Ο Sotheby’s πηγαίνει στα δικαστήρια το υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας επειδή διεκδίκησε ένα αρχαιοελληνικό χάλκινο ειδώλιο αλόγου που επρόκειτο να δημοπρατηθεί. Οι Financial Times, που αποκαλύπτουν την υπόθεση, επισημαίνουν ότι πρόκειται για μία εξαιρετικά ασυνήθιστη νομική απόπειρα του οίκου δημοπρασιών για «να αποσαφηνίσει τα δικαιώματα των νόμιμων ιδιοκτητών», όπως αναφέρει, εν μέσω μίας αύξησης των διεκδικήσεων από τις χώρες προέλευσης.
Η αγωγή κατατέθηκε σε δικαστήριο της Νέας Υόρκης την Τρίτη 5 Ιουνίου 2018, από τον Sotheby’s και τους κατόχους του ειδωλίου, την οικογένεια των εκλιπόντων συλλεκτών Χάουαρντ και Σαρέτα Μπάρνετ, οι οποίοι αγόρασαν το χάλκινο αλογάκι το 1973.
Όμως, σύμφωνα με επίσημη ανακοίνωση που εξέδωσε, «το υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού αναμένει να του γνωστοποιηθεί η αγωγή του Sotheby‘s και της οικογένειας Χάουαρντ και Σαρέτα Μπάρνετ, και θα λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος», όπως σημειώνεται.
Σε κάθε περίπτωση, η κίνηση αυτή έχει χαρακτηριστεί και από τα ξένα μέσα ως «πρωτοφανής», καθώς είναι η πρώτη φορά που ο οίκος δημοπρασιών καταθέτει αγωγή εναντίον ενός υπουργείου ξένης χώρας. Το ειδώλιο, ύψους 14 εκατοστών, κορινθιακού τύπου, χρονολογείται στον 8ο αιώνα π.Χ. Η αξία του είχε εκτιμηθεί μεταξύ 150.000 και 250.000 δολαρίων και επρόκειτο να δημοπρατηθεί από τον Sotheby’s στη Νέα Υόρκη, στις 14 Μαΐου, μαζί με άλλα αντικείμενα από τη συλλογή των Μπάρνετ. Ηταν μάλιστα ένα από τα σημαντικότερα κομμάτια της δημοπρασίας και το είχαν βάλει στο εξώφυλλο του καταλόγου της δημοπρασίας.
Μία ημέρα πριν από την προγραμματισμένη δημοπρασία, το υπουργείο Πολιτισμού της Ελλάδας έστειλε επιστολή στον Sotheby’s απαιτώντας να αποσύρει το ειδώλιο από τη διαδικασία και να διευκολύνει τη διαδικασία επιστροφής του στα πάτρια εδάφη.
Στην επιστολή αναφερόταν ότι το ελληνικό υπουργείο δεν είχε κανένα στοιχείο στα αρχεία του που να αποδεικνύει ότι το συγκεκριμένο αλογάκι «είχε εγκαταλείψει τη χώρα με νόμιμο τρόπο» και ότι σκοπεύει, αν χρειαστεί, να κινηθεί νομικά προκειμένου να επιτύχει την επιστροφή του. Σημειώνεται πως είχε ταυτιστεί στο κατασχεμένο αρχείο του εμπόρου αρχαιοτήτων Ρόμπερτ Σάιμς – ο οποίος έχει κατηγορηθεί ως οργανωτής ενός μεγάλου κυκλώματος αρχαιοκαπηλίας.
Ο Sotheby’s απέρριψε τις ελληνικές αξιώσεις, υποδεικνύοντας ότι το άλογο είχε πωληθεί το 1967 σε δημοπρασία της Ελβετίας, προτού περάσει στα χέρια του Σάιμς και στη συνέχεια στη συλλογή των Barnets. Πάντως, ο οίκος απέσυρε την τελευταία στιγμή το ειδώλιο από τη δημοπρασία του Μαΐου, καθώς η διεκδίκησή του από την Ελλάδα έβλαπτε την εμπορική αξία του.
