«Οι ψηφοφόροι βρίσκονται ενώπιον μιας κρίσιμης επιλογής: θέλουν μια ανοιχτή Ινδία που ενσαρκώνει την ελπίδα ή μια διχασμένη χώρα που προωθεί τον φόβο;». Είναι αυτή η ερώτηση με την οποία ο Σάσι Ταρούρ ολοκληρώνει το σχόλιό του στο Project Syndicate για την εκλογική αναμέτρηση που άρχισε να διεξάγεται σήμερα στην πατρίδα του και πρόκειται να ολοκληρωθεί σε επτά φάσεις κι έπειτα από έξι εβδομάδες.
Τα νούμερα προκαλούν αναμφίβολα δέος. Γιατί έως την 19η Μαΐου, 900 εκατομμύρια Ινδοί με δικαίωμα ψήφου καλούνται να επιλέξουν μεταξύ 10.000 υποψηφίων που εκπροσωπούν περισσότερα από 500 κόμματα και επιδιώκουν να καταλάβουν μία από τις 545 έδρες της Λοκ Σάμπχα, της κάτω βουλής της χώρας με τους 1,3 δισεκατομμύριο κατοίκους.
Η καταμέτρηση όλων των ψήφων αναμένεται να έχει ολοκληρωθεί έως την 23η Μαΐου ενώ τα διεθνή μέσα κάνουν λόγο για την μεγαλύτερη εκλογική διαδικασία στον κόσμο. Ο Σάσι Ταρούρ, ωστόσο, πρώην δεξί χέρι του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ, πρώην υπουργός (Εξωτερικών Υποθέσεων την περίοδο 2009-2010 κι Ανάπτυξης Ανθρώπινου Δυναμικού τη διετία 2012 – 2014) και νυν βουλευτής του Ινδικού Εθνικού Κογκρέσου, κάνει λόγο για τις πιο σημαντικές εκλογές στην Ιστορία της Ινδίας από την ανεξαρτησία της και μετά.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα του «Pax Indica – H Ινδία και ο Κόσμος του 21ου αιώνα», κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών, εκατοντάδες εκατομμύρια Ινδοί έφεραν στις πλάτες τους το βάρος των ανεπαρκών πολιτικών που εφάρμοσε το κυβερνών δεξιό και εθνικιστικό (ινδουιστικό) κόμμα Μπαρατίγια Τζανάτα.
Ο νυν πρωθυπουργός Ναρέντρα Μόντι και το κόμμα του δεν κατάφεραν ούτε να οικοδομήσουν μια «Νέα Ινδία», όπως φιλοδοξούσαν και είχαν δεσμευτεί, αλλά ούτε να καλύψουν «τις πραγματικές ανάγκες των απλών ανθρώπων», γεγονός που επιβεβαίωσε με ξεκάθαρο τρόπο η ήττα που υπέστησαν στις τοπικές εκλογές που πραγματοποιήθηκαν τον περασμένο Δεκέμβριο σε τρία από τα κρατίδια της Ινδίας.
Εξίσου ξεκάθαρο είναι ότι οι ινδοί πολίτες έχουν πολλούς λόγους για να είναι δυσαρεστημένοι από την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη χώρα τους. Ο αγροτικός πληθυσμός βρίσκεται σε απόγνωση με χιλιάδες αγρότες να επιλέγουν τα τελευταία χρόνια να βάλουν τέλος στη ζωή τους λόγω των χρεών που τους πνίγουν ενώ όλοι όσοι εξακολουθούν να δίνουν αγώνα για να επιβιώσουν, εμφανίζονται πλέον οργισμένοι με την ανικανότητα της κυβέρνησης να επιλύσει τα βασικά προβλήματά τους.
Την ίδια ώρα, η αποκάλυψη πως οι κυβερνώντες εθνικιστές ινδουιστές αποπειράθηκαν να αποκρύψουν μια έκθεση σύμφωνα με την οποία η ανεργία έχει φτάσει στο υψηλότερο επίπεδο των τελευταίων 45 ετών, είχε ως αποτέλεσμα να ξεκινήσουν να αμφιβάλλουν οι πολίτες και για την εγκυρότητα των στοιχείων όσον αφορά το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν της Ινδίας, δεδομένου ότι η πορεία της οικονομίας είναι κάθε άλλο παρά ενθαρρυντική.
Έπειτα από τον πανικό που επήλθε στις τάξεις της, η κυβέρνηση του Μόντι ανακοίνωσε μια σειρά παροχών (στήριξη των αγροτών με χαμηλά εισοδήματα, αύξηση του αφορολόγητου ορίου, κ.ά.) κατά την παρουσίαση του τελευταίου προϋπολογισμού της. Σύμφωνα με τον Ταρούρ, ωστόσο, τα μέτρα αυτά όχι μόνον δεν ήταν επαρκή για την ανακούφιση των χειμαζόμενων Ινδών αλλά ελήφθησαν και πολύ αργά.
Οπότε, όντας με την πλάτη στον τοίχο, το κυβερνών κόμμα έπαιξε το τελευταίο του χαρτί, ποντάροντας στους φόβους των Ινδών για την τρομοκρατία. Μετά την πολύνεκρη βομβιστική επίθεση που σημειώθηκε στο Κασμίρ (από καμικάζι της τζιχαντιστικής οργάνωσης Τζάις ι Μοχάμαντ (JeM) που εδρεύει στο Πακιστάν) και είχε ως αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους 40 στελέχη της ινδικής αστυνομίας, ο Μόντι θέλησε να επωφεληθεί και αυτοπαρουσιάστηκε ως ο μοναδικός που μπορεί να εγγυηθεί την εθνική ασφάλεια της Ινδίας. Στόχος του ινδού πρωθυπουργού, αναφέρει ο Ταρούρ, ήταν να αποσπάσει την προσοχή των πολιτών από την «καθημερινή τρομοκρατία της φτώχειας, της οικονομικής δυσπραγίας και των κοινοτικών εντάσεων» Για όλους αυτούς τους λόγους, θεωρεί και υπογραμμίζει πως η εκλογική διαδικασία που βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη, αποτελεί «μια μάχη για την ψυχή της Ινδίας».