Το μεγάλο όπλο του Ντόναλντ Τραμπ που του έδωσε τη νίκη στις προεδρικές εκλογές του 2016 ίσως τελικά δεν ήταν μόνο ο τρόπος που προσέγγισε το ακροατήριό του, όσα υποσχέθηκε, η εικόνα του, ίσως ούτε μόνο η (υπόγεια) στήριξη από τη Ρωσία.
Ενδέχεται να ήταν τελικά μια γκρίζα, αν όχι εντελώς ανήθικη, επιχείρηση να συγκεντρωθούν και να αναλυθούν τα δεδομένα και οι συνήθειες εκατομμυρίων χρηστών του Facebook.
Η αποκάλυψη ότι η εταιρεία ανάλυσης δεδομένων Cambridge Analytica (δεν σχετίζεται με το Πανεπιστήμιο) συγκέντρωσε , χωρίς τη συγκατάθεσή τους, προσωπικές πληροφορίες 50 εκατομμυρίων χρηστών του Facebook αναπτύσσοντας τεχνικές υποστήριξης του Ντόναλντ Τραμπ κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2016, γίνεται σε έρευνα που δημοσιεύουν από κοινού οι εφημερίδες New York Times και Observer.
Ιδιοκτήτης της Cambridge Analytica είναι ο δισεκατομμυριούχος Ρόμπερτ Μέρσερ, σταθερός υποστηρικτής ρεπουμπλικάνων πολιτικών. Το 2014 επικεφαλής της εταιρείας ήταν ο Στιβ Μπάνον στενός (αλλά πλέον πρώην) συνεργάτης του Ντόναλντ Τραμπ, πριν εκδιωχθεί από τον Λευκό Οίκο το καλοκαίρι του 2017.
Τα δημοσιεύματα των εφημερίδων αναφέρουν ότι η Cambridge Analytica χρησιμοποίησε χωρίς εξουσιοδότηση τα προσωπικά δεδομένα εκατομμυρίων χρηστών που συγκέντρωσε για να αναπτύξει, στις αρχές του 2014, λογισμικό το οποίο επιτρέπει την πρόβλεψη ή τον επηρεασμό της ψήφου των εκλογέων.
Αυτά τα 50 εκατομμύρια αντιπροσωπεύουν το ένα τρίτο των ενεργών βορειοαμερικανών χρηστών του Facebook και σχεδόν το ένα τέταρτο των εν δυνάμει ψηφοφόρων των ΗΠΑ.
Οι δύο εφημερίδες επικαλούνται πληροφορίες που προέρχονται από πρώην υπαλλήλους και συνεργάτες της Cambridge Analytica, αλλά και έγγραφα. Καταγγέλλουν ακόμη ότι πρόκειται για την μεγαλύτερη παραβίαση στην ιστορία του Facebook, αν και οι δραστηριότητες της συλλογής, τουλάχιστον το 2014-2015 δεν ήταν εντελώς απαγορευμένες από τους όρους χρήσης της πλατφόρμας.
O Observer επικαλείται ειδικότερα τον Κρίστοφερ Γουίλι, ο οποίος συμμετείχε στο στήσιμο της Cambridge Analytica και συνεργάστηκε με τον ερευνητή Αλεξάντερ Κόγκαν, ψυχολόγο ερευνητή στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ για να συγκεντρώσει τα προσωπικά δεδομένα
Ισχυρίζεται ότι το σύστημα μπορεί να ανασυνθέσει το προφίλ μεμονωμένων ψηφοφόρων και να τους βομβαρδίσει με προσωποποιημένα διαφημιστικά μηνύματα.
Οι New York Times αναφέρουν επιπλέον ότι η εταιρεία συνεχίζει να έχει στην κατοχή της την πλειονότητα ή και το σύνολο των δεδομένων από τους χρήστες.
Η Cambridge Analytica έγινε γνωστή και από την ανάμειξή της στην προεκλογική εκστρατεία υπέρ του Brexit καθώς συνεργάστηκε με την ομάδα Leave.EU υπέρ της εξόδου της Βρετανίας προσφέροντας τρόπους συγκέντρωσης δεδομένων και μοντέλα στόχευσης κοινού.
Πώς συγκεντρώθηκαν τα δεδομένα
Ο τρόπος με τον οποίο η Cambridge Analytica έφτασε στην κατοχή αυτού του θησαυρού δεδομένων είναι απλός και αποτελεσματικός.
Ο Κόγκαν σχεδίασε μια εφαρμογή για κινητά, την thisisyourdigitallife, ενώ περί τους 270.000 χρήστες πληρώθηκαν για να κάνουν ένα τεστ προσωπικότητας και συμφώνησαν με τη συγκέντρωση των προσωπικών τους δεδομένων για πανεπιστημιακή χρήση.
Η εφαρμογή διαφημιζόταν στο Facebook ως «ερευνητική εφαρμογή που χρησιμοποιείται από ψυχολόγους». Ωστόσο στο παρασκήνιο συγκέντρωνε πληροφορίες από τους φίλους στο Facebook όσων έκαναν το τεστ, γεγονός που οδήγησε σε μία συγκέντρωση στοιχείων δεκάδων εκατομμυρίων προσώπων, κάτι αντίθετο με την πολιτική χρήσης της πλατφόρμας του Facebook.
Το Facebook διέγραψε την εφαρμογή το 2015 όταν έμαθε την μη τήρηση της πολιτικής του. Ο Κόγκαν, όπως και όλοι όσοι είχαν λάβει τα δεδομένα, διαβεβαίωσαν το Facebook ότι όλα τα στοιχεία έχουν καταστραφεί – κάτι που φαίνεται ότι δεν ισχύει.
Αντιδράσεις κατόπιν εορτής
Εν τω μεταξύ, το Facebook ανακοίνωσε μόλις το Σάββατο ότι διακόπτει τη συνεργασία του με την Cambridge Analytica αφού διαπίστωσε παραβίαση της πολιτικής προστασίας προσωπικών δεδομένων.
Διακόπτεται ακόμη η πρόσβαση και της μητρικής Strategic Communication Laboratories (SCL), του Αλεξάντρ Κόγκαν και του Κρίστοφερ Γουίλι.
Ακόμη, η γενική εισαγγελία της Μασαχουσέτης ανακοίνωσε την έναρξη έρευνας έπειτα από τη δημοσίευση των πληροφοριών αυτών.