Ο Ολυμπιακός πήγε να παίξει τη ρεβάνς με την ΑΕΚ στο ΟΑΚΑ, για το Κύπελλο Ελλάδας, κουβαλώντας τραυματικές εμπειρίες από τις τρεις προηγούμενες φορές που τη συνάντησε εφέτος. Σύμφωνα με τη θεωρία του «πληγωμένου θηρίου» ήταν φαβορί για την πρόκριση. Αλλωστε, δεν χρειαζόταν, καν, να νικήσει. Του αρκούσε η ισοπαλία με σκορ. Κι όμως, αν και μεθυσμένη από το κυριακάτικο «διπλό» στο Φάληρο, η ΑΕΚ βρήκε, πάλι, πιο ισχυρό κίνητρο από εκείνο του αντιπάλου της. Ηταν «σούπερ» για 35 λεπτά, πέτυχε δύο γκολ, κι άφησε τον Ολυμπιακό χωρίς ευκαιρία στο πρώτο ημίχρονο και χωρίς τελική προσπάθεια στο δεύτερο, μέχρι το 83′ που οι «ερυθρόλευκοι» μείωσαν σε 2-1.
Δεν είναι τυχαίο, το ότι η ΑΕΚ δεν έχει γνωρίσει την ήττα στα έξι ντέρμπι που έχει δώσει μέσα στη σεζόν. Οφείλεται, κυρίως, στην αγωνιστική νοοτροπία που της έχει εμφυσήσει ο προπονητής της, Μανόλο Χιμένεθ. Σε κάθε σπουδαίο ματς, οι ποδοσφαιριστές της «τα δίνουν όλα», λες και πρόκειται για το τελευταίο τους παιχνίδι. Αρνούνται να χάσουν, ακόμη κι όταν όλες οι πιθανότητες είναι εναντίον τους. Εφέτος «γύρισαν» δύο αγώνες πρωταθλήματος κόντρα στον Ολυμπιακό (από 0-2 σε 3-2 και από 0-1 σε 2-1), κάτι που δεν είχε συμβεί ποτέ στο παρελθόν, πήραν ισοπαλία (0-0) στο πρώτο ματς για το Κύπελλο, που ο Ολυμπιακός ήταν πολύ καλύτερος, και ισοφάρισαν (1-1) στις καθυστερήσεις τον Παναθηναϊκό, στη Λεωφόρο, τότε που ακόμη δεν τον είχε πάρει η κάτω βόλτα.
Και χθες (Τετάρτη) πήραν την πρόκριση για τους ημιτελικούς του Κυπέλλου, σε πείσμα της στατιστικής. Οι πιθανότητες της ΑΕΚ να φέρει, πάλι, θετικό αποτέλεσμα ήταν ελάχιστες. Είχε να νικήσει τον Ολυμπιακό τρεις φορές μέσα στην ίδια σεζόν από το 1996-1997, δηλαδή εδώ και 21 ολόκληρα χρόνια. Τότε, μάλιστα, είχε κάνει και μια ήττα. Είναι εξαιρετικά σπάνιο, σε τέσσερα αλλεπάλληλα παιχνίδια των ίδιων ομάδων, η μια να μη χάσει ούτε ένα. Οχι μόνον εάν είναι περίπου ισοδύναμες, αλλά κι αν παίζουν η Μπαρτσελόνα με τη Βαλένθια.
Με «καθαρό» μπάτζετ 15 εκατομμυρίων ευρώ, η ΑΕΚ δεν έχει απωλέσει κανέναν από τους τρεις στόχους της. Είναι δεύτερη στο Πρωτάθλημα, έχει προκριθεί στους «4» του Κυπέλλου Ελλάδας και σε λίγες μέρες θα παίξει με την Ντινάμο Κιέβου για τους «32» του Εuropa League. Ο Ολυμπιακός, με τον υπερδιπλάσιο προϋπολογισμό, έχει αποκλειστεί από την Ευρώπη, βγήκε νοκ-άουτ από το Κύπελλο και έμεινε τρίτος στην κούρσα για τον τίτλο του Πρωταθλητή. Τα χρήματα δεν παίζουν μπάλα. Ούτε τα βιογραφικά των προπονητών ή των παικτών. Τη διαφορά, στο ποδόσφαιρο, την κάνουν κάποιες «λεπτομέρειες». Οποιος τις περιφρονεί, το πληρώνει.
