Στην Ενδιάμεση Εκθεση ο διοικητής της ΤτΕ Γιάννης Στουρνάρας βλέπει παράθυρο διατήρησης του waiver | INTIMEnews
Επικαιρότητα

Καμπανάκι κινδύνου από ΤτΕ για τα θηριώδη πλεονάσματα

«Ουδεμία χώρα, εκτός ίσως των πετρελαιοπαραγωγών, έχουν πιάσει τόσο υψηλά πλεονάσματα για τόσο μεγάλο διάστημα» προειδοποιεί ο Γιάννης Στουρνάρας στην Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2017 – 2018 που κατατέθηκε τη Δευτέρα στη Βουλή
Protagon Team

Θετικά αξιολογεί ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος τη συμφωνία στην οποία κατέληξε η κυβέρνηση Τσίπρα με τους δανειστές, εκτιμώντας πως η απόφαση του Eurogroup στις 21/6 θα έχει σημαντική συμβολή στην ομαλή έξοδο της Ελλάδας στις αγορές.

Η συμφωνία της 21ης Ιουνίου ανοίγει τον δρόμο για ομαλή έξοδο στις αγορές, αναφέρεται στην Εκθεση Νομισματικής Πολιτικής 2017 – 2018 που κατατέθηκε τη Δευτέρα στη Βουλή, ενώ εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του χρέους μεσοπρόθεσμα.

Η δημιουργία ωστόσο υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα (3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσον όρο από το 2023 μέχρι το 2060), επισημαίνεται, αποτελεί τη μεγαλύτερη επισφάλεια στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους μακροπρόθεσμα.

«Η βιώσιμη επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κρατικών ομολόγων θα είναι η ύστατη και καθοριστική ένδειξη ότι η οικονομία έχει υπερβεί την κρίση» τονίζεται στην Ενδιάμεση Εκθεση για την οικονομία, παράλληλα όμως υπογραμμίζεται πως «η πρόσφατη πολιτική κρίση στην Ιταλία και η συνακόλουθη αύξηση των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων κατέδειξε ότι η ελληνική οικονομία είναι ακόμη ευάλωτη, καθώς μια απότομη αύξηση του κόστους δανεισμού μπορεί να εκτροχιάσει τόσο την αναπτυξιακή πορεία της χώρας όσο και τις δαπάνες εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους».

«Συνεπώς», σημειώνεται,  «για να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των αγορών, πρέπει να συνεχιστεί η εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων, ιδιαίτερα όσον αφορά τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και την αναβάθμιση των ανεξάρτητων θεσμών».

Πιο αναλυτικά, όπως αναφέρεται στην Εκθεση της ΤτΕ, η βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, πέραν των μεσοπρόθεσμων θετικών επιδράσεων, θα μπορούσε να έχει και άμεσα οφέλη, καθώς παρέχει στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα τη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει τη διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Επίσης, να αποδεχθεί τη συμμετοχή τους στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων (στην κανονική περίοδο και στην περίοδο επανεπένδυσης) με βάση το επιχείρημα ότι, στην ουσία, οι προϋποθέσεις για τη διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver), δηλαδή ενισχυμένη εποπτεία και αιρεσιμότητα, έχουν συμπεριληφθεί στην απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου. Αν συμβεί αυτό, θα μπορούσαν να εξασφαλιστούν ορισμένα από τα θετικά αποτελέσματα που εκτιμά η Τράπεζα της Ελλάδος ότι θα μπορούσαν να προκύψουν από τη θέσπιση προληπτικής γραμμής στήριξης, κυρίως σε όρους χαμηλότερου κόστους χρηματοδότησης της οικονομίας.

Στο σημείο αυτό υπενθυμίζεται ότι η Τράπεζα της Ελλάδος είχε προτείνει τη θέσπιση προληπτικής γραμμής στήριξης προκειμένου να διατηρηθεί η «παρέκκλιση» (waiver) και να μπορούν να ενταχθούν τα ελληνικά κρατικά ομόλογα στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων της ΕΚΤ. Με αυτό τον τρόπο θα μειωνόταν το κόστος δανεισμού του Δημοσίου και των τραπεζών και θα μετακυλίονταν τα οφέλη στην πραγματική οικονομία. Επίσης θα είχε αποφευχθεί η δημιουργία ενός τόσο υψηλού ταμειακού αποθέματος ασφαλείας, το οποίο επιβάρυνε σημαντικά το δημόσιο χρέος αλλά και το κόστος χρηματοδότησης του Δημοσίου.