Υποστηρίζοντας ότι το ελληνικό υπουργείο δεν είχε δικαίωμα να παρέμβει στην πώληση και δεν μπορούσε να παρέχει πληροφορίες σχετικά με το πότε ή από ποιον είχε κλαπεί ή απομακρυνθεί από τη χώρα, ο Sotheby’s τονίζει ότι ζητά από το δικαστήριο «να διευκρινίσει τα δικαιώματα των νόμιμων ιδιοκτητών αρχαίων έργων τέχνης και να προστατεύσει τους πελάτες έναντι αβάσιμων αξιώσεων». Οι Financial Times σχολιάζουν πως είναι «εξαιρετικά ανορθόδοξο», για τους οίκους δημοπρασιών να μεταφέρουν τέτοιες διαμάχες στα δικαστήρια.
Σε άλλες περιπτώσεις αμφισβητούμενης προέλευσης, οι ιδιοκτήτες και οι οίκοι συνήθως αποσύρουν από δημοπρασίες τέτοιου είδους αρχαιότητες, καθώς δεν μπορούν να τις πουλήσουν, και διαπραγματεύονται πίσω από κλειστές πόρτες με τη χώρα που τις διεκδικεί, προκειμένου να πουλήσουν σε αυτή-κεκλεισμένων των θυρών- το σχετικό αντικείμενο.
Το ιστορικό προέλευσης αρχαίων αντικειμένων συχνά εμφανίζεται προβληματικό και οι υποθέσεις αρχαιοκαπηλίας καραδοκούν πολύ συχνά, ρίχνοντας σκιές και γεμίζοντας με ερωτηματικά μία κατά τα άλλα λαμπερή και πολυαναμενόμενη διαδικασία δημοπρασίας.
Πάντως, ένας βασικός κανόνας που ακολουθείται από εμπόρους, δημοπράτες και μουσεία, είναι πως πρέπει να προκαλεί υποψίες κάθε περίπτωση αντικειμένου τέχνης που δεν έχει σαφές ιστορικό ιδιοκτησίας πριν από το 1970. Εκείνη τη χρονιά ήταν που τέθηκε σε ισχύ η συνθήκη της UNESCO σχετικά με τη διακίνηση κλεμμένων αρχαιοτήτων.
Στο ιστορικό προέλευσης του χάλκινου αλόγου, ο Sotheby’s ανέφερε τον περασμένο μήνα πως είχε βγει σε δημοπρασία του οίκου Munzen und Medaillen AG στη Βασιλεία της Ελβετίας, στις 6 Μαΐου 1967, από την οποία πιθανώς το απέκτησε ο Ρόμπιν Σάιμς. Από τον Σάιμς το αγόρασαν στη συνέχεια οι Barnets στη Νέα Υόρκη, στις 16 Νοεμβρίου 1973.
Από την πλευρά της πάντως, η οικογένεια Μπάρνετ εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία τονίζει ότι «οι γονείς μας ήταν ενθουσιώδεις συλλέκτες που ξόδεψαν δεκαετίες για να φτιάξουν μια εκτεταμένη και πολυποίκιλη συλλογή. Κάθε αντικείμενο που προστέθηκε στη συλλογή τους, συμπεριλαμβανομένου αυτού του αρχαίου χάλκινου γλυπτού, αγοράστηκε καλή τη πίστει».
Υπάρχει λοιπόν παραδειγματική αλλαγή πλεύσης σε ό,τι έχει να κάνει με τη διακίνηση και δημοπράτηση αρχαιοτήτων. Οι Οίκοι δημοπρασίας, όσο ονομαστοί και ευυπόληπτοι κι αν είναι, είναι πλέον αναγκασμένοι να απαντήσουν σε κάθε άβολη ερώτηση που έχει να κάνει με το πώς ακριβώς έφτασαν στα χέρια τους αντικείμενα τόσο μεγάλης αξίας και ιστορικής σημασίας.
Οπως καταλήγουν οι Financial Times, «χώρες με πλούσια ιστορία όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Αίγυπτος και η Κίνα, εμφανίζονται πλέον πιο μαχητικές σε ό,τι έχει να κάνει με έργα τέχνης που πριν από χιλιάδες χρόνια είχαν φιλοτεχνηθεί σε δικά τους εδάφη». Πάντα θα υπάρχει λοιπόν το όνειρο του επαναπατρισμού, ακόμα και για ένα αγαλματίδιο που λείπει εδώ και χρόνια από τον τόπο «γέννησής» του.