Δευτέρα πρωί, την επομένη του ντέρμπι στο «Ολντ Τράφορντ», ο φωτογραφικός φακός της Daily Mail συνέλαβε το ζεύγος Γκουαρντιόλα να κόβει βόλτες στο κέντρο του Μάντσεστερ. Δίπλα στη σύζυγό του, Κριστίνα Σάρα, ο Πεπ περπατούσε με τα χέρια στις τσέπες, φορώντας μία γαλάζια τραγιάσκα και ένα μπλε κασκόλ που τον προστάτευε από το τσουχτερό κρύο – και από τα αδιάκριτα βλέμματα. Εδειχνε χαλαρός και ευδιάθετος. Γιατί να μην είναι; Επειτα από 17 μήνες στον πάγκο της Σίτι, ο πιο ακριβοπληρωμένος προπονητής ποδοσφαίρου στην Ευρώπη μπορούσε -επιτέλους- να το φωνάξει, ότι αξίζει κάθε σεντ από τα 17,5 εκατομμύρια ευρώ (χωρίς τα μπόνους) που εισπράττει κάθε χρόνο από τους άραβες ιδιοκτήτες του αγγλικού συλλόγου.
Η ομάδα του έγινε η πρώτη στην Premier League που φτάνει τις 14 διαδοχικές νίκες μέσα στην ίδια σεζόν. Καμία άλλη στο παρελθόν δεν πέτυχε 15 νίκες σε 16 παιχνίδια. Εκτός αν πιστέψουμε τον αστικό μύθο που λέει ότι το είχε κατορθώσει η Πρέστον το 1888, στο πρώτο καταγεγραμμένο πρωτάθλημα. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για την καλύτερη εκκίνηση μετά το 1960. Η Σίτι απέχει, ήδη, 11 βαθμούς από τη Γιουνάιτεντ και 14 από την (πρωταθλήτρια) Τσέλσι. Βρίσκεται «αγκαλιά» με το πέμπτο Πρωτάθλημα της ιστορίας της. Και είναι η δυναμική της, κυρίως, αυτή που σε κάνει να πιστεύεις ότι η νίκη της (2-1) στο ντέρμπι της Κυριακής ήταν το «game over» της κούρσας για τον τίτλο.
Μα, πάνω απ’ όλα, ο Πεπ αξίζει τα λεφτά του επειδή ποτέ δεν έχασε την πίστη του στο διασκεδαστικό ποδόσφαιρο που ευαγγελίζεται εδώ και εννέα χρόνια – από την πρώτη του, κιόλας, μέρα στη δουλειά ως πρώτος προπονητής. Τον περασμένο Μάιο, η Σίτι του τερμάτισε τρίτη και καταϊδρωμένη, 15 βαθμούς πίσω από την Τσέλσι. Πέρασε δύσκολες μέρες, έντονης αμφισβήτησης. Οι εχθροί του τον χλεύασαν. Ακόμη και οι θαυμαστές του πίστεψαν ότι είχε χάσει το «μαγικό ραβδί» του. Πολλοί προφήτευαν πως το Νησί θα γινόταν ο τάφος της προπονητικής του δόξας. «Αυτά που έκανε στη Βαρκελώνη και το Μόναχο, στην Αγγλία δεν πιάνουν», έλεγαν. Ωσπου, το περασμένο καλοκαίρι, ο Γκουαρντιόλα εφηύρε τον μετατροπέα που θα έκανε το σχέδιό του να λειτουργήσει και στα αγγλικά γήπεδα.
Τα περισσότερα χρήματα από το μετεγγραφικό του μπάτζετ, αυτός ο λάτρης του επιθετικού παιχνιδιού τα δαπάνησε για τερματοφύλακα και πλάγιους μπακ, που στη δική του κοσμοθεωρία παίζουν κομβικό ρόλο. Τέτοιους παίκτες, πέρυσι, δεν είχε. Εφερε στο Μάντσεστερ τον Μεντί, τον Ντανίλο και τον Ουόκερ, άλλαξε θέση στον Ντελφ, και δημιούργησε αυτό που στο δικό του το μυαλό είναι η άμυνα: έναν μηχανισμό επανάκτησης της κατοχής της μπάλας, κυριαρχίας στον χώρο και ανάτυξης με σχεδόν απόλυτη ακρίβεια στις πάσες. Πιστός στην κροϊφική θεωρία για το παιχνίδι, την οποία έχει εμπλουτίσει με κάποιες δικές του καινοτομίες, ο Γκουαρντιόλα αναζήτησε ποδοσφαιριστές με τεχνικά χαρακτηριστικά συμβατά με το σχέδιό του. Αυτή είναι μία από τις βασικές διαφορές του με τον Μουρίνιο. Ο Ζοσέ, πρώτα αγοράζει καλούς παίκτες και ύστερα προσπαθεί να βρει ένα σύστημα που θα τους ταιριάζει.
