα περιοδικό με σταυρόλεξα κι άρχιζε να λύνει. Βασιλιάς της Βαβυλώνας με δεκατέσσερα γράμματα, τι είναι;».
Η αφηγήτρια εξοικειώθηκε από νωρίς με το λεξικό της άνοιας. Κάπως ξώφαλτσα είναι η αλήθεια, αλλά πάντως είχε αποφασίσει να τη μάθει φαρσί «αυτή τη γλώσσα της αριστοκρατίας», αλλιώς να σιωπήσει για πάντα. Λιγομίλητη υπήρξε ανέκαθεν, έτσι κι αλλιώς. Μικρή, παραμόνευε τη γιαγιά της και αργότερα έναν θείο της «πολύ δεξιό που όταν του λύθηκε κι εκείνου η γλώσσα άρχισε να μας φωνάζει με ονόματα εφημερίδων», γράφει. Η Ρούλα ήταν η «Καθημερινή», η μία αδελφή της ήταν η «Απογευματινή», η άλλη η «Εστία», και η μάνα τους η «Βασιλική χωροφυλακή». Στον σουρεαλισμό αυτής της γλώσσας, εξάλλου, οφείλεται και ο τίτλος του βιβλίου.
Σ’ ένα επισκεπτήριο στον Ευαγγελισμό, ο θείος της σήκωσε το χέρι του με τον ορό, έβαλε το εσωτερικό της παλάμης του στο στόμα και είπε: «Δέντρα, πολλά δέντρα!». Μέχρι να φτάσει με το ασανσέρ από τον πέμπτο στο ισόγειο κατάφερε να το ερμηνεύσει: «Δέντρα-φύλλα-φυλλαράκια-φιλάκια!», ήθελε να πει ο θείος αποχαιρετώντας τη αλλά δεν θα το πει σε κανέναν «γιατί η μάνα μου γινόταν θηρίο που ήμουν ανορθόγραφη και τρομερά τσαπατσούλα, κι αυτή ήταν η μοναδική περίπτωση που επέτρεπε στον εαυτό της να με χαστουκίσει», αποκαλύπτει. Θα γίνει όμως το τελευταίο της λήμμα, ο ύστατος χαιρετισμός της στη μάνα που έφυγε: «Δέντρα, πολλά δέντρα! Το παιδί σου»
Info
«Δέντρα, πολλά δέντρα», Ρούλα Γεωργακοπούλου, Εκδόσεις Πόλις, 2018, σελίδες: 80, τιμή: 10 ευρώ