Η αμερικανική Γερουσία ενέκρινε τη Δευτέρα τροπολογία η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εμποδιστεί ή να καθυστερήσει η μεταφορά του μαχητικού F-35.
Παράλληλα, βρίσκονται σε εξέλιξη προσπάθειες στελεχών τόσο των Ρεπουμπλικάνων όσο και των Δημοκρατικών στη Γερουσία και στη Βουλή των Αντιπροσώπων για να εμποδιστεί η μεταφορά των αεροσκαφών πέμπτης γενιάς και της τεχνολογίας τους στην Τουρκία.
Ο νόμος που περιέχει την τροπολογία θα πρέπει τώρα να εναρμονιστεί με το κείμενο της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η διαδικασία αναμένεται να ολοκληρωθεί και το νομοθέτημα να κυρωθεί πριν τελειώσει το καλοκαίρι.
Ο νόμος, που αφορά την ενίσχυση των ένοπλων δυνάμεων, προβλέπει δαπάνες ύψους περίπου 716 δισ. δολαρίων. Το κείμενο που συζητείται στη Βουλή των Αντιπροσώπων είναι ακόμη πιο σκληρό. Οι Ρεπουμπλικάνοι που ελέγχουν εξάλλου και τα δύο σώματα του αμερικανικού Κογκρέσου έχουν σκοπό να ενισχυθούν οι ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ ακόμα περισσότερο.
Το καθένα από τα σώματα πρόσθεσε στο νομοσχέδιο τροπολογία που στοχοθετεί την Τουρκία, έναν από τους εταίρους της χώρας στο πρόγραμμα ανάπτυξης του F-35. Το κείμενο της Γερουσίας, όπως αναφέρει το ΑΠΕ, προβλέπει το πάγωμα της μεταφοράς τεχνολογίας, τεχνογνωσίας και αεροσκαφών έως ότου το αμερικανικό Πεντάγωνο καταρτίσει σχεδιασμούς προκειμένου η Άγκυρα να εκδιωχθεί από το πρόγραμμα.
Η Τουρκία επιδιώκει να αγοράσει περίπου 100 τέτοια μαχητικά (ακόμη όμως δεν τα έχει παραγγείλει όλα), που είναι σχεδόν αόρατα για τα ραντάρ. Ωστόσο πολλοί αμερικανοί κοινοβουλευτικοί ήγειραν ανησυχίες για την πολιτική της Άγκυρας, στηλιτεύοντας μεταξύ άλλων τα σχέδιά της να αγοράσει προηγμένα συστήματα αντιαεροπορικής άμυνας ρωσικής κατασκευής (S-400), την αναθέρμανση των σχέσεών της με τη Μόσχα, τη σύλληψη αμερικανών πολιτών και αμερικανών διπλωματών.
Σε άλλο περιστατικό με σημαντική συμβολική σημασία, αν και ασήμαντο από σκοπιά του μεγέθους, εμποδίστηκε η πώληση όπλων στη φρουρά του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ερντογάν. Μέλη της προεδρικής φρουράς του Ερντογάν είχαν επιτεθεί και τραυματίσει άοπλους κούρδους διαδηλωτές στην Ουάσινγκτον κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψης του τούρκου προέδρου το 2017, προκαλώντας οργή στο Καπιτώλιο και έντονη ενόχληση στον Λευκό Οίκο.