Η πιο μεγάλη τους διαφορά, όμως, έγκειται στη φιλοσοφία τους – που είναι και ζήτημα χαρακτήρα. Ο Πεπ ενδιαφέρεται, πρωτίστως, να τελειοποιήσει τη μηχανή ποδοσφαιρικού θεάματος που έχει κατασκευάσει από τις μέρες του στην Μπαρτσελόνα. Γι’ αυτόν, η νίκη δεν είναι παρά η επιβεβαίωση πως οι ιδέες του είναι σωστές. Ο Ζοσέ νοιάζεται, κυρίως, για τα τρόπαια – θεωρεί το αποτέλεσμα ως αυτοσκοπό. Και σιχαίνεται να χάνει. Δεν είναι ένας «ξεπερασμένος» προπονητής, όπως πολλοί πιστεύουν, αλλά ένας προπονητής που δεν ανέχεται την ήττα ούτε ως ενδεχόμενο. Διαθέτει παίκτες εξαιρετικής ποιότητας -τον Ζλάταν, τον Μάτα, τον Ράσφορντ, τον Μαρσιάλ-, όμως αρνείται να τους αφήσει να δημιουργήσουν. Τους εγκλωβίζει σε ένα σύστημα καταστροφής του παιχνιδιού του αντιπάλου. Ο φόβος της αποτυχίας λειτουργεί στο μυαλό του σαν ένστικτο αυτοσυντήρησης.
Η νοοτροπία κάθε προπονητή βγαίνει στο χορτάρι σαν ζωγραφιά. Η Σίτι του Πεπ θέλει να παίξει γρήγορα, δεν διστάζει να ρισκάρει για να βάλει γκολ, και ο μέσος όρος της στην κατοχή της μπάλας ξεπερνά -εφέτος- το 70%. Η Γιουνάιτεντ του Μουρίνιο επιδιώκει ένα πιο αργό τέμπο, έχει περισσότερους παίκτες πίσω από την μπάλα και η δική της κατοχή φτάνει το 53%. Στο κυριακάτικο ντέρμπι, έπεσε πολύ πιο χαμηλά: στο 35%. Λογικό. Γιατί, αυτή τη φορά, ο Μουρίνιο δεν θα έχανε από τον οποιονδήποτε, αλλά από τον πρώην φίλο του και νυν άσπονδο εχθρό του.
Οι οπαδοί της Γιουνάιτεντ παρακολουθούσαν την περήφανη ομάδα τους, των 20 τίτλων, να παίζει μέσα στο ίδιο της το «σπίτι» λες και ήταν η Κρίσταλ Πάλας, με ποσοστό κατοχής μπάλας 35%. Περισσότερο και από την ήττα, τους πίκρανε η ηττοπάθεια απέναντι στη γαλάζια Μάντσεστερ, την ώρα που εκείνη ξεδίπλωνε τις αρετές της σαν σε φιλικό ματς. Εβλεπαν στο γήπεδο τη Σίτι να δημιουργεί και τη Γιουνάιτεντ να αμύνεται – και η… πλάκα είναι ότι αυτές οι δύο ομάδες έχουν δεχθεί, μέχρι στιγμής, ακριβώς τον ίδιο αριθμό τερμάτων: από 11. Με τη Σίτι να έχει πετύχει 12 γκολ περισσότερα (διαθέτει την καλύτερη επίθεση της Premier League).
«Χάσαμε επειδή δεν μας δόθηκε ένα καθαρό πέναλτι. Η Σίτι είναι καλή ομάδα, όμως θεωρώ ότι στάθηκε τυχερή. Την προστατεύουν οι Θεοί του ποδοσφαίρου. Εχει όλες τις αποφάσεις με το μέρος της», παραπονέθηκε στο τέλος ο Μουρίνιο. Αλλά, πλέον, η σύγκρισή του με τον Γκουαρντιόλα είναι συντριπτική σε βάρος του. Ως αντίπαλος του Καταλανού, μετράει μόλις τέσσερις νίκες σε 20 αγώνες. Τόσες ήττες ο «Special One» δεν έχει υποστεί από κανέναν άλλον προπονητή.
Τις δύο προηγούμενες σεζόν, η Λέστερ (2016) και η Τσέλσι (2017) κατέκτησαν την Κούπα της Premier League χάρη στην «αγία άμυνα», την οποία πρώτος ο Μουρίνιο δίδαξε σε τόσο υψηλό επίπεδο. Εφέτος, η Σίτι έχει κάνει τους άγγλους φιλάθλους να θυμηθούν ότι μία ομάδα μπορεί να είναι επιτυχημένη παίζοντας επιθετικό και θεαματικό ποδόσφαιρο. Οι ιδέες του Γκουαρντιόλα θριαμβεύουν και στη Βρετανία. Μακριά από την Μπαρτσελόνα του Μέσι ή την παντοκρατορία της Μπάγερν Μονάχου. Στο πιο δύσκολο, το πιο συναρπαστικό πρωτάθλημα του κόσμου.