Σχολιάζοντας την απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου 2018, η Εκθεση του Διοικητή της ΤτΕ αναφέρει ότι αναμένεται να έχει σημαντική συμβολή στην ομαλή έξοδο στις αγορές και στη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, και τούτο διότι:

α) Προβλέπει ενισχυμένη εποπτεία με όρους αιρεσιμότητας, που θα αποτρέψει τον εκτροχιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής και την εγκατάλειψη των μεταρρυθμίσεων. Οι ευρωπαϊκοί Θεσμοί, μαζί με το ΔΝΤ, θα αξιολογούν ανά τρίμηνο τις εξελίξεις στο δημοσιονομικό τομέα και στις μεταρρυθμίσεις και θα υποβάλλουν σχετική έκθεση στο Eurogroup και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η έκθεση θα δημοσιοποιείται και θα αξιολογείται στην πράξη από την αντίδραση των αγορών, η οποία θα είναι αδρός δείκτης της καθυστέρησης ή της προόδου που θα επισημαίνουν οι εκθέσεις των Θεσμών. Εξάλλου, με βάση αυτές τις περιοδικές αξιολογήσεις θα εφαρμόζονται και μέτρα τα οποία τελούν υπό αιρεσιμότητα όπως οι επιστροφές των κερδών των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος από τα ελληνικά ομόλογα.

β) Εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, γεγονός που θα επηρεάσει θετικά τις αγορές και θα ενδυναμώσει την εμπιστοσύνη στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, αποτελεί κλειδί η συνέχιση της δημοσιονομικής και μεταρρυθμιστικής προσπάθειας για μια μακρά χρονική περίοδο, καθώς και η δέσμευση του Eurogroup να εξετάσει περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους στη μακροπρόθεσμη περίοδο εάν υπάρξουν απρόβλεπτες δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις.

Μία αύξηση των επιτοκίων κατά 100 μονάδες βάσης, σε συνδυασμό με μια χαλάρωση της δημοσιονομικής προσπάθειας κατά 0,7% του ΑΕΠ ετησίως, σε σχέση με το βασικό σενάριο, οδηγεί σε αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών του Δημοσίου πέραν των ορίων που προβλέπονται για τη βιωσιμότητα του χρέους μετά το 2032. Στην απόφαση του Eurogroup προβλέπονται πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ μέχρι το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο από το 2023 μέχρι το 2060.

Οπως αναφέρεται, ωστόσο, ουδεμία χώρα στον κόσμο, με πιθανή εξαίρεση τις πετρελαιοπαραγωγούς χώρες, έχει επιτύχει τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Επομένως, αυτή η υπόθεση αποτελεί και τη μεγαλύτερη επισφάλεια στην ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους μακροπρόθεσμα.

Υπενθυμίζει επίσης ότι λάθη της οικονομικής πολιτικής είτε στο απώτερο είτε στο εγγύτερο παρελθόν, τα οποία εκτόξευσαν το δημόσιο χρέος, επιβαρύνουν τις μελλοντικές γενεές με τόσο υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα.

Εκτιμήσεις για την πορεία της Οικονομίας

Oι εκτιμήσεις για τις προοπτικές της οικονομίας περιβάλλονται από σημαντικές αβεβαιότητες, τονίζεται στην Εκθεση για τη Νομισματική Πολιτική 2017 – 2018.

Σε ό,τι αφορά το εγχώριο περιβάλλον, καθυστερήσεις στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των ιδιωτικοποιήσεων και υπερβολική φορολόγηση ενδέχεται να οδηγήσουν σε επιβράδυνση της ανάκαμψης της οικονομίας. Οι κίνδυνοι που πηγάζουν από το εξωτερικό περιβάλλον συνδέονται κυρίως με την αύξηση του εμπορικού προστατευτισμού διεθνώς, με τις γεωπολιτικές εξελίξεις, αλλά και με την αύξηση της αποστροφής κινδύνου των επενδυτών λόγω αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές. Τέλος, ενδεχόμενη επιδείνωση της προσφυγικής κρίσης και αύξηση των μεταναστευτικών-προσφυγικών ροών μπορούν να επηρεάσουν αρνητικά την οικονομική δραστηριότητα.

