Υπάρχουν κι αυτές οι βραδιές στο ποδόσφαιρο: του ανάδρομου Ερμή. Δεν μπορείς να τις εξηγήσεις αλλιώς. Με καμία λογική. Ούτε με την κοινή, ούτε με την ποδοσφαιρική. Απλώς τις αποδέχεσαι, ως αναπόσπαστο κομμάτι αυτού του υπέροχου παιχνιδιού στο οποίο κάθε πρόβλεψη κινδυνεύει να γίνει κουρέλι. Απλώς αναθεματίζεις την κακή σου τύχη, εάν το «μπλακ-άουτ» συμβεί την πιο ακατάλληλη στιγμή. Οπως χθες (Πέμπτη) βράδυ στο Ζάγκρεμπ, πάνω που πας να βγάλεις εισιτήριο για το Παγκόσμιο Κύπελλο.
Τρία γκολ στα πρώτα 33 λεπτά αγώνα, η Εθνική μας είχε να δεχτεί από την εποχή της Ουγγαρίας του Λάγιος Ντέταρι. Ακριβώς πριν από 30 χρόνια. Τότε -τον Οκτώβριο του 1987- έπαιζαν, ακόμα, με τη φανέλα της, ο θείος του Κώστα Μανωλά (ο Στέλιος, που τα μαλλιά του έχουν γίνει βαμβάκι), ο Σαραβάκος και ο Αναστόπουλος. Τρία γκολ σε ένα ημίχρονο «έφαγε» για τελευταία φορά (μέχρι χθες) τον Αύγουστο του 2006. Σε φιλικό ματς με την Αγγλία, στο «Ολντ Τράφορντ», ως εν ενεργεία Πρωταθλήτρια Ευρώπης και με Ρεχάγκελ προπονητή. Οι Κροάτες της έβαλαν, τώρα, τέσσερα γκολ σε 50 λεπτά, ενώ στα δέκα παιχνίδια του ομίλου της -δηλαδή σε πάνω από 900 λεπτά- είχε συνολικό παθητικό έξι τερμάτων.
Στο «Μάξιμιρ», η παγκοσμίου φήμης άμυνά μας έκανε όλα τα λάθη μαζεμένα. Και τι λάθη! Απ’ αυτά που ο Καρνέζης (στο πρώτο γκολ) και ο Σταφυλίδης (στο τέταρτο) δεν έχουν ξανακάνει στην ποδοσφαιρική ζωή τους. Ευγενική χορηγία της Εθνικής Ελλάδας ήταν και τα άλλα δύο γκολ των αντιπάλων μας. Τους στείλαμε στη Ρωσία με δικά μας έξοδα. Αν και, στην πραγματικότητα, στο 1-0 τα πάντα είχαν τελειώσει. Το σχέδιο ήταν, να τους κρατήσουμε στο «μηδέν» μέχρι να εκνευριστούν, να αγχωθούν, να χάσουν τη συγκέντρωσή τους. Αλλά εμείς, μόλις στο δωδέκατο λεπτό, τους το κάναμε τόσο εύκολο… Κι έπειτα, Plan B’ δεν υπήρχε. Δεν υπάρχει, εδώ και χρόνια.
