Η λήξη του προγράμματος διάσωσης της Ελλάδας τον Αύγουστο δεν θα σημάνει και το τέλος των μεταρρυθμίσεων. Αυτό τόνισε η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, επαναλαμβάνοντας θέσεις που έχουν διατυπώσει και οι Ευρωπαίοι, ακόμα και ο πολύ φιλικός στην κυβέρνηση Τσίπρα, Πιερ Μοσκοβισί.
Οπως εξήγησε η Λαγκάρντ, μιλώντας στην γερμανική εφημερίδα Süddeutsche Zeitung, οι ευρωπαίοι εταίροι έχουν επενδύσει πολλά χρήματα στην Ελλάδα και ως εκ τούτου έχουν έννομο συμφέρον να συνεχίσει η Αθήνα τις μεταρρυθμίσεις.
«Η Ελλάδα πρέπει να κάνει όσα έχει υποσχεθεί», πρόσθεσε χαρακτηριστικά η επικεφαλής του ΔΝΤ, περιγράφοντας ουσιαστικά ένα καθεστώς επιτήρησης —ή επιτροπείας, ανάλογα πώς το βλέπει κανείς— για τη χώρα μας, μετά και το τέλος του 3ου Μνημονίου το καλοκαίρι του 2018.
Η Κριστίν Λαγκάρντ βρίσκεται στη Γερμανία για την 54η Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια. Από το βήμα της διάσκεψης παρατήρησε ότι 120 από τις 189 χώρες-μέλη του ΔΝΤ βρίσκονται σε φάση οικονομικής ανάπτυξης, ανέδειξε ωστόσο τον κίνδυνο εκτροχιασμού της θετικής πορείας εξαιτίας γεωπολιτικών εξελίξεων. «Υπάρχουν προβλήματα σε πολλά σημεία του πλανήτη», είπε και αναφέρθηκε συγκεκριμένα στην Μέση Ανατολή, στην κορεατική χερσόνησο, αλλά και στις κυβερνοαπειλές.
Σε ό,τι αφορά ειδικά τις περικοπές φόρων 1,3 δισ. δολαρίων που αποφάσισε η κυβέρνηση των ΗΠΑ, η επικεφαλής του ΔΝΤ, σε μια σπάνια δημόσια αντιπαράθεση με την Ουάσιγκτον, τόνισε ότι «το δημόσιο χρήμα είναι απαραίτητο» και προειδοποίησε για τον κίνδυνο αύξησης του πληθωρισμού.
«Αν και η επίδραση του νόμου που πέρασε τον περασμένο Δεκέμβριο είναι ακόμη στην αρχή, το πιθανότερο είναι να οδηγήσει σε αυξημένη κατανάλωση και πληθωρισμό, ελπίζουμε ότι θα οδηγήσει και σε καταβολή υψηλότερων μισθών», δήλωσε η Κριστίν Λαγκάρντ ενώ έκανε λόγο για το ενδεχόμενο να ξεκινήσει ένας ανταγωνισμός προς τα κάτω, με άλλες χώρες να επιλέγουν αντίστοιχες πολιτικές και τελικά να απειλούνται οι δημόσιες επενδύσεις σε τομείς όπως η παιδεία, η άμυνα και η υγεία. «Το δημόσιο χρήμα είναι απαραίτητο. Ο ανταγωνισμός προς τα κάτω δεν ενισχύει αυτές τις επενδύσεις και δεν βοηθάει το εργατικό δυναμικό και τις κοινωνίες να προετοιμαστούν για την νέα οικονομία του αύριο», δήλωσε χαρακτηριστικά.