Η Τράπεζα της Ελλάδος αναμένει επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας μεσοπρόθεσμα. Προβλέπει ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ 2,0% και 2,3% για τα έτη 2018 και 2019 αντιστοίχως. Η εξέλιξη αυτή εκτιμάται ότι θα στηριχθεί στις επιχειρηματικές επενδύσεις, στις εξαγωγές, αλλά και στην ελαφρά άνοδο της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η απασχόληση αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται λόγω της επιστροφής της οικονομίας σε θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να προβλέπεται ότι το ποσοστό ανεργίας το 2018 θα υποχωρήσει κάτω από 20%.

Η ανοδική πορεία του εναρμονισμένου δείκτη τιμών καταναλωτή εκτιμάται ότι θα συνεχιστεί και το 2018, αν και με ελαφρώς χαμηλότερους ρυθμούς σε σχέση με το 2017, λόγω εξάντλησης των επιδράσεων βάσης από τις τελευταίες αυξήσεις στην έμμεση φορολογία.

Τέλος, σύμφωνα με τα έως τώρα διαθέσιμα δεδομένα, για το 2018 η ΤτΕ αναμένει να επιτευχθεί ο δημοσιονομικός στόχος του προγράμματος.

Τράπεζες –  Ανάγκη υπέρβασης των στόχων για μείωση των NPEs

Στην αναφορά για την πορεία και κυρίως για την ανθεκτικότητα των τραπεζικών ιδρυμάτων της χώρας, σημειώνεται ότι το 2017 περιορίστηκαν οι ζημίες των ελληνικών τραπεζών, ενώ το α’ τρίμηνο του 2018 οι τράπεζες επανήλθαν σε κερδοφορία, η οποία όμως παραμένει αδύναμη. Η κεφαλαιακή επάρκεια διατηρείται σε υψηλό επίπεδο, οι πηγές χρηματοδότησης των τραπεζών έχουν διαφοροποιηθεί, ενώ η υποχώρηση του αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (ΜΕΑ) συνεχίζεται σε συμμόρφωση με τους τεθέντες στόχους.

Η ανθεκτικότητα των τραπεζών επιβεβαιώθηκε από τα αποτελέσματα της πρόσφατης άσκησης προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων. Ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών (Common Equity Tier 1 – CET1) σε ενοποιημένη βάση και ο Δείκτης Κεφαλαιακής Επάρκειας παραμένουν σε υψηλά επίπεδα (15,8% και 16,4% αντίστοιχα το Μάρτιο του 2018).

Συνολικά, κατά μέσο όρο, ο Δείκτης Κεφαλαίου Κοινών Μετοχών στο δυσμενές σενάριο υποχωρεί κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες, που αντιστοιχούν σε μείωση των ιδίων κεφαλαίων του τραπεζικού συστήματος κατά 15,5 δισεκ. ευρώ. Επισημαίνεται πάντως πως η φιλοσοφία της άσκησης δεν ήταν τέτοια ώστε να τίθεται συγκεκριμένο ποσοτικό κριτήριο βάσει του οποίου θα αξιολογείτο αν οι τράπεζες πέτυχαν ή απέτυχαν στην άσκηση. Τουναντίον, τα αποτελέσματα ανά τράπεζα θα συνεκτιμηθούν από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό στο πλαίσιο της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης, βάσει της οποίας ο επόπτης ενδέχεται να ζητήσει από κάποια τράπεζα να τηρεί πρόσθετα κεφαλαιακά αποθέματα ή/και να θέσει ποιοτικές απαιτήσεις (αναφερόμενες συχνά ως «απαιτήσεις του Πυλώνα ΙΙ»). Ωστόσο, δεν προέκυψε κεφαλαιακό έλλειμμα ως αποτέλεσμα της άσκησης.

