«Οι απλοί άνθρωποι βλέπουν στον Ερντογάν τον νέο σωτήρα του έθνους. Κάποιον που θα κάνει και πάλι την Τουρκία ισχυρή».
Η φράση αυτή ανήκει στον κουρδικής καταγωγής τούρκο συγγραφέα, Μπουρμπάν Σενμέζ, που απαντούσε στο ερώτημα γιατί ο τούρκος πρόεδρος εμφανίζεται να απολαμβάνει τόσο μεγάλης στήριξης από τον τουρκικό λαό, παρά την αυταρχική διακυβέρνησή του (ειδικά μετά το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016).
Η αλήθεια είναι ότι μετά και την πρόσφατη προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων στο Αφρίν, το πατριωτικό φρόνημα των Τούρκων χαλυβδώθηκε ακόμα περισσότερο, καθώς η Τουρκία του Ερντογάν -πέρα από δύναμη εκκαθάρισης των απειλητικών Κούρδων στα νότια σύνορά της- είχε αναδειχθεί με έμπρακτο πια τρόπο ως ηγετική δύναμη και δυναμικός παίκτης στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής. Χάρη μάλιστα και στην ετερόκλητη συμμαχία με Πούτιν και Ροχανί ο Ερντογάν εμφανίστηκε να αψηφά με θράσος τόσο τις προειδοποιήσεις των Αμερικανών όσο και τις επικρίσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τον τρόπο που πλοηγεί τη χώρα του στην εύφλεκτη περιοχή.
Την Τετάρτη ο τούρκος πρόεδρος προκήρυξε -όχι και τόσο αιφνιδιαστικά, όπως έσπευσαν κάποιοι να σχολιάσουν στην Ελλάδα- πρόωρες εκλογές. Σίγουρα αυτό που προκάλεσε εντύπωση, ήταν όχι τόσο η προκήρυξή τους αλλά το εσπευσμένο της ημερομηνίας διεξαγωγής τους: Κάλπες στις 24 Ιουνίου, ανακοίνωσε ο Ταγίπ Ερντογάν και όχι στις 26 Αυγούστου όπως είχε ο ζητήσει ο… «λαγός» του (και εκλογικός σύμμαχός του) Ντεβλέτ Μπαχτσελί, προκειμένου η εκλογική μάχη να συμπέσει με την επέτειο της μάχης του Μαντζικέρτ, το 1071, της νίκης δηλαδή των Σελτζούκων Τούρκων του σουλτάνου Αλπ Αρσλάν επί του βυζαντινού στρατού.
Γιατί τέτοια βιασύνη από τον υποτίθεται λαοπρόβλητο Ερντογάν;
Εκτός από προσχηματικά πολιτικοί, οι λόγοι για την πρόωρη προσφυγή στην κάλπη είναι σχεδόν πάντα οικονομικοί. Και παρά τις κατηγορίες του «Σουλτάνου» κατά των ξένων κέντρων (συμπεριλαμβανομένων των διεθνών οίκων αξιολόγησης) που «επιδιώκουν την καταστροφή της τουρκικής οικονομίας» λόγω του αυξανόμενου γεωπολιτικού ρόλου της χώρας, τα πράγματα τους τελευταίους μήνες δεν δείχνουν να πηγαίνουν και τόσο καλά: Η τουρκική λίρα κατρακυλά έναντι των ξένων νομισμάτων, ο πληθωρισμός ανεβαίνει ενώ η ανάπτυξη βασίζεται πλέον κυρίως στην κατανάλωση. Είναι προφανές ότι ο Ερντογάν φοβάται περαιτέρω σοβαρή επιδείνωση των οικονομικών δεικτών το φθινόπωρο του 2018, οπότε ιδού μία πρώτη εξήγηση για τη βιασύνη του να πάει σε εκλογές.
Παράλληλα όμως, οι εκλογές της 24ης Ιουνίου σηματοδοτούν και την έναρξη ισχύος των περισσότερων μέτρων για τις υπερεξουσίες του προέδρου της Τουρκίας που εγκρίθηκαν με το δημοψήφισμα για την τροποποίηση του τουρκικού συντάγματος, τον Απρίλιο του 2017. Με άλλα λόγια ο Ερντογάν μετατρέπεται επισήμως σε «Σουλτάνο». Σε περίπτωση που αναδειχθεί νικητής, μεταξύ άλλων θα μπορεί να κυβερνά τη χώρα με Προεδρικά Διατάγματα που θα έχουν ισχύ νόμου, ασκώντας βέτο όταν και όποτε θεωρεί αναγκαίο – κάτι που εξάλλου κάνει ήδη σήμερα μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου, με τα Προεδρικά Διατάγματα της Κατάστασης Έκτακτης Ανάγκης η οποία παρατάθηκε για ακόμη τρεις μήνες.
