Για τον νέο υπουργό Μεταναστευτικής Πολιτικής Δημήτρη Βίτσα ισχύει ό,τι και για τους υπόλοιπους συναδέλφους του: φταίνε πάντα οι άλλοι. Ετσι, φταίει η Αστυνομία (άρα και ο αν. υπουργός Προστασίας του Πολίτη Νίκος Τόσκας;) που στα επεισόδια στη Μυτιλήνη προσήχθησαν μόνο μετανάστες και όχι εκείνοι που τα προκάλεσαν. Και φταίει η άτιμη η τύχη μας –και βεβαίως η ΝΔ, αυτή πάει με όλα– που τα νησιά συνεχίζουν να γεμίζουν με μετανάστες χωρίς να έχουμε ένα σχέδιο τι να τους κάνουμε.
Ο κ. Βίτσας χαρακτήρισε την Τρίτη «απαράδεκτο» το γεγονός πως ενώ 120 μετανάστες προσήχθησαν στο αστυνομικό τμήμα δεν συνελήφθη κανείς από όσους προκάλεσαν τα επεισόδια στη Μυτιλήνη, κρατώντας μάλιστα πιστόλια φωτοβολίδας. Επιπλέον, σημείωσε ότι «είναι κακό παράδειγμα του τρόπου δράσης» προσθέτοντας πως «πρέπει η Αστυνομία να δει ό,τι υλικό έχει και τουλάχιστον να γίνουν προσαγωγές»…
Περιγράφοντας την κατάσταση που δημιουργήθηκε, σαν η κυβέρνηση να είναι απλώς παρατηρητής της κατάστασης στο μεγαλύτερο νησί του βορείου Αιγαίου, ο υπουργός είπε:
«Είναι φανερό ότι υπήρχε μία ομάδα ακροδεξιών, η οποία πήγε επί τούτου. Εκαναν κάλεσμα και πήγαν στην υποστολή της σημαίας, καλώντας τον κόσμο να πάει στην πλατεία Σαπφούς. Ηταν μία ομάδα που είχε πράγματα μαζί της, πήγε να κάνει ουσιαστικά ένα πογκρόμ».
Ουσιαστικά, ο κ. Βίτσας μας είπε ότι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ παρακολουθεί μια ομάδα πολιτών που είχε προειδοποιήσει τους πάντες για τη δράση της να κάνει «πογκρόμ». Παρακολουθεί και όταν επεμβαίνει προσάγει τα «θύματα»…
Ασφαλώς ο κ. Βίτσας φρόντισε να καταφύγει στο πολιτικά ασφαλές καταφύγιο, στην κριτική στη στάση της Νέας Δημοκρατίας.
Είπε: «Μου κάνει εντύπωση το γεγονός ότι η αξιωματική αντιπολίτευση, στην ανακοίνωση του υπευθύνου της, δεν ανέφερε ούτε μία λέξη καταδίκης αυτών των πρακτικών. Να γίνεται κριτική στην κυβέρνηση, αλλά αν δεν υπάρχει ένα δημοκρατικό μέτωπο ενάντια στον ρατσισμό και στην ξενοφοβία κι αφήνουμε ανεξέλεγκτες τέτοιες ομάδες, μόνο κακά μπορούν να γίνουν. Είμαι σίγουρος ότι ο δημοκρατικός λαός της Μυτιλήνης τα καταδικάζει όλα αυτά και θα σταθεί ενάντια».
Ακόμη, ο υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής είπε σε συνέντευξή του στο «Ραδιόφωνο 24/7»:
«Το Προσφυγικό – Μεταναστευτικό ανάμεσα στα ζητήματα διαχείρισης έχει εντάσεις, τις οποίες είτε πρέπει να τις προλαβαίνεις, είτε να τις κατευνάζεις. Η κατάσταση στη Μυτιλήνη δεν είναι καλή, δηλαδή δεν είναι η κατάσταση του 2015-2016, αλλά αυτήν τη στιγμή είναι 8.000 πρόσφυγες και μετανάστες και πιέζει κατ’ ελάχιστο τα τέσσερα χωριά γύρω από τη Μόρια αλλά και την πρωτεύουσα του νησιού. Το θέμα είναι πως αποσυμπιέζουμε τα νησιά. Η αποσυμπίεση των νησιών γίνεται είτε με τη γρήγορη μεταφορά των ευάλωτων ομάδων, αυτών που ήδη έχουν πάρει άσυλο, και των ασυνόδευτων παιδιών στην ενδοχώρα, αλλά χωρίς να δημιουργούμε νέες ροές. Με αυτή την έννοια, αυτήν τη στιγμή αξιοποιούμε ό,τι κενές θέσεις έχουμε και συγχρόνως βλέπουμε πώς κατασκευάζουμε και νέες, εννοώ σε διαμερίσματα με τη βοήθεια της Υπατης Αρμοστείας και του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης. Αυτό είναι μία πρώτη αποσυμπίεση».
«Η ουσιαστική αποσυμπίεση είναι τα μέτρα που προσπαθούμε να πάρουμε και παίρνουμε για τη γρήγορη εξέταση των αιτήσεων ασύλου» συμπλήρωσε. Παράλληλα, τόνισε τη σημασία του ζητήματος των διερμηνέων.
Ερωτηθείς για τη στάση της Τουρκίας στο Προσφυγικό, ο κ. Βίτσας απάντησε:
«Δεν υπάρχει καμία βάση στο διεθνές δίκαιο και καμία βάση στο επίπεδο της ηθικής να χρησιμοποιείς ανθρώπους, ανθρώπους που είναι σε μία ειδική κατάσταση, για να πιέζεις είτε την ΕΕ, είτε την Ελλάδα».
Οσον αφορά στα ζητήματα που η Ελλάδα περιμένει να λυθούν από την Ευρωπαϊκή Ενωση, ο υπουργός υποστήριξε:
«Από την Ευρώπη περιμένουμε να λυθεί γρήγορα η διαδικασία της χρηματοδότησης της Τουρκίας, χρειαζόμαστε μεγαλύτερη βοήθεια και περιμένουμε να μας εγκρίνει η ΕΕ το αναθεωρημένο πλάνο για το 2018. Υπάρχουν, επίσης, οι πολιτικές διεκδικήσεις, νόμιμες οδοί ώστε να μην είναι οι άνθρωποι θύματα εκμετάλλευσης των traffickers, κι αναγκαστικός καταμερισμός σε όλες τις χώρες της Ευρώπης». Επιπλέον, μίλησε για τη σημασία που έχει για τον αιτούντα άσυλο «να διεκπεραιώνονται γρήγορα αλλά όχι πρόχειρα οι διαδικασίες χορήγησης ασύλου».