Μείζων πρόκληση για τις τράπεζες παραμένει η αντιμετώπιση του όγκου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με την ΤτΕ να σημειώνει ότι υπάρχει ανάγκη για υπέρβαση της υφιστάμενης στοχοθεσίας για τη μείωση των ΜΕΑ και για επιτάχυνση των προσπαθειών βελτίωσης της ποιότητας στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών.

Στην Εκθεση αναγνωρίζεται ότι τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα υποχωρούν σταδιακά. Οι τράπεζες μείωσαν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (ΜΕΑ), καθώς το απόθεμα αυτών υποχώρησε κατά περίπου 10% στη διάρκεια του 2017. Τα ΜΕΑ ανήλθαν στο τέλος του 2017 σε 94,4 δισ. ευρώ, μειωμένα κατά περίπου 11 δισ. ευρώ έναντι του τέλους του 2016 (οι τράπεζες ξεπέρασαν κατά περίπου 1,6 δισ. ευρώ τους στόχους που είχαν θέσει για τη μείωση των ΜΕΑ). Η υποχώρηση του αποθέματος των ΜΕΑ κατά τη διάρκεια του 2017 οφείλεται κυρίως σε διαγραφές (6,5 δισεκ. ευρώ) και πωλήσεις (3,6 δισεκ. ευρώ) μη εξυπηρετούμενων δανείων.

Σύμφωνα με στοιχεία Μαρτίου 2018, το ύψος των ΜΕΑ μειώθηκε κατά 2,1% συγκριτικά με το τέλος του Δεκεμβρίου του 2017, φθάνοντας τα 92,4 δισεκ. ευρώ ή το 48,5% των συνολικών ανοιγμάτων. Η μείωση των ΜΕΑ κατά το α’ τρίμηνο του 2018 οφείλεται κατά κύριο λόγο στις διαγραφές, που ανήλθαν σε 1,7 δισεκ. ευρώ. Η μείωση των ΜΕΑ που προήλθε από εισπράξεις, ρευστοποιήσεις και πωλήσεις ήταν ελαφρώς μειωμένη σε σύγκριση με το προηγούμενο τρίμηνο. Στο μέλλον αναμένονται καλύτερες επιδόσεις, καθώς οι τράπεζες έχουν ήδη ανακοινώσει, και σε ορισμένες περιπτώσεις πραγματοποιήσει, πωλήσεις δανείων.

Η κάλυψη από προβλέψεις σε επίπεδο συστήματος έχει αυξηθεί σημαντικά, σε 49,0% το Μάρτιο του 2018 από 46,2% το Δεκέμβριο του 2017, ενώ, αν συμπεριληφθεί στις προβλέψεις και η αξία των εξασφαλίσεων (με ανώτατη αξία το υπόλοιπο του δανείου προ προβλέψεων απομείωσης), η κάλυψη των ΜΕΑ που επιτυγχάνεται ξεπερνά το 100%. Η αύξηση στην κάλυψη από προβλέψεις οφείλεται κυρίως στην αναγνώριση νέων υψηλών προβλέψεων, λόγω της εφαρμογής του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς 9 (ΔΠΧΑ 9).

Οι τράπεζες υπέβαλαν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2017 αναθεωρημένους στόχους για τη μείωση των ΜΕΑ. Ο στόχος για το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο τέλος του 2019 τίθεται σε 64,6 δισεκ. ευρώ (από 66,4 δισεκ. ευρώ που ήταν αρχικά). Η βελτίωση αυτή εκτιμάται ότι θα προέλθει από την επίσπευση πώλησης δανείων, κυρίως στο επιχειρηματικό χαρτοφυλάκιο και σε μικρότερο βαθμό στο καταναλωτικό χαρτοφυλάκιο, καθώς επίσης και μέσω αύξησης των διαγραφών, κυρίως στο χαρτοφυλάκιο λιανικής.

Παρά την αναμενομένη μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 35,2% στο τέλος του 2019 (από 33,9% που ήταν ο αρχικός στόχος), εξαιτίας της αναθεώρησης προς τα κάτω των εκτιμήσεων για το ρυθμό πιστωτικής επέκτασης από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και της διενέργειας αυξημένων διαγραφών και πωλήσεων δανείων. Αυτό υποδηλώνει την ανάγκη για υπέρβαση της υφιστάμενης στοχοθεσίας για τη μείωση των ΜΕΑ και για επιτάχυνση των προσπαθειών βελτίωσης της ποιότητας στοιχείων ενεργητικού των τραπεζών.