Ποιος φταίει για το χθεσινό μας ναυάγιο; Εάν κρίνουμε από τα σχόλια της εθνικής μας μουρμούρας στο Twitter, όλοι. Παίκτες και προπονητής. Επομένως, κανείς. Συμφωνούμε μόνο στο ποιος ΔΕΝ φταίει: ο Κάρλος Ζέκα, ο νεόκοπος έλληνας διεθνής που δεν επηρεάστηκε από το γενικό χάλι. Αντε και ο Μήτρογλου, που στάθηκε αξιοπρεπώς. Οι υπόλοιποι ήταν αγνώριστοι, λες και τους είχαν κάνει μάγια. Το μεν πνεύμα πρόθυμον, ο δε νους τους αλλού. Ανεξήγητο. Ολοι οι ποδοσφαιριστές του Κόσμου αυτό ονειρεύονται: να παίξουν στο Μουντιάλ. Τι άλλο μπορεί να σκέφτονταν, οι δικοί μας, την ώρα που το τρένο για τη Μόσχα είχε αρχίσει να σφυρίζει; Τι άλλο, πέρα από το πώς θα καταφέρουν να ανέβουν στο βαγόνι;
Δεν ήταν αδιαφορία – δεν θα μπορούσε να είναι. Ηταν έλλειψη συγκέντρωσης, η οποία φάνηκε από τα πρώτα λεπτά. Η ελληνική ομάδα παραήταν soft, για έναν αγώνα με τόσο σημαντικό διακύβευμα. Ατολμη, χαλαρή, επιπόλαιη. Καμία σχέση με τη γνωστή Εθνική που «μασάει σίδερα» σε τέτοια ματς – φωτιά. Και δεν φταίει ο Σκίμπε γι’ αυτό. Ο Γερμανός έπαιξε ακριβώς με τον ίδιο σχηματισμό όπως με το Βέλγιο στο Φάληρο, πριν από σχεδόν δύο μήνες. Με ελάχιστες (αναγκαστικές) αλλαγές προσώπων στην αρχική ενδεκάδα. Η Εθνική είχε χάσει, όμως είχε αγωνιστεί εξαιρετικά. Σε καμία περίπτωση δεν είχε παραδοθεί, όπως έκανε χθες.
Το «Βατερλό του Ζάγκρεμπ» δεν είναι το πρώτο ματς στο διεθνές ποδόσφαιρο που θα μπει στο αρχείο με τα ανεξήγητα. Μέσα στο 2017, για να μη γυρίζουμε πιο πίσω, η Παρί νίκησε την Μπαρτσελόνα 4-0 και, 14 βράδια αργότερα, έχασε από την ίδια αντίπαλο 6-1. Θα το θυμόμαστε ως ένα ιστορικό κρίμα. Γιατί, στις ελάχιστες φορές που βγήκαμε μπροστά και πιέσαμε τους Κροάτες, τους βάλαμε ένα γκολ και τους κάναμε φάσεις. Δεν ήταν άτρωτοι – εμείς δεν προσπαθήσαμε αρκετά. Ακόμη κι ένα 4-2, εάν έμπαινε μέσα η κεφαλιά του Μήτρογλου στο 90′, θα έκανε τη ρεβάνς του «Γ. Καραϊσκάκης» (την Κυριακή) ντέρμπι. Αλλά τώρα, δεν μας απομένει παρά να ολοκληρώσουμε αυτό το ταξίδι με μία καλή εμφάνιση. Μακάρι, με μία νίκη.
Το Μουντιάλ της Ρωσίας θα το δούμε, μάλλον, από την τηλεόραση, όμως ο ρεαλιστικός προορισμός μας δεν ήταν η συμμετοχή μας στην τελική φάση. Ηταν, μέσα από τους προκριματικούς, να (ξανα)γίνουμε ομάδα. Γίναμε. Φάνηκε από τα αποτελέσματα, μέχρι να φτάσουμε στα μπαράζ, φάνηκε και από το κλάμα του Σταφυλίδη στον πάγκο, για τη χθεσινή αποτυχία. Η Εθνική βρήκε τη χαμένη της αξιοπρέπεια, κι έκανε τους διεθνείς να την αγαπήσουν και πάλι. Η ΕΠΟ, η οποία σε λίγες μέρες θα κληθεί να αποφασίσει εάν θα ανανεώσει το συμβόλαιο του Σκίμπε ή όχι, οφείλει να το θυμάται, σε ποια κατάσταση παρέλαβε την ομάδα ο Γερμανός. Και να τον κρίνει δίκαια, παρά τα τουλάχιστον δέκα εκατομμύρια ευρώ που θα της κοστίσει ο αποκλεισμός από το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2018.