Ο Οσκαρ Γκαρσία είναι, πιθανότατα, καλύτερος προπονητής από τον Μανόλο Χιμένεθ. Πριν από λίγο καιρό, το όνομά του βρισκόταν στον κατάλογο με τους υποψηφίους διαδόχους του Λουίς Ενρίκε στην Μπαρτσελόνα. Ο Χιμένεθ, όμως, εργάζεται στην ΑΕΚ για πάνω από ένα χρόνο, γνωρίζει τις δυνατότητες και τις αδυναμίες της, έχει διαλέξει ο ίδιος πολλούς από τους παίκτες με τους οποίους συνεργάζεται, πραγματοποίησε την καλοκαιρινή προετοιμασία και -το κυριότερο- κανένας στο club δεν τον θεωρεί ως «περαστικό». Οσα λάθη κι αν έχει κάνει, είναι φυσικό να υπερέχει στη διαχείριση της ομάδας του έναντι του συμπατριώτη του, που ήρθε στον Ολυμπιακό πριν από ένα μήνα και ακόμη δοκιμάζει πρόσωπα και συστήματα. Δεν είναι παράλογο που η ΑΕΚ έχει αποκτήσει αγωνιστική ταυτότητα και ομοιογένεια, ενώ ο αντίπαλός της, ο οποίος αλλάζει τεχνικό ηγέτη ανά τρίμηνο και παίκτες ανά εξάμηνο, ακόμη «ψάχνεται».
Μιραλάς, η ΑΕΚ, δεν διαθέτει. Τι να το κάνεις; Ο βέλγος επιθετικός, που έχει δοκιμαστεί σε τρεις διαφορετικές θέσεις της ενδεκάδας στα τρία τελευταία ματς του Ολυμπιακού, βολοδέρνει στο γήπεδο ανήμπορος να παίξει όπως όλοι γνωρίζουν ότι μπορεί. Τρέχει χωρίς προσανατολισμό, μπερδεύεται με τους συμπαίκτες του, εγκλωβίζεται από τους αντιπάλους του, εκνευρίζεται και -στο τέλος- το highlight του στο ματς είναι η φάση που φτύνει τον Μπάρκα, τον τερματοφύλακα της ΑΕΚ. Πολύ πιο χρήσιμος από τον Μιραλάς των δύο εκατομμυρίων ευρώ είναι, για παράδειγμα, ο Βράνιες των 300.000. Πριν από δύο εβδομάδες ήθελε να φύγει στο Βέλγιο, όμως χθες έκανε -ίσως- το καλύτερό του παιχνίδι από τότε που ήρθε στην Ελλάδα. Επειδή παίζει σε μια ομάδα που ξέρει, ακριβώς, τι πρέπει να κάνει στο γήπεδο, αλλά και γιατί είναι μέλος μιας αγαπημένης οικογένειας. Στην ΑΕΚ δεν υπάρχουν «αγαπημένα παιδιά» του Χάσι, του Λεμονή και του Γκαρσία.
Δείτε την ατομική πρόοδο των ποδοσφαιριστών της ΑΕΚ: των δύο τερματοφυλάκων της. Του Μπακάκη και του Γαλανόπουλου. Του Λάζαρου και του Κονέ. Του Λιβάγια και του Αραούχο, που ήρθαν στην Ενωση για να σώσουν τις καριέρες τους. Του «τελειωμένου» Τσιγκρίνσκι. Κι έπειτα, κάντε τη σύγκριση με την πορεία του Μιραλάς, του Φορτούνη ή του Οτζίτζα – Οφόε, παικτών πανάκριβων που η σημερινή ΑΕΚ δεν θα μπορούσε να πληρώσει. Ναι, στη θεωρία ο Ολυμπιακός εξακολουθεί να διαθέτει το καλύτερο ρόστερ. Στην πράξη, όμως, δηλαδή στο τερέν, η ΑΕΚ είναι καλύτερη ομάδα – κάτι που αποδείχτηκε στις τέσσερις εφετινές αναμετρήσεις των δύο συλλόγων.
Ακόμη κι αν η διαιτησία ή η τύχη έπαιξαν κάποιο ρόλο σε αυτά τα ματς, ποιος αμφιβάλλει ότι η ΑΕΚ έχει εξαφανίσει τη διαφορά ποιότητας που τη χώριζε από τον Ολυμπιακό; Από τη μέρα (17 Οκτωβρίου 2015) που ο Βαγγέλης Μαρινάκης έκανε εκείνη την ατυχέστατη δήλωση περί «ομάδας – απάτης», αμέσως μετά τη νίκη του Ολυμπιακού επί της ΑΕΚ με 4-0, σε δέκα παιχνίδια η ΑΕΚ μετρά επτά νίκες και του έχει στερήσει το Κύπελλο τρεις χρονιές στη σειρά. Κι αν, στο τέλος, δεν κατακτήσει -εφέτος- κανέναν από τους στόχους της, η πραγματικότητα δεν αλλάζει: ο Δημήτρης Μελισσανίδης παραδίδει μαθήματα για το πώς μια ομάδα χτίζεται σωστά από το «μηδέν».