Χωρίς να χάσει πολύτιμο χρόνο το καθεστώς του Ερντογάν αποφάσισε την επέκταση της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης που έχει επιβληθεί στην Τουρκία από την 15η Ιουλίου 2016, για άλλους τρεις μήνες, δηλαδή για περίοδο που περιλαμβάνει την προεκλογική αλλά και τη μετεκλογική περίοδο. Πρόκειται για την έβδομη κατά σειρά επέκταση του έκτακτου μέτρου.
Κατά τα φαινόμενα, ο Ερντογάν τρέχει μόνος του στην κούρσα των προεδρικών εκλογών, δεδομένου ότι τουλάχιστον στην παρούσα φάση δεν υπάρχει το… αντίπαλο δέος που θα μπορούσε να αμφισβητήσει την δυναμική. Αυτός είναι ένας ακόμα λόγος για την επίσπευση των εκλογών.
Από τη μία οι εκκαθαρίσεις του καθεστώτος έχουν καταπνίξει κάθε αντιπολιτευτική φωνή. Στην Τουρκία δεν υπάρχει πια ούτε καν ο καθιερωμένος διαχωρισμός σε «φιλοκυβερνητικό» και «αντιπολιτευόμενο» Τύπο, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες «αντιφρονούντες» έχουν καταλήξει με συνοπτικές διαδικασίες στις τουρκικές φυλακές.
Με το δίκτυο του Νο 1 εχθρού του Ερντογάν, Φετουλάχ Γκιουλέν, διαλυμένο και τις διώξεις των γκιουλενιστών να συνεχίζονται με αδιάκοπο ρυθμό, οι άλλοι επίδοξοι εκλογικοί αντίπαλοι του τούρκου προέδρου είναι -λιγότερο ή περισσότερο- αποδυναμωμένοι.
Η ηγεσία του κουρδικού κόμματος – συμπεριλαμβανομένου του χαρισματικού ηγέτη του, Ντεμιρτάς- και τα κορυφαία του στελέχη βρίσκονται ήδη στη φυλακή, με κατηγορίες για τρομοκρατία και σχέσεις με το ΡΚΚ.
Στις τάξεις των κεμαλιστών δεν υπάρχει το πρόσωπο που θα μπορούσε να συσπειρώσει, πόσω μάλλον να εμπνεύσει τον μέσο Τούρκο και μοναδική υποψηφιότητα που δείχνει ικανή να… απειλήσει τον Ερντογάν είναι η πρώην βουλευτής των Γκρίζων Λύκων Μερά Ακσενέρ ή αλλιώς «Μαρί Λεπέν της Ανατολίας», ή ακόμα πιο λαϊκά «erkek gibi kadin», ελληνιστί «αντρογυναίκα».
Η 62χρονη Ακσενέρ διέρρηξε τις σχέσεις της με τον αρχηγό του ακροδεξιού κόμματος «Εθνικιστικής Δράσης» (ΜΗΡ) Ντεβλέτ Μπαχτσελί, με το που εκείνος συμμάχησε με Ερντογάν. Διαφωνώντας ανοικτά με την επιλογή αυτή, η Ακσενέρ αποχώρησε από το MHP, ιδρύοντας το δικός της «Καλό Κόμμα» (Iyi Parti).
Ακόμα όμως και η «λύκαινα» Ακσενέρ (την αποκαλούν Αsena, από το όνομα της λύκαινας που σύμφωνα με την τουρκική μυθολογία γέννησε τους πρώτους Τούρκους) δεν είναι σίγουρο αν θα μπορέσει να κατέλθει υποψήφια καθώς ο τουρκικός εκλογικός νόμος ορίζει ότι ένα κόμμα επιτρέπεται να καταθέσει υποψηφιότητα για τις εκλογές έξι μήνες μετά το τέλος του ιδρυτικού του συνεδρίου. Η εθνικίστρια Ακσενέρ ολοκλήρωσε το ιδρυτικό συνέδριο του νέου της κόμματος τον Φεβρουάριο και πλέον εναπόκειται στην τελική κρίση της Κεντρικής Εφορευτικής Επιτροπής αν θα της επιτραπεί να κατέλθει υποψήφια. Μπορεί όμως να το κάνει και αν συγκεντρώσει 100.000 υπογραφές.
Θα καταφέρει να αποτελέσει το ανάχωμα στην παντοδυναμία Ερντογάν; Μένει να αποδειχθεί. Αν και μία πρωταγωνιστρία Ακσενέρ στα πολιτικά πράγματα της γείτονος δεν θα αποτελούσε καλή είδηση για την Ελλάδα…