Προκλήσεις ενόψει

Επισημαίνοντας ότι η άνοδος της οικονομικής δραστηριότητας αποδίδεται κυρίως στην ιδιαίτερα θετική πορεία των εξαγωγών, ο διοικητής της ΤτΕ αναφέρεται στη συνέχεια στις προκλήσεις και τις προϋποθέσεις που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία για τη μετάβασή της σε ένα βιώσιμο εξωστρεφές πρότυπο ανάπτυξης.

Οπως αναφέρεται, τα τελευταία οκτώ χρόνια η Ελλάδα έχει εφαρμόσει τρία προγράμματα οικονομικής προσαρμογής, που έχουν εξαλείψει πλήρως τα δίδυμα ελλείμματα στη γενική κυβέρνηση και στο εξωτερικό ισοζύγιο και παράλληλα πέτυχαν σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και αύξηση της εξωστρέφειας. Παρά την έως τώρα πρόοδο, όμως, υπάρχουν σημαντικές προκλήσεις για την ελληνική οικονομία, που θα πρέπει να αντιμετωπιστούν σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα, όπως το υψηλό δημόσιο χρέος, το μεγάλο απόθεμα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, η υψηλή ανεργία, η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα και η κατάρρευση των επενδύσεων. Η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων θα καθορίσει τις μελλοντικές αναπτυξιακές προοπτικές. Προς το σκοπό αυτό, η οικονομική πολιτική θα πρέπει να επικεντρωθεί στα εξής:

• Υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. Η υπερβολική εξάρτηση της δημοσιονομικής προσαρμογής από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές συνιστά αντικίνητρο τόσο για την εργασία όσο και για τις επενδύσεις, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει τη στροφή των δραστηριοτήτων προς την παραοικονομία και παρέχει κίνητρα για φοροδιαφυγή.

• Βελτίωση της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει άνοιγμα των αγορών αγαθών και υπηρεσιών, των κλειστών επαγγελμάτων και των δικτύων μεταφοράς ενέργειας. Επιπλέον, κρίνεται απαραίτητη η ενίσχυση του «τριγώνου της γνώσης», δηλαδή της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας, με την υιοθέτηση πολιτικών και μεταρρυθμίσεων που ενθαρρύνουν την έρευνα, διευκολύνουν τη διάχυση της τεχνολογίας και ενισχύουν την επιχειρηματικότητα. Παράλληλα, είναι αναγκαία η βελτίωση της ποιότητας και η διασφάλιση της ανεξαρτησίας των θεσμών, καθώς αυτό αποτελεί καθοριστικό παράγοντα ενίσχυσης της εμπιστοσύνης των επενδυτών και συμβάλλει στη μακροπρόθεσμη ανάπτυξη.

• Δραστικό περιορισμό του υψηλού αποθέματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με υπέρβαση της υφιστάμενης στοχοθεσίας για τη μείωση των ΜΕΑ. Η πολιτεία, οι τράπεζες και οι εποπτικές αρχές θα πρέπει να αξιολογήσουν προσεκτικά το σχέδιο οδηγιών για την ίδρυση Εθνικών Εταιριών Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (Asset Management Companies – AMC) που δημοσίευσε πρόσφατα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και τον τρόπο με τον οποίο αυτό θα συμβάλει στο δραστικό περιορισμό των ΜΕΑ.

• Επιθετική πολιτική προσέλκυσης στρατηγικών ξένων άμεσων επενδύσεων. Για να προσελκύσει η χώρα ξένες άμεσες επενδύσεις, προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί στην άρση σημαντικών αντικινήτρων, όπως η γραφειοκρατία, η ασάφεια και αστάθεια του νομοθετικού και ρυθμιστικού πλαισίου, το μη προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, η ελλιπής προστασία των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών, καθώς και οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων.

• Αντιμετώπιση των κοινωνικών και οικονομικών συνεπειών της υψηλής ανεργίας. Υποστήριξη των μακροχρόνια ανέργων χρησιμοποιώντας προγράμματα απασχόλησης και κατάρτισης και στοχευμένες κοινωνικές μεταβιβάσεις.